Του Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, θεολόγου
Η χρονική περίοδος από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνια είναι για τον χριστιανικό κόσμο η πλέον γιορταστική, μετά το Πάσχα, περίοδος του εκκλησιαστικού έτους.
Κατ’ αυτήν τη δωδεκαήμερο περίοδο τιμάται το μεγάλο γεγονός της θείας Επιφανείας. Της καθόδου δηλαδή του Άπειρου Θεού στη γη και της ένδυσής Του με το ανθρώπινο σώμα. Τιμάται μ’ ένα λόγο η είσοδος του Άναρχου και Προαιώνιου Θεού στον κόσμο και στην ιστορία.
Αυτό το μεγάλο θαύμα και μυστήριο είχε τόσο μεγάλη επίδραση στον κόσμο, ώστε άλλαξε την πορεία του. Την πορεία όλης της ανθρώπινης ζωής και ιστορίας. Γι’ αυτό και παραμένει φωτεινό μετέωρο, παρά το σκληρό και ανελέητο διωγμό που υπέστη και υφίσταται ως τώρα, φανερά ή συγκαλυμμένα, το πρόσωπο του Θεανθρώπου και η Εκκλησία Του.
Ο χριστιανικός κόσμος θυμάται το γεγονός και το πανηγυρίζει με χαρά κάθε χρόνο. Λέγεται πως και μη χριστιανικοί λαοί διατηρούν ζωηρή την ανάμνησή του και το γιορτάζουν επειδή κάποτε πέρασαν από τα μέρη τους χριστιανοί ιεραπόστολοι.
Μέρες πριν από τα Χριστούγεννα γίνονται ετοιμασίες στη χριστιανική οικουμένη για την υποδοχή και το γιορτασμό της κοσμοχαρμόσυνης γιορτής της θείας Επιφανείας. Ετοιμάζονται στάβλοι και φάτνες, στήνονται δένδρα με λαμπιόνια και άλλα στολίδια. Διακοσμούνται βεράντες και αυλές σπιτιών, προθήκες καταστημάτων, δρόμοι και πλατείες και κάθε άλλος πολυσύχναστος κι αξιοθέατος χώρος. Τοποθετούνται αγιοβασίληδες κι απαστράπτοντες από λαμπιόνια άγγελοι με ροδαλά και χαρωπά πρόσωπα στη δοξολογική στάση του «Δόξα εν υψίστοις Θεώ...».
Οι τοπικοί άρχοντες των μεγάλων αστικών κέντρων και ιδίως των πρωτευουσών των κρατών αγωνίζονται ποιοι να πρωτοτυπήσουν πιο πολύ και να ξεπεράσουν στο στολισμό των πόλεών τους τους άλλους. Είναι νωπό ακόμη το μελάνι από τη φωτογραφία που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα στα «Ψιθυριστά» η αγαπητή «Ελευθερία» με τη λεζάντα που επεξηγούσε πως δεν μπορούμε να καυχόμαστε οι Λαρισαίοι για τη φάτνη και το στολισμό της Κεντρικής πλατείας μας, όταν οι Βέλγοι στις Βρυξέλλες έστησαν για φάτνη ολόκληρο υποστατικό, μια αγροικία.
Είναι, λοιπόν, φαντασμαγορικό και ιδιαίτερα ελκυστικό το θέαμα που αντικρίζει καθένας αυτές τις ημέρες και ιδίως τις νύχτες του Δωδεκαημέρου, αλλά και πέρα από αυτό, με τις καταστόλιστες βιτρίνες των καταστημάτων, τις βεράντες των σπιτιών με τα αναβοσβήνοντα πολύχρωμα λαμπιόνια, που δίνουν έναν ιδιαίτερα εύθυμο και εορταστικό τόνο στις μεγάλες λεωφόρους και στους ευθείς δρόμους, αλλά και στα στενά σοκάκια, δρομάκια και στους πεζόδρομους. Αναγαλλιάζει πραγματικά η καρδιά σου βλέποντάς τα όλα αυτά περίτεχνα στολισμένα και φωτισμένα. Κι ο νους πετάει στα μακρινά και περασμένα χρόνια στο μεγάλο θαύμα και μυστήριο.
Όλα αυτά όμως είναι πολύ επιφανειακά και πενιχρά, για να εκφράζουν από μόνα τους το βαθύτερο και ουσιαστικό πνεύμα των ημερών. Μια βαθύτερη και ουσιαστική, μια πραγματική ψυχική προσέγγιση και συμμετοχή στο μυστήριο της Ενανθρώπισης του Θεού.
Όλα αυτά είναι άνευ αξίας, αν δεν αντανακλούν και δεν εκφράζουν τη δική μας συμμετοχή στο «Χριστός ετέχθη». Αν δεν εκφράζουν ανάλογα εσωτερικά βιώματα και ψυχικά σκιρτήματα, σαν αυτά που αισθάνθηκε γέροντας ασκητής σε παλιότερη χριστουγεννιάτικη ιερουργία. Γι’ αυτό και αναλύθηκε σε ένα κλάμα με λυγμούς την ώρα που άρχισε να ψάλλεται περίλαμπρα η ενθουσιαστική ψαλμωδία των Καταβασιών «Χριστός γεννάται δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε...».
Αν δεν μας αγγίζει και δεν μας συγκλονίζει ψυχικά η τόσο περιεκτική θείων μηνυμάτων ιερή υμνωδία της Εκκλησίας και όλο γενικά το υπέρλογο μυστήριο της Χριστού Γέννας, τότε κάθε εξωτερική χριστουγεννιάτικη εκδήλωση τείνει να καταντήσει φολκλορική και τίποτε περισσότερο.
Αν μας αφήνουν ασυγκίνητους οι χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες των ναών που καλούν τους πιστούς στην πνευματική πανδαισία της Εκκλησίας και στην ευχαριστιακή, τη διά μέσου της Θείας Μεταλήψεως δηλαδή κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, που καθαρίζει την ψυχή κατακαίοντας κάθε φιλόυλο πυρ, τότε είναι περιττός και ανώφελος ο οποιοσδήποτε εξωτερικός στολισμός. Γιατί σχετίζεται και εκφράζει απλώς και μόνο την παράδοση και το λαϊκό πολιτισμό και τίποτε βαθύτερο και ουσιαστικότερο.
Το βαθύτερο μήνυμα των Χριστουγέννων εκφράζει με το δυνατό συνδυασμό της πίστης και της τέχνης το γνωστό υπέροχο προοίμιο του περίφημου κοντακίου του Ρωμανου του Μελωδού, που τονίζει ότι στις ημέρες του Ηρώδη γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας ο Ιησούς Χριστός «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».
Το βρέφος της Βηθλεέμ δεν είναι ένα οιοδήποτε από τα αναρίθμητα που γεννήθηκαν και γεννιούνται και βλέπουν το φως του ήλιου, αλλά ο Άναρχος Θεός, «ο δρακί (=στη χούφτα Του) την πάσαν έχων κτίσιν». Αυτός «επί γης «κατέβηκεν» και νηπίασε για μας. Ήρθε στο ταπεινό σπήλαιο και σπαργανώθηκε με ράκη. Με την απλότητα και αδολότητα του παιδιού μας φανέρωσε τον άμετρο πλούτο της Θεολογίας. «Την αιώνια παιδικότητα του Θεού» κατά τον μεγάλο Ρώσο θεολόγο π. Αλέξανδρο Σμέμαν.
Ας ευχηθούμε να μη μείνουμε μόνο στην εξωτερική λάμψη των ημερών, στις όμορφα διακοσμημένες φάτνες, στα στολισμένα δένδρα και στα λαμπιόνια, στα δώρα και στο γαστρονομικό πανηγύρι, αλλά να νιώσουμε πάλι σαν παιδιά «τη χαρά, τον δυνατό παλμό της πίστης» κατά τον ποιητή. Μακάρι να ενωτιστούμε το βαθύτερο μήνυμα των εορτών της θείας Επιφανείας, που συμπυκνώνεται στην περιεκτική θεολογική έκφραση του μεγάλη πανηγυριστή των Χριστουγέννων Γρηγορίου του Θεολόγου.
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε.
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε.
Χριστός επί γης υψώθητε...».
Μακάρι να γίνει η Γέννηση του Χριστού ένα προσωπικό δώρο χαράς και ελπίδας για τον καθένα μας, αλλά και για τη δόλια μας πατρίδα, που τόσο το έχει ανάγκη.