Από τον υποστράτηγο ε.α. Αθανάσιο Κ. Γκουζή,
Πρόεδρου Αποστράτων Αξκών Στρατού Ν. Μαγνησίας
Ήταν βουνό 731 μέτρα ψηλό. Όπως συνηθίζεται στον Στρατό, ονομάστηκε ύψωμα 731. Μέχρι το πρωί της 9ης-3-1941. Τρεις μέρες μετά, δεν ήταν 731 , αλλά 727, ίσως και 726 μέτρα. Δέχτηκε χιλιάδες οβίδες και αμέτρητες βόμβες. Το είπαν «Νέες Θερμοπύλες» γιατί οι λίγοι αντιστάθηκαν σε μυριάδες υπεροπλισμένους εχθρούς. Οι στρατιώτες το έλεγαν «Γολγοθά», κρανίου τόπο, γιατί οι καστανιές και τα δένδρα ξεριζώθηκαν. Πλέον, γράφτηκε «εις τας δέλτους» της Ιστορίας, ως «Ύψωμα 731», αλλά και στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, πλάι στις μεγάλες στιγμές του Έθνους «ΠΙΝΔΟΣ - ΜΟΡΟΒΑ - ΚΟΡΥΤΣΑ -ΚΑΛΑΜΑΣ - ΤΟΜΟΡΟΣ - ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ - ΧΕΙΜΑΡΡΑ - ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΝ - 731 -ΜΠΟΥΜΠΕΣΙ - ΚΑΛΠΑΚΙ.
Μακρόχρονη η επιθυμία να πάμε εκεί, στο 731, στη Βόρεια Ήπειρο, εμείς οι απόστρατοι αξιωματικοί στρατού, όλοι μια γενιά που δεν μπλέχτηκε σε πόλεμο, αλλά γόνοι της γενιάς που τα είδε όλα: πόλεμο - νίκες - καταστροφή - υποχώρηση - κατοχή -εθνική αντίσταση - απελευθέρωση - εμφύλιο - ειρήνη - ανασυγκρότηση. Δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση!
Ξεκινήσαμε από το Βόλο το Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου, σαράντα οκτώ άνθρωποι με μέσο όρο ηλικίας τα 60 χρόνια, όχι για εκδρομούλα ψυχαγωγίας, αλλά για τρία προσκυνήματα και οπωσδήποτε στο 731.
Χωρίς προβλήματα περνάμε γρήγορα τα σύνορα στην Κακαβιά και μπαίνουμε στην επικράτεια της γείτονος Αλβανίας. Αποβιβαζόμαστε για το πρώτο μας προσκύνημα στο στρατιωτικό νεκροταφείο στους Βουλιαράτες, ένα από τα 24 χωριά της επαρχίας Δρόπολης, 6 χλμ. από τα σύνορα, δίπλα στο δρόμο Κακαβιάς -Αργυροκάστρου. Δίπλα στο χωριό, ο ομογενής Μπάκος Ιωάννης, είχε χτίσει εκκλησάκι, στον προαύλειο χώρο του οποίου είχαν ταφεί Έλληνες στρατιώτες, τους τάφους των οποίων και φρόντιζε, όπως και οι άλλοι κάτοικοι. Επί Χότζα, έκρυψε τους σταυρούς και τηρούσε με μεγάλη μυστικότητα τον κατάλογο με τα ονόματα των νεκρών στρατιωτών. Μετά το1991 ιδρύθηκε το σημερινό στρατιωτικό νεκροταφείο, επισκευάστηκε το παλαιό μικρό εκκλησάκι αφιερώθηκε στην Αγία Σκέπη και εγκαινιάστηκε την 28η Οκτωβρίου 1999.
Διανυκτέρευση στο Αργυρόκαστρο, από όπου αναχωρούμε το πρωί της Κυριακής και περνούμε από το στρατόπεδο, έξω από την πόλη, όπου συγκροτήθηκε με έξοδα της Ελλάδας Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το οποίο για πάνω από 7 χρόνια, λειτούργησε με Έλληνες Στρατιωτικούς γιατρούς προσφέροντας έτσι περίθαλψη και σοβαρότατο κοινωνικό έργο σε όλη την περιοχή. Σήμερα, δεν υπάρχει προσωπικό από τον Ελληνικό Στρατό.
Επισκεπτόμαστε το Τεπελένι, μια κωμόπολη, στην αριστερή όχθη του Αώου. Επιστρέφοντας για το Ύψωμα 731, περνάμε τη γέφυρα στη συμβολή του Δρίνου με τον Αώο και μπαίνουμε στα στενά της Κλεισούρας, τα οποία διασχίζονται από τον Αώο και περικλείονται από τους ορεινούς όγκους του Ντεμπέλιτ (2050 μ.) και Νεμέρτσικας (2269 μ.) και (έναντι) Μάλι, Τσαριτσά (1237 μ.), Ταμπόρι (1455 μ.). Η πορεία μας προχωρεί με περιγραφές -κυρίως από τον Ταξίαρχο ε.α. Δημ. Γερούκη- πολεμικών περιστατικών, καιρικών συνθηκών, ανάπτυξης και προώθησης τμημάτων, φάσεων μαχών, τρόπων περισυλλογής τραυματιών και όποιας ταφής νεκρών. Τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού είναι λαμπρά, πλην όμως δεν έχει ολοκληρωθεί η οφειλόμενη επίσημη ταφή των νεκρών σε συγκροτημένα στρατιωτικά νεκροταφεία. Έτσι, στην αρχή των στενών, στο χωριό Ντραγκότι, παραμένουν σε ομαδικό τάφο, σημειωμένο με έναν απλό σταυρό, τα οστά 400 ηρώων χωρίς όνομα.
Αμέσως μετά την Κλεισούρα ξεκινάμε για το προσκύνημα στο ύψωμα 731. Δεν ανεβαίνει, μας είπαν λεωφορείο ή Ι.Χ., αλλά μόνον τζιπ 4Χ4 ή βανάκι (που χωράει το καθένα από 6-9 άτομα, εννοείται χωρίς ανέσεις και κλιματισμούς). Επιβιβαστήκαμε, λοιπόν, σε 7 βανάκια και πήραμε το δρόμο για το 731. Στην αρχή, δεν ήταν τόσο καλός ο δρόμος, αλλά ήταν αμαξιτός, με άσφαλτο και ας είχε πάρα πολλές λακούβες. Μετά όμως! Δεν ήταν αμαξιτός, δεν ήταν ανώμαλος, δεν ήταν καν κατσικόδρομος, αλλά ήταν μια συνεχής λακούβα, 2 μέτρα πλάτος, με υπεράφθονο χονδρό χαλίκι και ατελείωτες κοτρώνες! 14 χιλιόμετρα, μιάμιση ώρα! Αν έβρεχε ίσως και να μην μπορούσαμε να ανεβούμε. Άγρια και επικίνδυνη η διαδρομή, αλλά ήμασταν σε αυτοκίνητο! Ενώ εκείνοι, σκεφτόμασταν, που κράτησαν το Ύψωμα ανεβοκατέβαιναν με τα πόδια, μέσα στο κρύο και με τα χιόνια και κάτω από καταιγισμό βομβαρδισμών και πολυβολισμών.
Λίγο πριν από την κορυφή, να και μια μικρή πέτρινη πλάκα, μνημείο για Ιταλούς νεκρούς (κατεστραμμένο πλέον) με χαραγμένη την επιγραφή στα ιταλικά «η Μεραρχία Πούλιε στους πεσόντας οι οποίοι πρώτοι μεταξύ των στρατιωτών της Ιταλίας έκαμαν το ύψωμα αυτό ιερό πορφυρό θυσιαστήριο χαραυγή για την πατρίδα». Τριάντα μέτρα ψηλότερα, το λιτό μνημείο για τους Έλληνες ήρωες, με το «μικρόν οστούν» ηρώου και με την επιγραφή: «ΕΔΩ ΣΤΙΣ 9-3-41 ΤΟ ΔΥΤΙΚΟΘΕΣΣΑΛΙΚΟ 5ο ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 40-41 ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ».
Και έτσι έγινε. Οι Ιταλοί αδυνατώντας να λυγίσουν τις ελληνικές δυνάμεις και έχοντας πλέον υποχωρήσει, οργάνωσαν μεθοδικά και πραγματοποίησαν την εαρινή τους επίθεση σε όλο το μέτωπο του πολέμου με πολλαπλάσιες και ισχυρότατες δυνάμεις. Το κύριο βάρος της επιθέσεως δέχτηκε και το Ύψωμα 731. Να πώς περιγράφει ο ίδιος ο διοικητής του ΙΙ/5ου Τάγματος ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς που αμυνόταν στο ύψωμα: «Την 06.30Ω (σ.σ. της 9-3-1941) ήρξατο τρομακτικόν και καταιγιστικόν πυρ εχθρικού πυροβολικού και όλμων. 400 πυροβόλα παντός διαμετρήματος εξεμούσαν πυρ και σίδηρον εφ' ολοκλήρου του μετώπου... Ο βομβαρδισμός συνεχίζεται με αυξάνουσαν έντασιν. Σμήνη αεροπλάνων ρίπτουν συνεχώς τα φορτία των επί των υψωμάτων 731 και 717... το 731 σείεται συνεχώς. Σκόνη, φωτιά, και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαρειά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλουν οι καπνοί και οι φλόγες, Το 731 ήταν δασωμένον με δένδρα ύψους 4-5 μέτρων. Εντός διώρου έμεινε γυμνόν...» Οι διαταγές είναι σαφείς: «επί των θέσεών σας θα αμυνθείτε μέχρις εσχάτων...» και η απάντηση του Κασλά «... δεν θα περάσουν οι Ιταλοί». Τόνοι βομβών από αεροπλάνα και χιλιάδες οβίδες πυροβολικού έπεφταν επί 2 ώρες. Οι Ιταλοί πιστεύουν ότι δεν υπάρχει ψυχή μετά από τέτοιο βομβαρδισμό και επιτίθενται για να το καταλάβουν. Αποκρούονται με μεγάλες απώλειες. Νέος βομβαρδισμός, νέα επίθεση, νέα απόκρουση, ξανά και ξανά τα ίδια. Το τάγμα του ηρωικού Ταγματάρχη Κασλά δεν λυγίζει. Την τρίτη ημέρα, λόγω απωλειών και μεγάλης κόπωσης αντικαθίσταται. Για 17 ημέρες συνεχώς η ίδια προσπάθεια. Οι Ιταλοί δεν πέρασαν. Μπήκαν όμως οι Γερμανοί και η κατοχή της Ελλάδας άρχισε. Οι νικημένοι έγιναν νικητές και κατακτητές.
Και να που εμείς, από τον Βόλο, όπου το στρατόπεδο Συνταγματάρχη ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ (Δκτού του 5ου ΣΠ) και πατρίδα του ταγματάρχη Κασλά είμαστε εδώ, πάνω στην κορυφή του 731, ταπεινοί προσκυνητές. Κατάθεση στεφάνου, από τον πρεσβύτερο αξιωματικό (τάξεως ΣΣΕ 1949) Ταξίαρχο ε.α. Δημ. Γερούκη, πλαισιωμένο από το ΔΣ, σύντομη ομιλία για τον αγώνα ταφής των νεκρών από τον συμπροσκυνητή Ευάγγελο Παπαγεωργίου και προσκλητήριο νεκρών από τον πρόεδρό μας: Γεώργιος, Μιχαήλ, Κωνσταντίνος, Σταμάτης, Βασίλειος, Αθανάσιος, Σωκράτης, Αλέξανδρος, Στέργιος, Ηλίας... και σε κάθε όνομα να αναφωνούν όλοι «αθάνατος»... και ήλθε η κορυφαία στιγμή «Σε γνωρίζω από την κόψη ...απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά ....χαίρε, ώ, χαίρε ελευθερία». Αντιλαλούσαν γύρω οι χαράδρες και αντηχούσαν σε κάθε στίχο! Και τι συγκίνηση ήταν αυτή όταν ο στρατηγός και πρόεδρός μας φύτευσε σε ανάμνηση ένα μικρό κυπαρισσάκι! Μεγάλες στιγμές, ανεπανάληπτες. Ούτε ΦΑΠ, ούτε φόροι, ούτε τέλη, ούτε δόσεις, ούτε ΔΝΤ. Μόνον ψυχική έκσταση, εθνική ανάταση...! Ελλάδα, Ελλάδα... πατρίδα γλυκεία!
Και κατεβαίνουμε για το τρίτο προσκύνημά μας. Πολύ κοντά στο χωριό, μέσα στην άγρια ομορφιά του τοπίου στο ολοκαίνουριο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Κλεισούρας, έργο και αυτό του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Στον αύλειο χώρο το νέο στρατιωτικό νεκροταφείο που προορίζεται για τη συγκέντρωση των οστών των ηρώων μας και την ταφή τους στους ήδη έτοιμους 350 τάφους (ανά 28άδες, με σταυρούς, χωρίς ακόμη ονόματα). Ένας τεράστιος σταυρός υψώνεται πάνω από τους τάφους. Η ιερότητα του χώρου και η γαλήνη του τοπίου, μας συνεπαίρνουν. Πλέον με την αναμενόμενη -παρά τις αναφυόμενες δυσχέρειες-ταφή των οστών τους, οι ήρωες μας θα πάψουν πια να περιμένουν, τώρα που υπάρχει εκεί στο χώρο της θυσίας τους «ένα νεκροταφείο, μια εκκλησία, ένα μνημείο πεσόντων, όπου το έθνος θα μπορεί να κάνει ένα τρισάγιο, να κάψει μια λαμπάδα... ώστε να διδάξουμε στις σημερινές και επερχόμενες γενιές την αξία του σεβασμού μας στους νεκρούς και να τους αποδείξουμε ότι δε ξεχνάμε την ιστορία μας με την ολοκλήρωση των πανηγυρικών εκδηλώσεων κάθε επετείου».
Επιστρέψαμε στον Βόλο, μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής. Σχεδόν όλοι οι συμπροσκυνητές μας αποχαιρέτησαν συγκινημένοι. Και με τη βεβαιότητα πλέον ότι η κίνησή μας αυτή δεν ήταν εκδρομή, ήταν από την αρχή προσκύνημα. Μακάρι και άλλοι να το προσπαθήσουν!