«Ο κόσμος είναι κακός» λέμε συχνά και το ακούμε συχνότερα. Και στη συνέχεια κλείνουμε τα μάτια μας και οραματιζόμαστε έναν καλύτερο κόσμο, φτιαγμένο από χαμόγελα, ειλικρινή αγάπη και... ροδοπέταλα.
Πολύ φοβάμαι, πως αυτός ο κόσμος που ζει μέσα στη φαντασία μας, δεν θα υπάρξει ποτέ. Για τον απλούστατο λόγο. Τον κόσμο τον... κακό, τον αποτελούμε όλοι εμείς, που δεν κάνουμε τίποτα να διορθώσουμε τον εαυτό μας, παρά περιμένουμε να διορθωθούν οι άλλοι.
Εμείς μπορούμε να λέμε ότι θέλουμε στους άλλους, να τους προσβάλουμε, να τους πληγώνουμε, δεν το κάνουμε από πρόθεση, έτσι είναι ο χαρακτήρας μας... Οι άλλοι όμως, είναι κακοί, ότι λένε το λένε για να μας πειράξουν, δεν έχουμε καμία αμφιβολία...
Πώς είμαστε αλήθεια τόσο σίγουροι; Πολλές φορές δεν είμαστε ούτε για τον εαυτό μας; «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου». Χιλιοειπωμένο βέβαια, αλλά τόσο σοφό. Κι αφού λοιπόν δεν γνωρίζουμε καλά – καλά τον εαυτό μας, πότε προλάβαμε και γνωρίσαμε τους φίλους και τους γνωστούς!
Αφού ζούμε μέσα σε μια κοινωνία, είναι φυσικό να συναναστρεφόμαστε ανθρώπους με διάφορους χαρακτήρες. Αν δε μάθουμε ν’ αγαπάμε, να συγχωρούμε και να κατανοούμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που μας περιστοιχίζουν, η ζωή θα μας χτυπήσει άσχημα, θα μας σπάσει τα κόκαλα ώσπου να... μαλακώσουμε. Είναι πραγματικά ωραίοι άνθρωποι οι ασυμβίβαστοι, οι απόλυτοι, φθάνει να είναι έτσι και με τον εαυτό τους.
«Ο κόσμος είναι κακός» λοιπόν, κανείς δε θα βρεθεί να το αμφισβητήσει αυτό. Μόνο που δεν υπάρχει ένα... κακόμετρο, να δούμε πόση κακία κρύβει μέσα του ο καθένας από μας. Τώρα θα μου πείτε τι καλύτερο μέτρο απ’ τις πράξεις μας;
Κι όμως, κι αυτές ακόμα ξεγελάνε. Μην τις έχετε εμπιστοσύνη φίλοι μου, ούτε κι αυτές. Κανένας δε μπορεί να ξεκαθαρίσει απόλυτα μέσα του, τι τον ωθεί να πράξει το καλό.
Κι ούτε ξέρω κανέναν που να ξεπέρασε τον εαυτό του, κι ό,τι έκανε να το έκανε για το συνάνθρωπό του και μόνο.
Ακούμε συχνά γύρω μας κι άλλες φορές το λέμε κι εμείς. «Εγώ θυσιάστηκα για κείνον και να τώρα πώς μου το ανταποδίδει». Από τη στιγμή που περιμένουμε ανταπόδοση, η λέξη «θυσία» δεν έχει θέση. Μόνο Ένας θυσιάστηκε χωρίς να περιμένει τίποτα από κανέναν. Ο Θεάνθρωπος. Ας αφήσουμε λοιπόν τις μεγάλες κουβέντες, κι ας κοιτάξουμε να περιορίσουμε τις κακίες μας, που ούτε κι αυτό δεν είμαστε άξιοι να το κάνουμε.
Αγάπη συνάνθρωποι, όσο γίνεται πιο καθαρή, απαλλαγμένη από ζιζάνια, γι’ αυτή σταυρώθηκε ο Χριστός.
Κάποτε αναφέρει ο Λέο Μπουσκάλια – αυτός ο σύγχρονος Ιταλός φιλόσοφος – στο βιβλίο του «να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις». Πήγε να κάνει μια διάλεξη στην Καλιφόρνια. Είχε τόσα γραμμένα, μα όταν ανέβηκε στο βήμα, δεν κοίταξε τα χαρτιά του. Τους κοίταξε όλους μέσα στα μάτια και τους είπε «αγάπη...». Κι αυτή τη λέξη την είπε χίλιες φορές.
Το ακροατήριο συγκλονίστηκε κι απ’ τα χειροκροτήματα κόντεψε να πέσει το κτίριο. Μερικοί μπερδεύουμε την αγάπη με τον οίκτο. Μόλις ακούσουμε πως πήγαν κάποιον στο νοσοκομείο, «κούφια η ώρα που τ’ ακούει», τρέχουμε να του δείξουμε το ενδιαφέρον μας, ενώ μέχρι χθες λέγαμε χίλια λόγια από πίσω του.
Ο άνθρωπος θέλει αγάπη όσο είναι γερός κι ευτυχισμένος. Ο οίκτος τον κάνει διπλά δυστυχή. Καταλαβαίνει τη σοβαρότητα της καταστάσεώς του και τον πιάνει το παράπονο. Θυμάται πως από το στόμα κάποιων απ’ αυτούς που στέκονται πλάι του, δεν άκουσε ποτέ γλυκό λόγο. Όσο ήταν όρθιος βαρούσαν όλοι μαζί να τον λυγίσουν και τώρα που έπεσε, του δίνουν κουράγιο να ορθοποδήσει. Γιατί αλήθεια! Για ν’ αρχίσουν πάλι να βαράνε;
Τώρα θα μου πείτε δεν αναγνωρίζω το δικαίωμα σε κάποιον που μετάνιωσε για τη συμπεριφορά του να επανορθώσει; Αυτό κι αν είναι μεγαλείο. Μα και βέβαια και ποια είμαι εγώ που θα τον κρίνω. Αναρωτιέμαι όμως.
Γιατί αυτός ο κάποιος, ή όλοι μας τέλος πάντων, μετανιώνουμε τέτοιες στιγμές! Μήπως η δυστυχία διεγείρει τα ωραία μας συναισθήματα; Οι πραγματικοί φίλοι, αυτοί που αγαπούν αληθινά χαίρονται με τη χαρά, λυπούνται με τη λύπη. Ο άνθρωπος διψάει για αγάπη, να μοιραστεί την ευτυχία του με τους συνανθρώπους του, να γελάσει, να τραγουδήσει κι αν του έρθει και η δυστυχία τότε να βρεθούν πάλι κοντά του, αυτοί που χάρηκαν με τη χαρά του, να πονέσουν με τον πόνο του. Αγάπη λοιπόν, αγάπη και αγάπη, τον οίκτο μας δεν τον χρειάζεται κανένας.
Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτα
λογοτέχνις - συγγραφέας