Του Κώστα Γιαννούλα
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, συνήθως, όταν γερνάει ένας άνθρωπος και πλησιάζει η «ώρα» του, εκτός του ότι κλονίζεται η υγεία του και τον εγκαταλείπουν σιγά-σιγά οι σωματικές δυνάμεις του, οπότε χρειάζεται υποστήριξη και κατανόηση, για πολλούς και διαφόρους λόγους αποκτά παραξενιές, ιδιοτροπίες και κουσούρια, που καθιστούν ενοχλητική την παρουσία του ακόμη και στους οικείους του, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τον ίδιο και γι’ αυτούς. Η λαϊκή ρήση, «κάλλιο καλά γεράματα παρά όμορφα νιάτα», πιστοποιεί του λόγου το αληθές.
Μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, που η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού έμενε στα χωριά και ο θεσμός της οικογένειας στηρίζονταν σ’ άλλα πρότυπα και σε πιο στέρεες βάσεις, τα προβλήματα των ατόμων της Τρίτης Ηλικίας ήταν, συνήθως, οικογενειακή υπόθεση και για την αντιμετώπισή τους δεν χρειάζονταν κρατική ή δημοτική συνδρομή, αφού, συνήθως, έμεναν κάτω απ’ την ίδια στέγη με τα παιδιά τους και εγγόνια τους. Θες από σεβασμό, θες από αναγνώριση της προσφοράς τους, θες από υποχρέωση και ανάγκη θες από έλλειψη υποδομών, σπάνια κάποια γεροντάκια ή γερόντισσες, που είχαν παιδιά, κατέληγαν σε δωμάτια γηροκομείου ή εγκαταλείπονταν στο έλεος του Κυρίου. Αν, μάλιστα, αυτό συνέβαινε καμιά φορά, δεν περιποιούσε τιμή για τα παιδιά τους.
Γι’ αυτό και την περίοδο εκείνη τα γηροκομεία κάθε άλλο παρά ανθούσαν, ενώ το ρόλο της οικιακής βοηθού και βρεφονηπιοκόμου, ακόμη και αυτόν του συντονιστή του σπιτιού, πολλές φορές τον έπαιζαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες, οι οποίοι ένιωθαν, έτσι, ότι ήταν χρήσιμοι και δικαιολογημένα απολάμβαναν σεβασμό και φροντίδα.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, καθώς η αναζήτηση της εργασίας και της τύχης για ένα καλύτερο αύριο οδήγησε τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων ανθρώπων και ζευγαριών σε διαμερίσματα-κλουβιά πολυκατοικιών αστικών κέντρων, καθώς και η γυναίκα διεκδίκησε και βγήκε ισότιμα με τον άνδρα στην αγορά εργασίας, καθώς άρχισε να υιοθετείται από νέους ανθρώπους για τους γονείς τους η άποψη «μακριά και αγαπημένα», τα κοινωνικά πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.
Τα θεμέλια της παραδοσιακής οικογένειας άρχισαν να τρίζουν, τα οικογενειακά προβλήματα να πληθαίνουν, τα διαζύγια να πολλαπλασιάζονται και πολλοί ηλικιωμένοι, αν δεν καταδικάζονται στη μοναξιά τους, σίγουρα δεν μένουν στο ίδιο σπίτι με τα παιδιά τους.
Στις μέρες μας, ως επί το πλείστον, διαβιούν μόνοι τους είτε στο χωριό, είτε σε κάποια μονοκατοικία ή διαμέρισμα πολυκατοικίας, είτε σε κάποιο γηροκομείο, είτε, όταν η πενιχρή σύνταξή τους το επιτρέπει, σε μισθωμένο δωμάτιο κάποιου οίκου ευγηρίας ή κέντρου αποκατάστασης, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται γι’ αυτούς αλλά και για τα παιδιά τους.
Γι’ αυτό και βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι δημοτικοί και ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί αλλά και να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια οι οίκοι ευγηρίας, οι οποίοι γεμίζουν όχι μόνο από ηλικιωμένους, που δεν έχουν «πού την κεφαλήν κλίναι» και κάποιον δικό τους να τους βοηθήσει, αλλά και από υπερήλικες γονείς με παιδιά. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, ιδιαίτερα επώδυνο για τους ηλικιωμένους, που βιώνουν το αίσθημα της εγκατάλειψης και της αγνωμοσύνης. Φθάσαμε, μάλιστα, στο σημείο να θεωρούμε τυχερούς, όσους υπερήλικες γονείς αξιώνει ο Θεός να έχουν μέχρι τα βαθιά γεράματα για στήριγμά τους ο ένας τον άλλο.
Ευτυχώς, που συνεχίζουν να υπάρχουν και νέα ζευγάρια που είτε εντάσσουν τους υπερήλικες γονείς τους στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον, είτε προσπαθούν να αμβλύνουν το πρόβλημα εξασφαλίζοντάς τους κατοικία όσο το δυνατόν πιο κοντά στη δική τους, για να βρίσκονται αμέσως κοντά τους, όταν τους χρειάζονται.
Απ’ την άλλη η Πολιτεία με κοινωνικά προγράμματα, όπως αυτό της βοήθειας στο σπίτι, και οι Δημοτικές αρχές, σαν τη δική μας, με τα ΚΑΠΗ και τα στέκια ηλικιωμένων σε κάθε γειτονιά προσπαθούν να δημιουργήσουν συνθήκες άμβλυνσης του προβλήματος.
Σίγουρα, απομένουν πάρα πολλά ακόμα να γίνουν, προκειμένου να ησυχάσει η συνείδησή μας, ότι εξοφλούμε το χρέος μας απέναντι στους γεννήτορές μας. Και θα επιτευχθεί αυτό ευκολότερα και καλύτερα, αν ο καθένας μας λάβει σοβαρά υπόψη του τις λαϊκές ρήσεις «εδώ, που είσαι, ήμουνα και εδώ, που είμαι, θα ’ρθεις» και «μην κάνεις στους άλλους, ό,τι δε θέλεις να κάνουν οι άλλοι σ’ εσένα».
Γένοιτο.