Από τον Ευάγγελο Βλαχάκη
Πλούτος και πτωχεία, πλούσιοι και πτωχοί είναι καταστάσεις ζωής που έχουν πολλές πνευματικές διαστάσεις και δέχονται πολλές παρανοήσεις. Στη σκέψη και στο υποσυνείδητο όλων μας υπάρχει η επιθυμία να είμαστε πλούσιοι, αποστρεφόμαστε τη φτώχεια. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, της οικονομικής κρίσης, όλοι πιστεύουμε ότι έχουμε γίνει φτωχότεροι και οδηγούμαστε σε απογοητεύσεις και αγωνίες: Τι θα γίνει στο μέλλον; Πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Γιατί επιτρέπει ο Θεός ορισμένους να πλουτίζουν και μάλιστα αθέμιτα; Γιατί επιτρέπει ο Θεός ορισμένοι να είναι φτωχοί και να υποφέρουν στη ζωή τους;
Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου και πολλά άλλα κείμενα μέσα από την Καινή Διαθήκη, από τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων, καθώς και από θεολογικές αναλύσεις των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, μας δίνουν ικανοποιητικές απαντήσεις στο κοινωνικό πρόβλημα της ύπαρξης πλουσίων και φτωχών.
Το κοινωνικό πρόβλημα του πλούτου και της φτώχειας θα είχε επιλυθεί αν οι άνθρωποι είχαν ακολουθήσει τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Δυστυχώς, ακολουθούν δικές τους σκέψεις, δικές τους διδασκαλίες, δικές τους επιθυμίες, δικά τους συμφέροντα, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυτή η κοινωνική αναστάτωση. Στον Ευριπίδη υπάρχει μια θέση που λέει: «Οι άνθρωποι δεν έχουν δικά τους χρήματα. Είμαστε επιμελητές, διαχειριστές αυτών που μας έχει δώσει ο Θεός». Είναι ακριβώς σαν τη χριστιανική θέση, που δέχεται πως ο Θεός μας τα δίνει όλα, του Θεού είναι όλα, δεν είμαστε εμείς ιδιοκτήτες, εμείς είμαστε διαχειριστές των πραγμάτων.
Στην αρχαία Ελλάδα, ο πλούτος υπολογιζόταν ανάμεσα στα μεγάλα αγαθά της ζωής. Πολλές φορές οι νομοθέτες επενέβαιναν και επέβαλαν φόρους στους πλουσίους ή επέβαλαν ακόμη και την ανακατανομή των κτημάτων τους, για την ενίσχυση των αποροτέρων τάξεων.
Έδιναν μεγάλη σημασία στη νόμιμη και ηθική απόκτηση του πλούτου και μάλιστα αν ο πλούτος ωφελούσε την κοινωνία και κυρίως τους ασθενέστερους. Υπήρχε ένα σπάσιμο της σκληρής αντίληψης πως όταν είναι κανείς πλούσιος κάνει ό,τι θέλει τον πλούτο του: δικά μου είναι τα χρήματα, δικά μου είναι τα κτήματα, ό,τι θέλω τα κάνω, όπως αυτό φαίνεται καθαρά στη ρωμαϊκή αντίληψη περί ιδιοκτησίας και πλούτου. Η αντίληψη αυτή πέρασε στα νεότερα χρόνια στον Οικονομικό Φιλελευθερισμό και στον Καπιταλισμό, που έχει ως μόνο κίνητρο το κέρδος: δεν τον νοιάζει για το κοινωνικό καλό και για το αν υπάρχουν φτωχοί. Στο σημείο αυτό ο Κομμουνισμός και ο Μαρξισμός παραμόνευαν και διακήρυξαν: Αν εσείς οι πλούσιοι μπορείτε να κάνετε τα αγαθά της γης ό,τι θέλετε, κάνετε λάθος. Θα επαναστατήσουμε και διά της βίας θα σας τα πάρουμε. Στο Χριστιανισμό υπάρχουν μερικές αρχές που διακρίνουν τη διδασκαλία του για τον πλούτο και την πτωχεία σε σχέση με τα άλλα συστήματα. Ξεχωρίζει απ’ όλες τις αρχές η αρχή της αγάπης.
Δεν υπάρχει αγάπη στον Οικονομικό Φιλελευθερισμό. Το κέρδος είναι η αρχή: Δεν με νοιάζει, ας πεθάνει ο άλλος. Κριτήριο το κέρδος και η δική μου απόλαυση.
Ούτε και στον Κομμουνισμό υπάρχει αγάπη: φθονούν και μισούν οι φτωχοί τους πλουσίους και θέλουν να γκρεμίσουν τους πλουσίους για να απολαύσουν και αυτοί τα υλικά αγαθά. Επομένως, υλισμός υπάρχει και στη μία πλευρά και στην άλλη. Οι πλούσιοι θέλουν να απολαύσουν μόνοι τους τα αγαθά και οι φτωχοί θέλουν να γίνουν αυτοί πλούσιοι.
Ο Κομμουνισμός και ο Σοσιαλισμός εκεί τείνουν, να δημιουργήσουν μια κοινωνία υλικής ευημερίας και αφθονίας.
Ο Χριστιανισμός λέγει ότι αυτή η διεκδίκηση των υλικών αγαθών εκ μέρους των φτωχών και των πλουσίων είναι η αιτία της αναστατώσεως που υπάρχει στον κόσμο. Στον Χριστιανισμό και ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην Εκκλησία των Πατέρων, ιδεώδης κοινωνικός τύπος δεν είναι ο homo economicus, ο πλούσιος, ο καλοντυμένος, ο καλοπερασάκιας, ο υλιστής, των ακραίων συστημάτων, των ατομοκρατικών, είτε καπιταλιστικών είτε σοσιαλιστικών, αλλά ο ασκητής, ο άγιος, ο οποίος περνά λιτά τη ζωή του.
Αν ήμασταν κι εμείς όλοι ασκητικοί στη ζωή μας, δεν θα υπήρχε κοινωνικό πρόβλημα και θα ζούσαμε όλοι αγαπημένοι μεταξύ μας. Οι πλούσιοι θα βοηθούσαν τους φτωχούς και οι φτωχοί δεν θα φθονούσαν τους πλουσίους.
Τότε θα πραγματοποιούνταν η υπόσχεση του Θεού διά του Προφήτου Ησαΐα: «Εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε» (1, 19).