* Του Ιωάννη Θ. Γωγουβίτη
Τις άγιες τούτες ημέρες μου ’ρχονται στο νου μου τα όμορφα και αλησμόνητα χρόνια, τα παλιά, όταν ήμασταν παιδιά. Τότες που ζούσαμε ωραία, χωρίς φροντίδες, χωρίς σκοτούρες, βάσανα, πόνους και καημούς. Τότε που τραγουδούσαμε, γελούσαμε και παίζαμε στην αυλή του σπιτιού μας, στη γειτονιά, στο προαύλιο της εκκλησίας και στην πεντακάθαρη πλατεία του χωριού μας. Αναπολώ και νοσταλγώ την παιδική, μαθητική ζωή. Θυμάμαι την προπαραμονή των Χριστουγέννων που διακόπταμε τα μαθήματά μας, ύστερα από μια θαυμάσια σχολική γιορτή, που ψάλαμε το απολυτίκιο «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών», το κοντάκιον «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει», που ψάλαμε τα κάλαντα και λέγαμε άλλα υπέροχα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. τα Χριστούγεννα όλη η οικογένεια ξεκινούσαμε για την εκκλησία, περνώντας τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού, μέσα στη χειμωνιάτικη, παγερή, αλλά και πολλές φορές χιονισμένη νύχτα. Παρακολουθούσαμε με ευλάβεια και κατάνυξη τη θεία λειτουργία, ασπαζόμασταν με σεβασμό την εικόνα του Θείου Βρέφους, του νεογεννηθέντος Χριστού, κοινωνούσαμε, παίρναμε το αντίδωρο από το χέρι του παππά και την ευλογία και αγιασμένοι πλέον, αφού δίναμε και παίρναμε τις ευχές μεταξύ των πιστών, επιστρέφαμε με το γλυκοχάραμα της αυγής στα σπίτια μας ενθουσιασμένοι, γεμάτοι χαρά και ευτυχία.
Η μητέρα ετοίμαζε το φαγητό από τη σούπα και το αρνί (μανάρι) που το ταΐζαμε και το φυλάγαμε στο σπίτι από καιρό και τρώγαμε το νοστιμότατο κρέας, το ευωδιαστό. Τι ευλογία ήταν εκείνη, τι ευτυχία, τι χαρά! Όλη η πατριαρχική οικογένεια. Παππούς, γιαγιά, γονείς, παιδιά, όλη η φαμελιά. «Ευλογημένο και όμορφο της φαμελιάς τραπέζι».
Τα παιδιά τραγουδούσαμε τα κάλαντα «Καλήν ημέρα άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας» στα γειτονικά σπίτια, οι δε γονείς έκαναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.
Επίσης, την Πρωτοχρονιά εκκλησιαζόμασταν όλοι, ψάλαμε εμείς τα παιδιά «Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά» στα σπίτια, τρώγαμε τη βασιλόπιτα - κρεατόπιτα το μεσημέρι, που ήταν νοστιμότατη. Την ημέρα των Φώτων, τα Θεοφάνια και του Αϊ - Γιαννιού πάλι στην εκκλησία. Μερικά παιδιά ηλικίας 14 - 20 ετών ντύνονταν με φουστανέλες, τσαρούχια, φέσια και πισλιά, με όμορφη αρματωσιά και τραγουδούσαν «Θεοφανίων σήμερα, ημέρα λαμπροτάτη και εορτή χαρμόσυνη και πάλι δοξοτάτη» κ.λπ. Λεγόταν δε η ομάδα αυτή των πέντε νέων «Σκούφοι». Γύριζαν στα σπίτια του χωριού και έλεγαν τραγούδια επίκαιρα της γιορτής, αλλά και της ζωής γενικά για κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά.
Οι μεγάλοι έκαναν επισκέψεις σε όσους γιόρταζαν και τους κερνούσαν γλυκά, στραγάλια, τσίπουρο, κρασί, μεζέδες και περνούσαν μια χαρά. Όταν σκέφτομαι όλες αυτές τις παιδικές αναμνήσεις, συγκινούμαι, δακρύζω, αλλά και κλαίω. Τότε τα παιδιά ήταν χαρούμενα και ευτυχισμένα, με πρόσωπα ροδαλά και χαρωπά. Γελούσαν, τραγουδούσαν, έπαιζαν και χόρευαν. Σήμερα, δυστυχώς, τα καημένα δεν γελούν, δεν τραγουδούν, δεν παίζουν, δεν χοροπηδούν. Τότε γύριζαν στους δρόμους με ξεγνοιασιά, ελπίδα και αισιοδοξία, ενώ σήμερα περπατούν σκυμμένα, μελαγχολικά και μαραμένα. Η στενοχώρια και η απελπισία είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, γιατί αγωνιούν για το μέλλον τους. Τότε ζούσαν φτωχικά, αλλά στα σπίτια τους βασίλευε η γαλήνη, η ησυχία και η ευτυχία. Τώρα ζουν πλούσια με πολλά υλικά αγαθά, αλλά τα δέρνει η απογοήτευση, ο φόβος και η δυστυχία. «Καλύτερα φτώχεια και γλυκό ψωμί, παρά πλούτη και πικρή ζωή».
Πόσο ήθελα και πόσο θέλουμε όλοι μας τα σημερινά παιδιά να πατήσουν στα δικά μας χνάρια, τα παλιά! Να ζήσουν απλά, λιτά, με ασφάλεια και σιγουριά! Πόσο θα επιθυμούσαμε οι νέοι, τα νέα βλαστάρια, τα νιάτα της Ελλάδας μας να αλλάξουν τρόπο ζωής, να ξανανιώσουν, να ανακαινιστούν, να γίνουν καινούριοι άνθρωποι! Να γελάσουν τα χείλη τους, να ανοίξει η καρδιά τους σαν την άνοιξη, που ανθίζουν τα λουλούδια, που πρασινίζουν τα δένδρα και κελαηδούν τα αηδόνια γλυκά επάνω στα κλαδιά! Εμείς οι μεγάλοι οφείλουμε να τα βοηθήσουμε, εμείς πρέπει να τα στηρίξουμε, εμείς να τα σώσουμε, γιατί εμείς είμαστε η αιτία του κακού, η αιτία της κατάντιας τους. Σήμερα ζούμε σε μια δύσκολη εποχή και «οι καιροί ου μενετοί». Έχουμε ιερή υποχρέωση να σταθούμε πλάι τους και να τα υποστηρίξουμε, να τα οδηγήσουμε στον ίσιο δρόμο της ζωής. Σήμερα, δυστυχώς, ξεχάσαμε την αληθινή ευτυχία και χάσαμε την ψυχή μας, γιατί μέσα στην ευδαιμονιστική παραζάλη και στον υλιστικό παραλογισμό μας, χάσαμε το Θεό μας. Επιτέλους, ας συνέλθουμε, ας συνετιστούμε. Ας πλησιάσουμε το Χριστό, σ’ αυτόν θα βρούμε το λιμάνι της σωτηρίας. Τώρα μάλιστα τούτο τον καιρό «νυν καιρός ευπρόσδεκτος» με τις μεγάλες του γιορτές, μας περιμένει, ας Τον ακολουθήσουμε. Έτσι λοιπόν όλοι μαζί, νέοι και παλιοί, να ζήσουμε όπως πρώτα, μια ήσυχη, ειρηνική και ευτυχισμένη ζωή.
* Ο Ιωάννης Θ. Γωγουβίτης είναι εκπαιδευτικός