Από τον Νίκο Ι. Μεγαδούκα
Στην κόψη του ξυραφιού παραμένουν η Ευρωζώνη και η Ελλάδα, καθώς οι καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών, στο επίπεδο των αγορών, ανατρέπουν όλα τα μέχρι στιγμής δεδομένα και καταδεικνύουν ότι η μετάδοση και η μεγέθυνση της κρίσεως χρέους απειλούν τη σταθερότητα και τη συνοχή της ζώνης του ευρώ και διαμορφώνουν συνθήκες οι οποίες ενδεχομένως, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, να επιφέρουν μέχρι και τη ματαίωσης της αμφιλεγόμενης συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου.
Η επίμονη άρνηση της Καγκελαρίου Μέρκελ να δεχθεί την περαιτέρω παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης για να παρέμβει στις αγορές, κάνει το υπάρχον εκρηκτικό μίγμα επικίνδυνο και δεν είναι τυχαίο πως η πορεία της ευρωζώνης παρομοιάζεται με αυτήν του «Τιτανικού», ενώ γίνεται λόγος για επερχόμενο «Αρμαγεδδώνα».
Ειδικότερα δε για τα καθ’ ημάς, ο Γερμανός επικεφαλής της ευρωπαϊκής Task Force για την Ελλάδα «βλέπει» περαιτέρω όξυνση της κρίσεως στη χώρα, η οποία, «δεν βρίσκεται ακόμη στον πάτο», επισημαίνοντας ότι «μόλις αυτό συμβεί τότε θα προσελκύσει καλούς επενδυτές»...
Ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος περιόδευσε στα κέντρα αποφάσεων της ΕΕ και επεδίωξε να παρακαμφθεί η άρνηση του Αντώνη Σαμαρά να υπογράψει ένα δεσμευτικό κείμενο σχετικά με τη νέα δανειακή σύμβαση και να εκταμιευθεί η περιβόητη 6η δόση, ενώ την ίδια στιγμή, στο καταρρέον ελλαδικό πολιτικό σκηνικό έχουν βγει τα μαχαίρια, κυρίως στο ΠΑΣΟΚ (με φόντο τη λεγομένη «μεταπαπανδρεϊκή εποχή) αλλά και στην ΝΔ (όπου η ένταση έχει ιδεολογικές, αλλά και μικροκομματικές – εκλογικές αφετηρίες).
Ο Α. Σαμαράς έστειλε ξεχωριστές ενυπόγραφές επιστολές του στην επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, τον Πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ζ. Μ. Μπαρόζο και τον επικεφαλής του Eurogroup Ζ. Κ. Γιούνκερ, με τις οποίες αναλαμβάνει τη δέσμευση στηρίξεως του προγράμματος λιτότητας και ήδη το κλίμα που έχει διαμορφωθεί εκτιμάται ως θετικό, ώστε να απεμπλακεί η εκταμίευση της 6ης δόσεως.
ΟΛΑ ΠΑΙΖΟΝΤΑΙ...
Δημοσιεύματα στον ελληνικό και το διεθνή Τύπο καταδεικνύουν ότι το επόμενο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις αρχές Δεκεμβρίου) θα είναι καθοριστικό για τις αποφάσεις που θα (πρέπει να) ληφθούν ώστε να αποκατασταθεί η σταθερότητα στην ευρωζώνη, αφού έχει γίνει πια αντιληπτό ότι ο μέχρι σήμερα επιδεικνυόμενος στρουθοκαμηλισμός και η ανικανότητα των ηγεσιών της Ευρώπης να καταλήξουν σε δραστικές λύσεις, επιτείνουν τη ρευστότητα και το αδιέξοδο, ο δε κίνδυνος καταρρεύσεως της ζώνης του ευρώ και αυτού καθ’ αυτού του ενιαίου νομίσματος είναι ορατός.
Όλες οι πληροφορίες (σε συνδυασμό με τα όσα επεξεργάστηκε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, που περιλαμβάνουν και την έκδοση ευρωομολόγων) συγκλίνουν στο ότι εξετάζεται η εφαρμογή μίας, όπως έχει αποκληθεί, «Μεγάλης Λύσεως», η οποία (ελπίζεται ότι μεσοπρόθεσμα) θα επαναφέρει τη σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ και θα διασφαλίζει τη συμμετοχή σ’ αυτήν και της Ελλάδος.
Αυτή η λεγομένη «Μεγάλη Λύση» (υποτίθεται ότι) θα συνδυάζει την ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης στις αγορές οµολόγων της ευρωζώνης (όπως, άλλωστε, ζητεί η Γαλλία) αλλά µε ενιαία και αυστηρή καθοδήγηση της δημοσιονομικής, φορολογικής και αναπτυξιακής πολιτικής των κρατών - µελών από ένα υπερδιευθυντήριο, εγκατεστημένο στις Βρυξέλλες (όπως επιδιώκει η Γερµανία).
Οι πληροφορίες (ενώ συνεχίζονται οι ζυμώσεις, οι διαβουλεύσεις και οι εκατέρωθεν ασκούμενες πιέσεις) επιμένουν ότι, πέραν του ευρωομολόγου και της εναρμονίσεως των πολιτικών (όπως έχει ζητήσει και η Ελλάδα) πιθανώς θα υπάρξει απόφαση για την ταχύτερη ενεργοποίηση του Μόνιµου Μηχανισμού (ώστε να αποτελέσει την εκδοχή ενός ευρωπαϊκού ∆ΝΤ) και προβλέψεις για την παραπομπή των «απείθαρχων» κρατών – μελών στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο λέγονται ή γράφονται, καθώς τόσο οι προβαλλόμενοι εθνικισμοί των ισχυρών κρατών της ΕΕ, όσο και οι ενδοκαπιταλιστικές τους αντιθέσεις, φρενάρουν τις όποιες εξελίξεις, αξίζει δε εν προκειμένω να τονιστεί το σχέδιο της Καγκελαρίου Μέρκελ για την «Πολιτική Ευρώπη», σχέδιο το οποίο περιέγραψε στο Συνέδριο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) στις 14 Νοεμβρίου στη Λειψία.
Το σχέδιο Μέρκελ περιλαμβάνει την άμεση εκλογή ενός ισχυρού Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τους ευρωπαίους πολίτες (δηλαδή ομιλούμε επί της ουσίας για ένα Γερμανό Πρόεδρο, με τα πληθυσμιακά κριτήρια) την αναδιάταξη της αντιπροσωπεύσεως στο Ευρωκοινοβούλιο (όπου, επίσης, θα υπάρχουν πληθυσμιακά κριτήρια) και την πλήρη ενοποίηση της άσκησης δημοσιονομικής (και όχι μόνον) πολιτικής, η οποία θα γίνεται από όργανα, υπό την εξουσία των μεγαλύτερων και οικονομικά ισχυρότερων χωρών.
Το εν λόγω σχέδιο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Βερολίνου (και αυτό, με άλλα λόγια σημαίνει ότι αν υιοθετηθεί, θα συνιστά την πολιτική και οικονομική ρεβάνς της Γερμανίας για τη στρατιωτική της ήττα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) περιλαμβάνει, σε πρωτεύοντα ρόλο και τη Γαλλία: Έχει μεγάλη σημασία, είπε η Καγκελάριος Μέρκελ, η Γαλλία, ο πιο σημαντικός και μεγάλος ευρωπαίος εταίρος μας, γιατί η Ευρώπη χρειάζεται «μια ισχυρή γαλλογερμανική μηχανή».
Είναι προφανές ότι το σχέδιο της Καγκελαρίου καταδεικνύει αυτό, που έχουμε τονίσει πολλάκις και από τις στήλες της «Ε», ότι, δηλαδή, οι ευρωπαίοι ηγέτες απέτυχαν μέχρι σήμερα και ηττήθηκαν από τις αγορές, αφ’ ης στιγμής δεν ξεπέρασαν τις εθνικές τους προτεραιότητες, κι έτσι επήλθε η πλήρης ρευστότητα και το χάος, το δε Βερολίνο επιδιώκει να είναι αποτελέσει τον ισχυρό πόλο που θα οδηγεί τις εξελίξεις.
Σημειώνεται, ότι η Γερμανία δεν επέτρεψε μέχρι σήμερα να προχωρήσει καμία λειτουργική λύση για τη διαχείριση της κρίσεως και έτσι, εκμεταλλευόμενη το αδιέξοδο που και η ίδια προκάλεσε, ζητεί τώρα να είναι αυτή που θα «ενώσει» πολιτικά την Ευρώπη, με τις μικρότερες χώρες να κινούνται ως δορυφόροι, πέριξ του Βερολίνου.
Παρά ταύτα – και αυτό είναι ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί διεθνώς - το Βερολίνο απέτυχε να προχωρήσει στην πλήρη διάθεση δεκαετών γερμανικών ομολόγων που δημοπράτησε, εξαιτίας της χαμηλής ζητήσεως τους. Εντούτοις η κα Μέρκελ οδήγησε σε ναυάγιο τη συνάντησή της με τον Πρόεδρο Σαρκοζί και τον Ιταλό πρωθυπουργό Μ. Μόντι στο Στρασβούργο, αρνούμενη την περαιτέρω παρέμβαση της ΕΚΤ, κι έτσι, όπως επιμένει ο διεθνής Τύπος, η πορεία της ευρωζώνης μοιάζει με εκείνη του «Τιτανικού», όπου η Γερμανία έχει κλείσει την πρώτη θέση. Είναι δε γνωστό ότι οι νεκροί στο ναυάγιο αυτό βρίσκονταν στην πρώτη θέση.
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΔΙΑΔΟΧΗΣ
Κι ενώ «παίζονται» όλα αυτά, το, κατά κοινή παραδοχή, καταρρέον ελλαδικό πολιτικό σκηνικό ασχολείται με τα του οίκου του, με το βλέμμα στραμμένο είτε στη νομή της εσωκομματικής εξουσίας, είτε στις προσεχείς (οψέποτε διεξαχθούν) εκλογές, είτε και στα δύο μαζί.
Στο ΠΑΣΟΚ είναι βέβαιο ότι ενυπάρχει θέμα ηγεσίας, αν και ο παλαιός φίλος της οικογενείας των Παπανδρέου, καθηγητής του Χάρβαρντ Ρίτσαρντ Πάρκερ εκτιμά ότι ο Γ. Α. Παπανδρέου μπορεί να έκανε εσφαλμένους υπολογισμούς σχετικά με το δημοψήφισμα, αλλά, ακολουθώντας το παράδειγμα του παππού και του πατέρα του, μπορεί να επιστρέψει και πάλι στην πρωθυπουργία, ενώ δεν αποκλείει διάσπαση του ΠΑΣΟΚ και ανακατατάξεις στην ελληνική πολιτική σκηνή.
«Όσες φορές έχουμε μελοδραματική φυγή, έχουμε και comeback. Όταν ακούτε έναν πολιτικό που λέει «φεύγω», να ξέρετε ότι ετοιμάζει την επιστροφή του», εκτίμησε ο λαλίστατος Μίμης Ανδρουλάκης.
Στο πλαίσιο δε αυτού του μελοδραματισμού δεν είναι τυχαία η δήλωση του πρώην Υπουργού Εσωτερικών Χάρη Καστανίδη, σύμφωνα με την οποία ο Γ. Α. Παπανδρέου «δεν έφυγε οικειοθελώς, αλλά εκβιάστηκε»: «Έπεσε μέσα από την κοινοβουλευτική ομάδα του, με τη σύμπραξη μέσων μαζικής ενημέρωσης», πρόσθεσε.
Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι ο πρώην πρωθυπουργός ως «Παπανδρέου», αφενός μεν δύσκολα θα αποχωρήσει και δη με το στίγμα του αποδιοπομπαίου τράγου, αφετέρου δε με τις κινήσεις και τις διαβουλεύσεις «αφήνει τους επίδοξους διαδόχους του να εκτεθούν».
ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΩΝ
Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι ανέφελη ούτε στη ΝΔ, όπου η υπουργοποίηση στελεχών που προσωποποιούσαν τη μετριοπαθή πτέρυγα της ηγετικής ομάδας, αλλάζει τις ισορροπίες στην ομάδα αυτή και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι έχουν αυξήσει την εσωκομματική τους ισχύ οι λεγόμενοι «σκληροί».
Ο Αντώνης Σαμαράς επιδιώκει κατ’ αρχήν να αποκαταστήσει την κλονισμένη εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης και μερίδας στελεχών του (βουλευτές, επικεφαλής νομαρχιακών επιτροπών, συνδικαλιστές) προς τη ΝΔ, η οποία από την αντιμνημονιακή της ρητορική, σήμερα συμμετέχει σε μία κυβέρνηση, η οποία έχει ως στόχο την ομαλή υλοποίηση του Μνημονίου.
Ο αρχηγός της ΝΔ, ο οποίος έχει απειλήσει ευθέως με διαγραφές όσους «κουνηθούν», προσπαθεί να πείσει ότι δεν έχει εγκαταλείψει τις θέσεις του, ενώ φαίνεται ότι, στην παρούσα φάση, υπάρχει επικράτηση των λεγομένων «σκληρών» στην πέριξ αυτού ηγετική ομάδα.
Άλλωστε, ο θεωρούμενος ως μετριοπαθής Σωτήρης Χατζηγάκης (ο οποίος μίλησε για «ακροδεξιά σταγονίδια» στο περιβάλλον Σαμαρά) εκπαραθυρώθηκε, ο δε «σκληρός» Πάνος Καμμένος (ο οποίος καταψήφισε την κυβέρνηση Παπαδήμου) ετέθη απλώς εκτός της ΚΟ της ΝΔ, μέχρι τις επόμενες εκλογές...
Πρόκειται για μια πρώτη νίκη, λένε ακόμη και φιλικά προς τη ΝΔ, προσκείμενες εφημερίδες, των εκφραστών της «λαϊκής δεξιάς» έναντι των «μετριοπαθών», ενώ στο ίδιο διαγκωνισμό εντάσσεται και η (με ιδεολογικά και προσωπικά χαρακτηριστικά) αντιδικία (με δηλητηριώδη σχόλια και υπαινιγμούς) της ομάδος των Κ. Μητσοτάκη, Μ. Βαρβιτσιώτη, Κ. Χατζιδάκι, Α. Σπηλιωτόπουλου και Ευ. Αντώναρου με το Φαήλο Κρανιδιώτη, εκ των θεωρουμένων «σκληρών» του περιβάλλοντος Σαμαρά.
Εν πάση δε περιπτώσει, την κατάσταση στο ελλαδικό πολιτικό σκηνικό ίσως να αποτυπώνει με τον πιο εύστοχο τρόπο ένας εκ των επιφανέστερων ποιητών της μεταπολεμικής Ελλάδος, ο Τίτος Πατρίκιος ο οποίος επεσήμανε σε συνέντευξή του στο «Βήμα»:
«...Το ΚΚΕ δείχνει ότι θέλει να επιστρέψει στην ιδανική εκείνη σταλινική εποχή του 1936. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυµεί να επιστρέψει ει δυνατόν στις αρχές του 1945, την εποχή της Συµφωνίας της Βάρκιζας, ώστε να αποτραπεί εκείνη η συµφωνία και ο ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον αγώνα. Το βαθύ ΠΑΣΟΚ νοσταλγεί την επιστροφή στο 1981, η Ν∆ νοσταλγεί το 1974, µε την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραµανλή στην Ελλάδα και στην εξουσία και όλα µαζί τα κόµµατα και άλλοι σχηµατισµοί νοσταλγούν και επιθυµούν να βρισκόµασταν στην ευδαιµονία του 2004. Το τι θα γίνει στο µέλλον, τούς απασχολεί πολύ λιγότερο».