* Της Έφης Χιαστά
Πολιτικός συναγερμός! Αυτή είναι ίσως η κατάλληλη έκφραση που τις τελευταίες ημέρες χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα. Κυβέρνηση συνεργασίας, πιθανή έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τη ζώνη του ευρώ, κούρεμα του χρέους ανήκουν πλέον στις καθημερινές συζητήσεις των Ελλήνων πολιτών. «Θα γίνουμε Αργεντινή!η» διατείνονται οικονομολόγοι και άνθρωποι της αγοράς.
Όμως τι ακριβώς συνέβη στην Αργεντινή στα τέλη της δεκαετίας του ’90; Ποια ήταν έως τότε η οικονομική πορεία της Αργεντινής; Ποια τα αίτια της οικονομικής της κρίσης; Τι επακολούθησε οικονομικά μετά την πτώχευση; Υπάρχουν κοινά σημεία με την κρίση που από το 2009 ταλανίζει την πατρίδα μας; Ας ρίξουμε μία ματιά.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής το 1991 αποφασίζει να εισάγει στην οικονομία της το «Σχέδιο Μετατρεψιμότητας» το οποίο περιλάμβανε δομικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, ελεύθερη διεξαγωγή του εμπορίου, ιδιωτικοποιήσεις οργανισμών του δημόσιου τομέα καθώς και αποκανονικοποίηση της χρηματοπιστωτικής εγχώριας αγοράς. Στόχος ήταν η μείωση του υπερπληθωρισμού που σημειωνόταν στη χώρα και το άνοιγμα της Αργεντινής στην παγκόσμια αγορά. Αρωγός των προσπαθειών της κυβέρνησης της Αργεντινής στέκεται το Δ.Ν.Τ. το οποίο προσφέρει οικονομικοτεχνική ενίσχυση στη χώρα. Και όντως η Αργεντινή καταφέρνει τους στόχους και αλλάζει «πρόσωπο». Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Οκτώβριο του 1998 το Δ.Ν.Τ. χαρακτηρίζει την Αργεντινή ως μία ιστορία επιτυχίας!
Η οικονομική κατάσταση αρχίζει να χειροτερεύει από το 2ο εξάμηνο του 1998. Οι εξωτερικοί παράγοντες που επηρέασαν δραματικά την οικονομία της Αργεντινής είναι: ι) η πτώχευση της οικονομίας της Ρωσίας ιι) η πτώση στη ζήτηση των εξαγωγικών της προϊόντων λόγω της ενδυνάμωσης του δολαρίου με το οποίο το νόμισμα της Αργεντινής ήταν δεμένο. Στο εσωτερικό, η ασταθής δημοσιονομική πολιτική με τα τεράστια ελλείμματα τα οποία δεν γίνονταν εύκολα αντιληπτά λόγω της συνεχούς ανάπτυξης της οικονομίας και το σαθρό φορολογικό σύστημα ήταν τα κύρια αίτια που ενέτειναν την κρίση.
Το Μάρτιο του 2000, σχεδόν δύο έτη μετά τα πρώτα σημάδια της κρίσης, η Αργεντινή υπογράφει με το Δ.Ν.Τ. Συμφωνία ύψους 7.2 δισεκατομμυρίων $ ενώ το Δεκέμβριο του 2000 προτάθηκε συνολικό πακέτο βοήθειας 40 δισεκατομμυρίων $. Οι κύριοι όροι της Συμφωνίας ήταν οι διαρθρωτικές αλλαγές στον τομέα της υγείας, των κοινωνικών ασφαλίσεων και στο φορολογικό σύστημα. Μέχρι το Δεκέμβριο του 2001, η οικονομική κατάσταση γινόταν όλο και πιο δραματική. Η 5η ανασκόπηση του προγράμματος για την απελευθέρωση της 5ης δόσης δεν ολοκληρώνεται. Η επίσημη θέση για την αποχώρηση του Δ.Ν.Τ. από τη χώρα είναι η μη υλοποίηση των στόχων του προγράμματος.
Οι πολιτικές και οικονομικές αναταράξεις είναι μεγάλες. Στις 19 Δεκεμβρίου 2001 παραιτείται ο υπ. Οικονομικών Cavallo και ο πρόεδρος De La Rua. Η χώρα σε 10 ημέρες αλλάζει 4 προέδρους. Στις 23 Δεκεμβρίου 2001 η Αργεντινή με πρόεδρο τον Rotriguez Sua κηρύσσει πτώχευση και στις αρχές του 2002 γίνεται υποτίμηση του νομίσματος χάνοντας το 75% της αξίας της.
Τα έτη που ακλούθησαν ήταν ιδιαίτερα κρίσιμα για τη χώρα. Ωστόσο μέχρι το 2005 η οικονομία καταφέρνει να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα και να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης στο 5%. Η κυβέρνηση Kirchner αρνείται κατηγορηματικά νέα βοήθεια από το Δ.Ν.Τ. και στις αρχές του 2006 αποφασίζει να ξεπληρώσει όλα τα δάνεια προς το Δ.Ν.Τ. χρησιμοποιώντας το 1/3 από τα διαθέσιμα κεφάλαια της Κεντρικής Τράπεζας. Η απόφαση αυτή έγινε με θέρμη αποδεκτή στο εσωτερικό της χώρας ενώ προβλημάτισε έντονα τις αγορές. Με αυτή την ενέργεια ο πρόεδρος Kircnher «έριξε» στην ανάπτυξη της χώρας επιπλέον 842 εκατομμύρια $ τα οποία προορίζονταν για εξυπηρέτηση των τόκων των δανείων και «έριξε» κάθε γέφυρα επικοινωνίας με το Δ.Ν.Τ. ακολουθώντας στο εξής αυτόνομη οικονομική πολιτική.
Σήμερα η Αργεντινή των 36.260.000 κατοίκων αποτελεί σημαντικό παράγοντα του παγκόσμιου οικονομικού «γίγνεσθαι» και η απόφαση Kircnher χαρακτηρίζεται ως σωστά μελετημένη. Τα κοινά σημεία με την Ελλάδα είναι πολλά όπως η ασθενής δημοσιονομική πολιτική με τα μεγάλα ελλείμματα, την αναποφασιστικότητα στη λήψη αποφάσεων και εκτέλεση των Συμφωνιών. Ας ελπίσουμε ότι η Ελλάδα δεν θα ακολουθήσει τον δρόμο της επίσημης πτώχευσης και υποτίμησης που συνεπάγεται η έξοδός της από το ευρώ. Ας ελπίσουμε ότι έστω και την τελευταία στιγμή θα βρεθούν εκείνοι οι οποίοι θα τολμήσουν, δεν θα δειλιάσουν μπρος στο πολιτικό μεμψίμοιρο κόστος το κάτι διαφορετικό, το καινοτόμο και θα σώσουν το καράβι που λέγεται Ελλάδα που αυτή τη στιγμή πλέει ακυβέρνητο.
* Η Έφη Χιαστά είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Εφαρμοσμένης Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας