Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Την ώρα που η ελληνική κοινωνία βράζει και ουδείς μπορεί να προδιαγράψει μέχρι πού θα φτάσουν οι αντιδράσεις της, την ώρα που οι ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρώπης, ερίζουν για το πώς θα ξεπεραστεί η κρίση χρέους στην Ελλάδα και τη ζώνη του ευρώ, το ελλαδικό πολιτικό σκηνικό, με τις πράξεις και τις κινήσεις, φλερτάρει με τη γελοιότητα.
Οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων Γ. Α. Παπανδρέου και Α. Σαμαράς, τσακώνονται σαν τα παιδάκια.
Ο πρωθυπουργός έχοντας εγκαταλειφθεί από τους πάντες, προσπάθησε εκ νέου να εκμαιεύσει ένα μίνιμουμ συναινέσεως, δηλαδή συνενοχής, από τους πολιτικούς αρχηγούς, κυρίως δε από τον αρχηγό της ΝΔ, από τον οποίο ζήτησε να μεταβούν μαζί στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε.
Όμως, όπως ήταν αναμενόμενο οι αρχηγοί των κομμάτων της Αριστεράς δεν ήταν δυνατόν να στηρίξουν την κυβέρνηση και την αδιέξοδη πολιτική της και ζήτησαν δε εκλογές, όπως εκλογές ζήτησε και ο αρχηγός του ΛΑΟΣ.
Άλλωστε, τόσο η Αριστερά, όσο και ο ΛΑΟΣ φαίνεται (με βάση τις δημοσκοπήσεις) ότι θα βγουν κερδισμένοι αν οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές.
Ο Γ.Α. Παπανδρέου, όμως, ήθελε να πιστεύει ότι ο Α. Σαμαράς θα έβαζε «νερό στο κρασί του». Και αυτό (όπως πίστευε ο κ. Παπανδρέου) θα το έπραττε ο κ. Σαμαράς, διότι συγκλίνουσες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο αρχηγός της ΝΔ ζητεί εκλογές, γιατί «δεν μπορεί να κάνει αλλιώς», πιεζόμενος από, την ούτως ή άλλως, αποσυσπειρωμένη κομματική του βάση, αλλά επί της ουσίας δεν (πρέπει να) τις θέλει, αφού γνωρίζει πως θα παραλάβει μια ωρολογιακή βόμβα που θα σκάσει στα χέρια του.
Το γελοίον του πράγματος, όμως, έχει να κάνει, όχι μόνο με την απουσία οιασδήποτε προετοιμασίας για τη συνάντηση Παπανδρέου – Σαμαρά, αλλά και με το γεγονός ότι, πριν συναντηθούν, ο πρωθυπουργός είχε εξαπολύσει δριμεία, πολιτική, επίθεση κατά της μείζονος αντιπολιτεύσεως, με βαρείς χαρακτηρισμούς, όπως συκοφάντες.
Ο Α. Σαμαράς εισήλθε στο πρωθυπουργικό γραφείο σε έξαλλη κατάσταση, τονίζοντας στον παλαιό του συμμαθητή ότι ήλθε απλώς για να ακούσει και ότι αν δεν ήταν κρίσιμες οι καταστάσεις δεν θα προσερχόταν, μετά το εναντίον του υβρεολόγιο, από τον Γ.Α. Παπανδρέου στην ΚΟ του ΠΑΣΟΚ.
Η γελοιότης συνεχίσθηκε με ανταλλαγές δηλώσεων μεταξύ των εκπροσώπων των δύο αρχηγών, του στιλ «το είπα έτσι», «όχι δεν το είπες έτσι», «είσαι ψεύτης» κι άλλα συναφή ευτράπελα, τα οποία ταιριάζουν περισσότερο σε παιδάκια και σε κοκορομαχίες και όχι σε υπεύθυνους πολιτικούς αρχηγούς και δη σε σκηνικό κοινωνικής και οικονομικής κρίσεως.
Ωστόσο, ακολούθησαν κι άλλες γελοιότητες.
Ο πρωθυπουργός και ο αντιπρόεδρός του είχαν συναντήσεις με βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, όπως τη Βάσω Παπανδρέου και τη Λούκα Κατσέλη προκειμένου να τις πείσουν να υπερψηφίσουν το περιβόητο πολυνομοσχέδιο.
Η κ. Παπανδρέου υποχώρησε, η δε κ. Κατσέλη το υπερψήφισε μεν, αλλά καταψήφισε το άρθρο 37 για τις συλλογικές συμβάσεις κι έτσι διεγράφη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, η οποία έμεινε με 153 βουλευτές στη δύναμή της.
Το γελοίον του πράγματος, εν προκειμένω, έχει να κάνει με μια παλαιότερη δήλωση του σημερινού πρωθυπουργού ότι δεν θα μπορεί να κυβερνήσει αν μείνει με 153 βουλευτές, αλλά παρά ταύτα (και μέχρι στιγμής) δεν έχει αναλάβει καμιά πολιτική πρωτοβουλία και δεν έχει κάνει καμιά άλλη πολιτική κίνηση. Προσώρας δε απορρίπτει τις εκλογές, που δείχνουν να είναι μονόδρομος για την απεμπλοκή των πραγμάτων, αλλά όχι κατ’ ανάγκη για τη λύση του ελληνικού δράματος.
Όμως, ενώ η κρίση βαθαίνει, η γελοιότης συνεχίσθηκε, αυτή τη φορά, από την Αριστερά.
Την Αριστερά, η οποία θρηνεί έναν κομμουνιστή εργάτη, ο οποίος ουσιαστικά δολοφονήθηκε από τις δυνάμεις ασφαλείας, οι οποίες έκαναν μαζική χρήση χημικών και δακρυγόνων κατά των διαδηλωτών στην Πλατεία Συντάγματος.
Το ΠΑΜΕ, το συνδικαλιστικό όργανο του ΚΚΕ, είχε αποφασίσει την περικύκλωση της Βουλής.
Η αστυνομία ήταν ακροβολισμένη.
Οι διαβόητοι «γνωστοί – άγνωστοι», δηλαδή ένα ετερόκλητο μίγμα από τους λεγόμενους αντιεξουσιαστές, αλλά κυρίως από προβοκάτορες κουκουλοφόρους, εγκάθετους (όπως έχει κατ’ επανάληψη καταγγελθεί) της αστυνομίας, ξεκίνησαν «πάνοπλοι», από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου και επετέθησαν κατά των δυνάμεων του ΠΑΜΕ.
Οι συγκρούσεις ήταν σφοδρές.
Η αστυνομία δεν παρενέβη (ορθώς, είπε η κ. Παπαρήγα) καθώς η κατάσταση θα γινόταν ανεξέλεγκτη.
Κι όμως, η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ανακάλυψε τον «εχθρό».
Ήταν και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ο ραδιοσταθμός του «Κόκκινο» μετέδιδε ως σχόλιο ότι «το Σύνταγμα δεν είναι ιδιοκτησία του ΚΚΕ».
Αυτή η φράση, σύμφωνα με την κ. Παπαρήγα, σήμαινε «ωραιοποίηση του κουκουλοφορισμού».
Όμως, η ετέρα γελοιότητα έχει να κάνει με την προσπάθεια του ΚΚΕ να αναιρέσει τα επαινετικά (και μάλλον προβοκατόρικα) σχόλια που ακούστηκαν από υπουργούς, βουλευτές και από τηλεοπτικούς σχολιαστές, για την «υπεύθυνη» στάση του ΚΚΕ, το οποίο, επί της ουσίας, προστάτευσε το Κοινοβούλιο από τις επιθέσεις των κουκουλοφόρων.
Θέλετε κι άλλη μια γελοιότητα;
Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας θέλοντας να «προβοκάρει» τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίο θα υπερψήφιζαν, εκόντες – άκοντες, το πολυνομοσχέδιο Βενιζέλου, έκανε λόγο για «ομερτά».
Ο όρος ήταν σκληρός, καθώς παρέπεμπε στον όρκο σιωπής των συμμοριών και ειδικά της Μαφίας.
Ο Ευ. Βενιζέλος αντέδρασε εντόνως, για την ύβρη, η οποία, όσο υπερβολική κι αν ήταν ως χαρακτηρισμός, χρησιμοποιήθηκε με πολιτικούς όρους, κάτι που επεσήμανε και ο προεδρεύων εκείνη την ώρα της συνεδριάσεως της Βουλής, Βύρων Πολύδωρας.
Όμως, είχαν πάρει «φωτιά τα τόπια».
Ο Ευ. Βενιζέλος (ο οποίος νωρίτερα - κι άλλη γελοιότης- εκλιπαρούσε τον ΛΑΟΣ να υπερψηφίσει το πολυνομοσχέδιο) με το «μάτι να γυαλίζει», ζήτησε από τον Α. Τσίπρα να ανακαλέσει.
Όμως, του είχε δοθεί μια καλή αφορμή ώστε να πολώσει το κλίμα και να συσπειρώσει τους «πράσινους» βουλευτές, ενώ συνέχισε αποκαλώντας τον Α. Τσίπρα «τζάμπα μάγκα».
Είναι καιρός η γελοιότης να σταματήσει.
Οι διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών (οι μαζικότερες των τελευταίων χρόνων) δείχνουν ότι η κοινωνία δεν αντέχει πλέον ούτε άλλα βάρη, ούτε άλλα τερτίπια και γελοιότητες και ότι ο κόμπος έφτασε στο χτένι και ότι δεν μπορεί να συνεισφέρει άλλο.
Όπως δε έγραψαν «Τα Νέα» «ο πόροι που απαιτούνται για τη σωτηρία (της χώρας) να αναζητηθούν αλλού. Κυρίως σε όσους φοροδιαφεύγουν και αλλοιώνουν την περιουσιακή τους κατάσταση. Αυτό ήταν το μήνυμα της απεργίας. Ένα μήνυμα πολιτικό και απολύτως ευκρινές».