Μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ρημαγμένη. Πείνα και φτώχεια. Έτος 1955. Εγώ παλικάρι τότε, πρωτοδιορισμένος δάσκαλος σ’ ένα χωριό ημιορεινό. Το προσδιοριστικό επίθετο «φτωχό» είναι πλεονασμός. Όλα ήταν φτωχά. Μόνο η ψυχή μας ήταν πλούσια από ελπίδα για τις καλύτερες μέρες που θα ’ρχόταν και που τελικά ήρθαν. Οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν από την ελάχιστη κτηνοτροφία, από κάτι κτηματάκια μ’ αραποσίτια και από τα «κασταναριά». Πρόεδρος, παπάς και δάσκαλος, οι τρεις εξουσίες του χωριού. Έδινε και η νιότη αβάντα κι ένιωθα άρχοντας. Άρχοντας με τρεις και εξήντα!
Ο πόλεμος μας είχε κάνει όλους σκληρούς. Τα σχολεία μας ερειπωμένα. Στο χωριό που σας μιλώ το σχολικό κτίριο είχε καταστραφεί κι το μάθημα γινόταν στον γυναικωνίτη της εκκλησίας. Διπλή βάρδια το μάθημα, πρωί – απόγευμα και Σάββατα. Σχολείο μονοθέσιο. Από τα πρωί ως το μεσημέρι τέσσερεις ώρες μάθημα. Γύριζαν τα παιδιά σπίτι και μετά άλλες τρεις ώρες μάθημα το απόγευμα. Επέστρεφαν σπίτι για ξεκούραση περισσότερο παρά για φαγητό και για να φέρουν κανα ξυλάκι στεγνό για την ξυλόσομπα τους χειμώνες. Κι ήταν φριχτά παγωμένοι εκείνοι οι χειμώνες. Το φαγητό δυσεύρετο. Ελάχιστο ψωμί ζυμωτό και ξερό, με λάδι ή ζάχαρη και νερό. Κρέας «στις μέρες τις καλές», όσπρια, τραχανάς, ραγκαβέλια κι ραντιστές (ήτοι φαγητά της κακιάς ώρας. Οι νεότεροι ας ρωτήσουν τους παλαιότερους, για να μάθουν). Ευτυχώς υπήρχαν φρούτα: φιρίκια, κάστανα και ξερά σύκα. Και ξεγελιόταν λίγο τα μικρά παιδιά. Και κάθε οικογένεια είχε πολλά από δαύτα. Τρία, τέσσερα και πάνω. Πολλά παιδιά! Γέμιζαν οι γειτονιές.
Κι εγώ ο Γιάννης ο Μπλουγούρας με τ’ όνομα. Ο φόβος και ο τρόμος της ψιλομαρίδας. Ο καλός δάσκαλος του χωριού για τους μεγάλους. Και καλός σήμαινε αυστηρός. Επιβλήθηκα χρόνια πολλά με το ξύλο. Έτσι έπρεπε. Έτσι μ’ έμαθαν. Έτσι έπραξα.
- Σωστός ο δάσκαλος, άκουγα παντού. Δεν χωρατεύει.
- Έτσι μόνο μαθαίνουν γράμματα. Βάρα δάσκαλε! Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει! σιγοντάριζαν οι πολλοί.
Είκοσι ενός χρονώ παιδί ξεκίνησα διδασκαλία. Οι μαθητές μου με ξύλο έμαθαν να πλένουν χέρια, να λούζονται, να ξεψυρίζονται. Με ξύλο έμαθαν να κόβουν νύχια, να ’χουν πλυμένα μαντήλια και καθαρούς γιακάδες. Με ξύλο έμαθαν ανάγνωση, προπαίδεια, γραφή κι ορθογραφία. Αν ξεχνούσαν να γράψουν την τιμωρία οι βιτσιές τους το υπενθύμιζαν. Κι αν ξεχνούσαν να μου το θυμίσουν πως έπρεπε να τα τιμωρήσω, πάλι ξύλο. Στην κορύφωση του υπερβολικού «παιδαγωγικού μου ζήλου» κείνη τη μέρα τ’ Αϊ-Γιαννιού (κάναμε και τ’ Αϊ-Γιαννιού μάθημα τότε) έβγαλα «φιρμάνι»: Απαγορεύονται αυστηρά οι επισκέψεις!
Με χίλια βάσανα οι νοικοκυρές κατάφερναν να φτιάξουν τότε κανέναν κουραμπιέ ή μελομακάρονο για τη γιορτή του άντρα τους. Τότε «άνοιγαν το σπίτι» και πήγαιναν όλοι οι φίλοι του χωριού, χωρίς δώρα για τα «Χρόνια Πολλά». Τα κεράσματα τσίμα – τσίμα έφταναν για τους μεγάλους, για να βγει η νοικοκυρά ασπροπρόσωπη. Για φαντάσου όλη τούτη η πιτσιρικάδα να πάρει σβάρνα τα σπίτια με τους Γιάννηδες για να κεραστεί!
Υπερέβαλα εαυτόν στην αγριάδα και – Ακούστε καλά, είπα. Όποιον από σας τον δω απόψε να κάνει επίσκεψη σε Γιάννηδες, μαύρο φίδι που τον έφαγε! Δέκα βιτσιές σε κάθε χέρι με τη «σκαλιστή». Μ’ ακούσατε;
Η φωνή μου αντιλάλησε σαν στρατιωτικό παράγγελμα μέσα στην εκκλησία, καθώς χτύπησε στο θόλο του ιερού απέναντι. Τα πρόσωπα των παιδιών πάγωσαν και για μια στιγμή μου φάνηκε πως και τα μάτια τ’ Αϊ - Χαραλάμπη με κοίταξαν κι αυτά φοβισμένα.
«Σκαλιστή» ήταν τ’ όνομα της βέργας μου, σύμβολο της διδασκαλικής μου εξουσίας και χρηστικότατο αντικείμενο τότε. Και ήταν δώρο από πατέρα μαθητή μου. Εκείνος τη σκάλισε με τέχνη και μου τη χάρισε. Είπαμε! Και οι γονείς συναινούσαν για το ξύλο κι έδερναν κι αυτοί, κάποιοι μάλιστα αλύπητα. Βέβαια, ήταν σκληρά και τα παιδιά. Δύσκολα κι ατίθασα. Παιδιά ταλαιπωρημένα του πολέμου, που ’χαν δει το θάνατο με τα μάτια τους. Υπήρχαν ακόμη κι παιδιά (αγόρια κυρίως) δεκαπέντε – δεκάξι χρόνων που συνέχιζαν το Δημοτικό μετά τον πόλεμο. Σ’ αυτά χωρίς ξύλο ήταν δύσκολο νέος δάσκαλος να επιβληθεί. Τώρα δικαιολογώ τα αδικαιολόγητα, μα τέλος πάντων!
Τ’ Αϊ - Γαννιού σούρουπο παγωμένο. Γλιστερά τα πέτρινα καλντερίμια καθώς έπεφτε σφοδρό το χιονόνερο. Ξύριζε ο αγέρας. Σκοτεινά τα σοκκάκια, ηλεκτρικό δεν υπήρχε μόνο λάμπες πετρελαίου και λαδοφάναρα. Κατευθυνόμουν στο σπίτι του προέδρου.
- Μην μείνεις μόνος χρονιάρα μέρα δάσκαλε! Γιορτάζεις κιόλας! Να έρθεις να γιορτάσουμε μαζί, μου ’χε πει.
Ως δάσκαλος και δη Ιωάννης ήμουν επίσημος καλεσμένος του εκείνη τη βραδιά. Ο πρόεδρος ήταν φρεσκοπαντρεμένος και συνωνόματός μου. Το σπίτι του ήταν το αρχοντικό του χωριού και είχαν βεγγέρα εκείνη τη νύχτα. Όλα φεγγοβολούσαν.
Καθόμαστε στο ανώι, στο αβέρτο, όπου ανέβαινες απ’ την ξύλινη στριφτή σκάλα. Αναμμένο ήταν το τζάκι και το τραπέζι πλούσια στρωμένο μ’ όλα τα καλά και στη μέση στην καλή πιατέλα δέσποζαν κουραμπιέδες ολόλευκοι απ’ την άχνη κι μυρωδάτοι. Ο νοικοκύρης ήταν κιμπάρης και φιλόξενος, είχε καλή γυναίκα κι όμορφη αδελφή που πολύ με φρόντιζε. Όλο, φάε δάσκαλε! και στην υγεία σου δάσκαλε! ήταν.
Και τότε έγινε το αναπάντεχο. Βήματα και παιδικές φωνές ακούστηκαν στη σκάλα και η φωνή της γυναίκας του προέδρου να λέει συνωμοτικά:
- Κούτσκα φύγετε! Είναι ο δάσκαλος απάνω!
Δύο κορίτσια γελαστά, μικρά, ίσαμε δέκα χρόνων εμφανίστηκαν στην κορφή της σκάλας. Μαθήτριές μου. Τα γνώρισα αμέσως. Ήταν η Χρυσή του Μπαρμπα-Νικόλα και η ξαδέλφη της η Μεταξία, δύο αδελφών θυγατέρες. Ήταν δύο καλοφτιαγμένα ξανθωπά κορίτσια, ψηλά για την ηλικία τους κι αδύνατα. Ειδικά η Χρυσή είχε ποδαράκια καλαμένια. Ήταν το πιο έξυπνο παιδί του χωριού, πολύ θαρραλέο και κοινωνικό. Όλοι το θαύμαζαν. Για μια στιγμή τα μάτια των κοριτσιών εκστασιασμένα καρφώθηκαν στην πιατέλα με τους κουραμπιέδες. Μα μόλις μ’ αντίκρυσαν το χαμόγελό τους κόπηκε. Η Μεταξία πισωπάτησε, στράφηκε κι έφυγε τρέχοντας. Η Χρυσή όμως προχώρησε μας κοίταξε γύρω άφοβα, χαιρέτησε, πλησίασε εμένα και τον πρόεδρο και με χειραψία μας ευχήθηκε Χρόνια Πολλά. Της πρόσφεραν κουραμπιέ κι ευγενικά τον αρνήθηκε. Ήπιε μόνο νερό. Με σοβαρότητα μας καληνύχτισε και κατέβηκε με αγέρωχο βήμα τη σκάλα.
- Αυτή σου πήρε τον αέρα δάσκαλε! αστειεύτηκε κάποιος απ’ την ομήγυρη, για να σπάσει την παγωμάρα. Είχε μαθευτεί φαίνεται στο χωριό η πρωινή μου διαταγή.
Την άλλη μέρα στο σχολείο άστραψα και βρόντησα. Με τη «σκαλιστή» στα χέρια χτυπούσα τυφλά ολόγυρα, δημιουργώντας πανικό. Πολλά μικρά βράχηκαν πάνω τους από φόβο. Οι παραβάτες έπρεπε να ομολογήσουν κι να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Αν καμπτόταν η πειθαρχία, ουαί κι αλλοίμονο. Θα γινόμουν άθυρμα στα χέρια των παιδιών. Έβγαλα τα κορίτσια στον πίνακα μπροστά για απολογία.
- Δεν κάναμε κακό δάσκαλε, μίλησε τρέμοντας η Μεταξία. Ήρθαμε για τα Χρόνια Πολλά.
- Ψεύδεσαι! Μην επιβαρύνεις τη θέση σου. Πες την αλήθεια. Να ’σαι ειλικρινής. Τι σας μαθαίνω τόσο καιρό! Πες! Γιατί ήρθατε στο σπίτι του προέδρου; Φώναξα απειλητικά, υψώνοντας τη βέργα, καταπάνω της.
- Για... τους κουραμπιέδες... κύριε, ομολόγησε τότε ξέπνοα η Μεταξία.
- Κι εσύ; Στράφηκα στη Χρυσή. Το ομολογείς; Για τους κουραμπιέδες δεν ήρθες κι εσύ;
- Όχι κύριε, απάντησε θλιμμένα. Εμένα ο πατέρας μου δουλεύει όλη μέρα. Δεν πεινάμε σπίτι μας. Έχουμε από όλα. Δεν ήρθα για το γλυκό. Ήρθα για τα Χρόνια Πολλά.
Με κοιτούσε αποφασιστικά με τα κανελιά μάτια της, με σφιγμένα χείλια. Τι θράσος! Ένα δεκάχρονο ν’ αντιμιλά στο δάσκαλο! Να υποκινεί ανταρσία κι απειθαρχία και να ψεύδεται!
Άρπαξα τη βέργα κι αλύπητα άρχισα να δίνω τις βιτσιές που είχα «τάξει» στον παραβάτη. Δέκα ξυλιές στην εξωτερική πλευρά κάθε παλάμης, πάνω στα κόκαλα, για να πονάει πιο πολύ. Χτυπούσα τα μελανιασμένα από το κρύο χέρια της μικρής που δεν φώναζε, δεν έκλαιγε παρά με κοιτούσε κατάματα, χλωμή, κατάχλωμη και φέγγιζε μες στα ξανθά μαλλιά της που τα ’χε πλεγμένα σε δύο σφικτές κοτσίδες. Μετά κάθισε με δυσκολία στη θέση της, έβαλε τις παλάμες κάτω απ’ τις μασχάλες και δίχως δάκρυ συνέχιζε να με κοιτά με μάτια μαχαίρια.
Σκληροί που είμαστε στα νιάτα μας! Δεν είχε θράσος η Χρυσή, περηφάνια είχε. Ως τώρα μ’ ακολουθεί μες στην ψυχή μου η ματιά της και με ρημάζει.
Σήμερα, πάλι τ’ Αϊ - Γιαννιού. Εγώ εβδομήντα οχτώ χρόνων πια, έχω βγει εδώ και πολλά χρόνια στη σύνταξη. Απόγευμα βροχερό και κρύο. Το σπίτι μας κάποτε αντηχούσε από φωνές κι γέλια. Τώρα μόνοι μας. Η γυναίκα μου κι εγώ. Έκαμα δύο γιους και καμαρώνω πέντε εγγόνια. Το μικρότερο, η Δεσποινούλα μας, εννιά χρόνων, είναι μαζί μας σήμερα. Τα άλλα είναι μεγάλα. Δύο στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου και τ’ άλλα δύο στο Πανεπιστήμιο πια! Πήραν το δρόμο τους.
Πέντε η ώρα. Η ώρα του καφέ. Τον φτιάχνει στην κουζίνα η γυναίκα μου. Κι εγώ έχω αγκαλιά το Δεσποινάκι μας και το ταΐζω καραμπιέ της γιαγιάς του.
- Φάε αγάπη μου, φάε.
- Δεν θέλω παππού, έχει πολλή ζάχαρη.
- Φάε, σε παρακαλώ! Λίγες γενιές παιδάκια χόρτασαν γλυκό σε τούτη τη χώρα, λέω και βουρκώνω και της φιλάω κόμπο – κόμπο τα δάχτυλα των παιδικών χεριών της.
Με κοιτάζει παραξενεμένα.
Μα εγώ ξέρω πως φιλώ τα χεράκια της Χρυσής, ζητώντας συγχώρεση μετά από τόσα χρόνια, για να μπορέσει να ηρεμήσει, επιτέλους, η ψυχή μου.