Του Κων/νου Ι. Παπακωνσταντίνου
Τι μαθαίνουμε στο Δημοτικό Σχολείο, από τα Δημοτικά Τραγούδια; Πολλά και σημαντικά. Η Δημοτική Ποίηση είναι μια αστείρευτη πηγή, από την οποία αέναα ρέει η γνήσια θυμοσοφία του λαού. Δεν υπάρχει πτυχή ή έκφανση της ζωής μας, που ο ανώνυμος ποιητής, να μην την έχει σχολιάσει με ευστοχία και λυρισμό. Μαχαίρι χειρουργικό είναι που φέρνει στο φως ήθη, έθιμα, παράδοση και το υπέροχο θυμοσοφικό ταλέντο των προγόνων μας. Κι ακόμα δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως η Δημοτική ποίηση, που ύμνησε τον έρωτα, την αγάπη, την πίστη και την πατρίδα, στάθηκε ένα από τα ισχυρότερα οχήματα στα χρόνια της σκλαβιάς, που μας έφερε τη λευτεριά. Παρηγορητική, παραινετική, αλλά και επαναστατική.
Σε τραγούδια, που αναφέρονται στο χάρο, με μια γλώσσα απλή, καίρια και κοφτερή διαβάζουμε τ’ ακόλουθα:
Όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νιά βλαστάρια
κι όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι
κι όταν στερέψει η θάλασσα και γίνει περιβόλι
κι όταν θα κάμει η ελιά κράσι και το σταφύλι λάδι
τότε να περιμένουμε, να ‘ρθούνε από τον Άδη.
Σωστά. Αλλά τα χρόνια πέρασαν και οι καιροί άλλαξαν. Πάνε οι ηγέτες οι μεγάλοι και τρανοί. Έσβησαν τα κόμματα με Αρχές και Ιδέες. Τα σημερινά λαμόγια κανείς δεν τα πιστεύει. Ψευταράδες. Τώρα το μάθαμε, πώς τόσα χρόνια οι ανίκανοι συνυπολόγιζαν τους νεκρούς με τους ζωντανούς. Δεν πέθαναν, μας λένε. Είναι εδώ με τα παιδιά και τ’ αγγόνια τους. Το κράτος των ελαχίστων και των διεφθαρμένων στέλνει λέει, συντάξεις και σ’ ανθρώπους που εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο, προ πολλών ετών. Η Εφορία τους στέλνει εκκαθαριστικά και το Υπουργείο τους καλεί σε περαίωση... Το ξεχαρβαλωμένο λοιπόν Δημόσιο, ικανό μόνο για φτύσιμο, δεν μπορεί να μάθει ποιοι πέθαναν, να ξεχωρίσει ζώντας και τεθνεώτας, να μη σκορπίσει χρήματα στο βρόντο και να μην εμπαίζεται από «εξυπνάκηδες». Νεκροί λοιπόν συνεχίζουν να παίρνουν τη σύνταξή τους, όχι βέβαια προσωπικά, αλλά με εξουσιοδότηση συγγενών, που «αμέλησαν» να δηλώσουν το θάνατο του παππού. Δεν φτάνουν, όσοι σαραντάρηδες συνταξιοδοτούνται, ούτε οι ψευτοανάπηροι κ.ά. αλλά έχουμε και τους νεκρούς, που σουλατσάρουν στον πάνω και κάτω κόσμο και παίρνουν το παραδάκι να βοηθήσουν οι καημένοι τους δικούς των.
Μορφή επαίσχυντης ανικανότητας και αβελτηρίας. Ούτε έχουν ιδέα, πού πάνε τα χρήματα του λαού, εκτός βέβαια εκείνα, που οι ίδιοι τσεπώνουν. Ανίκανοι, αδιάφοροι, άπραγοι και άρπαγες, εγκληματικά ολίγιστοι και άχρηστοι, δεν είναι σε θέση να κάνουν ελέγχους. Όπως ασύγγνωστη είναι η ανικανότητά τους, να ελέγξουν, πώς παίρνουν παχυλές επιδοτήσεις για αναδιάρθρωση καλλιεργειών οι γεωργοί και τις ξοδεύουν σε πολυτελή αυτοκίνητα και βίλες. Πώς οι κτηνοτρόφοι, παίρνουν μεγάλες επιδοτήσεις διπλογράφοντας τα κοπάδια τους; Ή ελαιοπαραγωγοί που αλληλοδηλώνουν τα λιόδεντρα, εν γνώσει πάλι των κρατικών λειτουργών; Όπως επίσης, κάτω από τη μύτη τους, δρούν ρημάζοντας το Δημόσιο χρήμα, μια στρατιά εκβιαστών και εκβιαζομένων, διαφθορέων και διεφθαρμένων, των όσων λάδωσαν και λαδώθηκαν, με την ανοχή πάντα των ευτελισμένων «ηγεμονίσκων», που μέσα σ’ αυτούς, μπορείς να συνυπολογίσεις Εφοριακούς και Τελωνειακούς, γιατρούς, παπάδες κι αστυνόμους, εργολάβους και πολιτικούς της ξεφτίλας.
Αν κύριε Παπανδρέου, δεν μπορείτε να κάμετε το ελάχιστο δηλαδή να επιλέξετε ικανούς συνεργάτες και δεν μπορείτε να ελέγξετε τη λειτουργία του κράτους, να φύγετε. Πράγμα, που έπρεπε να πράξετε από πολλού. Δεν χρωστάμε να φορολογούμαστε για συντάξεις νεκρών, αναπηριών μαϊμούδων και καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος. Είναι ντροπή σας, αλλά και μεγάλη αμαρτία, έντιμοι εργαζόμενοι να υφίστανται τη φορομπηχτική σας σκληρότητα για χάρη των ανεξέλεγκτων εξυπνάκηδων. Πέθανε ο παππούς στα 90, τον κάνατε ζόμπι και αμελώς τον συνταξιοδοτείτε ως τα 120. Κύριε φύλαττε. Ποιος θα νιαστεί να τον εντοπίσει; Το διαλυμένο κράτος; Αυτό δίνει την ικανοποίηση στους απογόνους του εκλιπόντος –τους δήθεν επιλήσμονες –κάθε πρώτη του μηνός, να αναπέμπουν ευχές και ευχαριστίες, στο υπερ πέραν, για τη σύνταξη του παππού. Με την ευχή των επικινδύνως ανικάνων, οι από πολλού αποθανόντες το παίζουν σε δύο ταμπλώ. Ζώντες και Πεθνεώτες! – Περίτρανα λοιπόν αποδεικνύεται το φαύλο κράτος, το ανίκανο να ελέγξει τις χοντροκομμένες απατεωνίες. Τις συντάξεις στους νεκρούς, ενώ ο λαός πεινά, τις επιδοτήσεις, τις διπλογραμμένες εκτάσεις βαμβακιού και ελαιώνουν ή τα διπλογραμμένα κοπάδια. Αλλά μην το ψάχνετε. Με κάτι τέτοιες καλπονοθείες, που ευφρόνως και σιωπηρώς ενέκριναν οι φαύλοι ηγέτες μας, κάλυπταν τις δικές τους ματσαραγκιές κι’ έκαναν απάτες τρισχυρότερες.
Γιατί θα μου πείτε: Τι αξία έχει μια διαιωνίζουσα συνταξούλα του παππού, που «ξέχασαν» ν’ αναφέρουν το θάνατό του τα «παιδιά», μπροστά στις καταχρήσεις εκατομμυρίων, που ζάπωσαν τα σαΐνια του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σε βάρος του κοινωνικού χρήματος. Του ιδρώτα και του αίματος του λαού. Αλλά σαν πολλά δεν ζητάμε από τους κοπρίτες;