Από τη Σταυρούλα Σδρόλια*
Κάθε χρόνο το φθινόπωρο γιορτάζονται σε όλη την Ευρώπη οι Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς (στην Ελλάδα από 23-25 Σεπτεμβρίου) και οργανώνονται επισκέψεις σε μνημεία και εκδηλώσεις με στόχο την επανεξέταση, από νέα σκοπιά κάθε φορά, της σχέσης μας με την πολιτιστική κληρονομιά. Τη φετινή χρονιά, κάτω από τη βαριά σκιά της οικονομικής κρίσης, οι εκδηλώσεις διεξάγονται κάτω από τον γενικό τίτλο «Κρίσεις. Συνέχειες και ασυνέχειες στην ιστορία». Με την αφορμή αυτή θα κατατεθούν ορισμένες σκέψεις μέσα από το παράδειγμα της Μελίβοιας, μέρος του προβληματισμού του κατά πόσον τα μνημεία συμβάλλουν στην κατανόηση των κρίσεων διαχρονικά.
Η Μελίβοια υπήρξε γνωστή αρχαία πόλη από τα ομηρικά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, η θέση της οποίας αναζητούνταν για πολλές δεκαετίες στην παραλιακή περιοχή του Κισσάβου. Μετά το 1920 μετονομάζεται σε Μελίβοια ο ανθηρός ημιορεινός οικισμός της Αθανάτης, σύμφωνα με πρακτική, γνωστή σε όλη την Ελλάδα, της μετονομασίας οικισμών με αρχαίες ονομασίες, ειλημμένες από τον ευρύτερο περίγυρο, σύμφωνα με τις γνώσεις της εποχής και άσχετα με την πρόοδο των αρχαιολογικών ερευνών που βρίσκονταν τότε στα αρχικά στάδια.
Σημαντική εξέλιξη στην αναζήτηση της Μελίβοιας σημειώθηκε τη δεκαετία του 1980, όταν η Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων Λάρισας αποκάλυψε με ανασκαφή τμήμα οχυρωμένου οικισμού των ελληνιστικών χρόνων στο λόφο Σκιαθά, πάνω από το λιμάνι του Αγιοκάμπου, θέση που θεωρείται σήμερα η επικρατέστερη –λόγω των σπουδαίων ευρημάτων- για την ταύτιση της αρχαίας πόλης, η οποία καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. και εγκαταλείφθηκε.
Είκοσι χρόνια αργότερα άρχισε η αποκάλυψη της πρωτοβυζαντινής οχύρωσης στο Καστρί της Βελίκας από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με τη συμβολή του Δήμου Μελιβοίας. Στο κάστρο αυτό, τμήμα του οποίου αναδεικνύεται την εποχή αυτή στο πλαίσιο των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων Ελλάδας –Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΠΑ) σώζεται σημαντικός οικισμός του 6ου αι., που μπορεί με μεγάλη πιθανότητα να ταυτισθεί με τη Μελίβοια της εποχής, εάν στο κάστρο Σκήτης τοποθετηθεί ο νέος οικισμός της περιόδου, η Κενταυρόπολη. Το Κάστρο Βελίκας προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την έρευνα της ύστερης αρχαιότητας, αφού δεν επέζησε από την κρίση της εποχής και δεν κατοικείται στις επόμενες περιόδους.
Πού κατέφυγε όμως ο πληθυσμός της περιοχής, που τον βρίσκουμε εγκατεστημένο στα τέλη του Βυζαντίου στην Αθανάτη; Εδώ την απάντηση τη δίνει τόσο η προφορική παράδοση όσο και τα αρχαιολογικά στοιχεία στα λεγόμενα Παλιοχώρια του Γκούτζιμπου –στα υψώματα ανάμεσα στο Κάστρο και την Αθανάτη- με σημαντικότερη την Άλλη Χώρα. Στις περιοχές αυτές υπάρχει πλήθος βυζαντινών ενδείξεων τόσο για ύπαρξη μοναστηριών του γνωστού Όρους των Κελλίων, όσο και οικισμών που σύμφωνα με την παράδοση ερημώθηκαν από επιδημίες, οι οποίες οδήγησαν στην ονομασία του κεντρικού χωριού σε Αθανάτη.
Ο τύπος αυτός της εξέλιξης της κατοίκησης από τις χαμηλότερες στις πλέον απρόσιτες περιοχές είναι πολύ διαδεδομένος στη Θεσσαλία, όπου αφθονούν τα Παλιοχώρια και όπως έχει παρατηρηθεί, οι περισσότερες ερημώσεις οικισμών χρονολογούνται στον 7ο και στον 14ο αιώνα, ενώ οι οικισμοί διαμορφώνονται οριστικά στα τέλη των βυζαντινών χρόνων, όπως τους γνωρίζουμε από την πρώτη οθωμανική απογραφή του 1454.
Έτσι η ιστορία της Μελίβοιας γράφθηκε και αυτή μέσα από διαρκείς κρίσεις και επακόλουθες μετακινήσεις και οι φαινομενικές ασυνέχειες που υπάρχουν οφείλονται σε κενά της έρευνας που σταδιακά συμπληρώνονται.
Ιδιαίτερα τα καλοδιατηρημένα ερείπια που αποκαλύπτονται στο Κάστρο Βελίκας προσφέρονται για την έρευνα του τέλους του αρχαίου κόσμου, μια από τις πλέον κρίσιμες περιόδους της ιστορίας, κρίση με μεγάλη διάρκεια.
* Η Σταυρούλα Σδρόλια είναι αρχαιολόγος της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων