* Της Κατερίνας Ζαχείλα, προέδρου της οργάνωσης «Δράση για τη Θεσσαλία»
Τα φανάρια που ρυθμίζουν την κυκλοφορία στους δρόμους της Λάρισας έχουν μετατρέψει αυτά τα σημεία των δρόμων σε μια ιδιόμορφη αγορά. Όσο διαρκεί το κόκκινο, αρκετά νεαρά κυρίως άτομα προσφέρουν στους οδηγούς των σταματημένων αυτοκινήτων διάφορα αγαθά και υπηρεσίες. Άλλοι προσφέρουν χαρτομάντιλα ή αναπτήρες σε χαμηλή τιμή, άλλοι προσφέρονται να σου καθαρίσουν το μπροστινό τζάμι για ό,τι ποσό έχεις την ευχαρίστηση να δώσεις. Άλλοι πάλι επιδεικνύουν ακρωτηριασμένα μέλη του σώματός τους ζητώντας τη βοήθεια των εποχουμένων. Μαζί με αυτούς, μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με κατάλληλη για την περίπτωση εμφάνιση, δηλαδή βρόμικα, αχτένιστα και κακοντυμένα, ζητούν τον οβολό μας σε καθημερινή βάση.
Η τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή, των μικρών παιδιών έχει προκαλέσει ένα ερώτημα στο οποίο έχουν δοθεί δύο αντίθετες απαντήσεις. Το ερώτημα είναι: πρέπει κανείς να βοηθάει τα μικρά αυτά παιδιά δίδοντας ένα μικροποσό, ή όχι; Η μια απάντηση είναι αρνητική και υποστηρίζει ότι η επαιτεία είναι κοινωνικό φαινόμενο και πρέπει να αντιμετωπισθεί από την πολιτεία, όχι ατομικά από τον κάθε πολίτη. Αν μια κοινωνία είναι συγκροτημένη με τρόπο που επιτρέπει, ή προκαλεί φαινόμενα επαιτείας, τότε η λύση δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από την εξέταση και την εξαφάνιση των μηχανισμών που την προκαλούν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό.
Η άλλη απάντηση είναι θετική και υποστηρίζει ότι η κοινωνία ως σύνολο δεν θα μπορέσει ποτέ να εξαφανίσει την επαιτεία. Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν δυνάμεις και μηχανισμοί που φέρνουν οικογένειες και άτομα σε κατάσταση απελπισίας, μια δε διέξοδος είναι η, προσωρινή έστω, αναζήτηση βοήθειας μέσω της επαιτείας. Επιπλέον, ανεξαρτήτως των λόγων που εξωθούν ένα άτομο στην επαιτεία, η απλή ανθρώπινη συμπόνια για τα πάθη ενός συνανθρώπου, και ιδιαίτερα ενός μικρού παιδιού, είναι αρκετή για να οδηγήσει κάποιον στην απόφαση να προσφέρει την ασήμαντη γι' αυτόν βοήθεια.
Είναι φανερό ότι και οι δύο απαντήσεις έχουν ισχυρή βάση. Τα επιχειρήματα της μιας άποψης δεν αναιρούν τα επιχειρήματα της άλλης. Ο κάθε πολίτης μπορεί να κρίνει και να αποφασίσει, αν θα δώσει ή αν θα αρνηθεί τη μικρή του βοήθεια στην περίπτωση που ανέφερα, δηλαδή αυτής των παιδιών των φαναριών, όπως έχουν χαρακτηρισθεί.
Έχω όμως την εντύπωση ότι η επαιτεία που παρατηρούμε να λαβαίνει χώρα στις γωνιές των οδών, όπου υπάρχουν φανάρια κυκλοφορίας, αλλά και γενικά, δεν έχει καμιά σχέση με την επαιτεία για την οποία τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν πιο πάνω έχουν ισχύ. Η επαιτεία που παρατηρούμε δεν είναι αποτέλεσμα και έκφραση καταστάσεων, π.χ. ανεργίας, φτώχειας κτλ., που φέρνουν διάφορα άτομα σε κατάσταση απελπισίας. Αντίθετα, πιστεύω ότι είναι μια εξαιρετικά κερδοφόρος δραστηριότητα. Τα παιδιά των φαναριών δεν ζητιανεύουν επειδή πεινούν, αλλά επειδή αποτελούν ένα αποτελεσματικό σημείο επαφής ενός διεφθαρμένου επιχειρηματικού κυκλώματος με το καταναλωτικό του κοινό, δηλαδή, με εμάς.
Υπάρχουν διάφορα στοιχεία που βεβαιώνουν ότι η επαιτεία των παιδιών είναι οργανωμένη επιχείρηση. Πρώτον, έχουν συγκεκριμένα στέκια-φανάρια, στα οποία εναλλάσσονται. Δεύτερον, ζητούν το ίδιο ποσόν χρηματικής βοήθειας, ένα «πενηντάρι». Τρίτον, όσα δεν ζητούν βοήθεια προφορικά, κρατούν ταμπελίτσες γραμμένες με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, κτλ. Και αν μάλιστα τολμήσει κανείς να τους αρνηθεί στην καταβολή του μικροποσού, του επιτίθενται με άσχημο τρόπο. Από ό,τι μπορούμε να καταλάβουμε όλοι η επιχείρηση πρέπει να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρος, αν κρίνει κανείς από την απότομη αύξηση της επαιτείας, τα τελευταία χρόνια, πράγμα που δείχνει ταυτόχρονα ότι οι κάτοικοι της Λάρισας και άλλων πόλεων είναι άνθρωποι του Θεού και πολύ ελεήμονες.
Η δομή των επιχειρήσεων επαιτείας παρουσιάζει ποικιλία και ενδιαφέρον. Άλλες είναι οικογενειακές επιχειρήσεις στενού κύκλου, δηλαδή γονείς και παιδιά. Άλλες οικογενειακές επιχειρήσεις, ευρύτερου κύκλου, δηλαδή συγγενικές οικογένειες με συμμετοχή γονέων, παιδιών, εξαδέλφων. Το ένα παιδί ζητιανεύει, π.χ. σε κάποιο φανάρι της πόλης και το ξαδελφάκι του, στο κέντρο της Λάρισας. Όπως έχει φανεί από τα αστυνομικά δελτία, υπάρχουν και επιχειρήσεις με ευρύτατα κυκλώματα εκμετάλλευσης μικρών παιδιών, με τεράστια κέρδη και εγκληματική δραστηριότητα και σε άλλους «κλάδους».
Οι παραπάνω αναφορές έχουν σκοπό να πείσουν τον καθένα από εμάς ότι τα επιχειρήματα των δύο αντίθετων απόψεων που προανέφερα είναι άσχετα με την σημερινή πραγματικότητα. Με αφορμή μάλιστα την 20η Νοέμβρη, η οποία έχει καθιερωθεί ως παγκόσμια ημέρα για τα δικαιώματα των παιδιών οφείλω να πω ότι η στυγνή εκμετάλλευση μικρών παιδιών για οικονομικά οφέλη είναι καταδικαστέα από όλους και πρέπει να τιμωρείται αναλόγως. Ακόμα και τα παιδιά των φαναριών έχουν δικαιώματα και σίγουρα η θέση τους είναι κάπου ζεστά και ασφαλή και όχι εκτεθειμένα στους κινδύνους του δρόμου. Εν κατακλείδι όμως θα μου επιτραπεί να αναφέρω ότι όποιος δίνει «βοήθεια» σε τέτοιου είδους επαιτεία γίνεται, χωρίς να το θέλει και χωρίς να το ξέρει, συνεργός σε μια εγκληματική δραστηριότητα, ενώ φυσικά οι προθέσεις του είναι εντελώς διαφορετικές και αγνές.
Σε κάθε περίπτωση η κύρια ευθύνη αυτού του κοινωνικού φαινομένου που τείνει να γίνει μάστιγα, είναι αρμοδιότητα της ανύπαρκτης κοινωνικής πρόνοιας του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, με το να μη δίνουν άμεσες λύσεις τροφοδοτούν την εγκληματικότητα και την εκμετάλλευση των συγκεκριμένων παιδιών.