*Του Γ. Καραβάνα (karavanas1@hotmail.com)
«Το παθητικό κάπνισμα βλάπτει τους γύρω» είπε ο καθηγητής κ. Μπεχράκης, και εισηγήθηκε την απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους. «Κι ο βήχας του διπλανού σε βλάπτει» είπε ένας ξύπνιος (και είχε δίκιο!). «Θα απαγορεύσουμε και τον βήχα σε κλειστούς χώρους;». Και η συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί τοιουτοτρόπως επ’ άπειρον! Η απάντηση βεβαίως, τις περισσότερες φορές, δεν κρύβεται στο «τι» αλλά στο «πόσο». Το «πόσο» βεβαίως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν προέκυψε από τη διαίσθηση του κ. καθηγητή, αλλά από διεθνείς μετρήσεις, στατιστικές αναλύσεις και ερευνητικά αποτελέσματα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
«Ενα εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι ταλαιπωρούν 10 εκατομμύρια πολίτες», είπε πριν λίγες μέρες ο υπουργός Υγείας Α. Λομβέρδος. «Δεν μπορείς να τους βάζεις όλους στο ίδιο τσουβάλι» έσπευσαν κάποιοι άλλοι να τους υπερασπίσουν, μη θέλοντας προφανώς ν’ αφήσουν την ευκαιρία να πάει χαμένη. «Πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι εργάζονται σκληρά». Τόσο για το κάπνισμα όσο και για την εργατικότητα των δημοσίων υπαλλήλων όλοι έχουμε λίγο πολύ μια άποψη. Όπως και παραπάνω, η συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί για ώρες, χωρίς τελικά να προκύψει απάντηση. Ο λόγος για τον οποίο αδυνατούμε να συνεννοηθούμε είναι πως, στην Ελλάδα δεν μας αρέσει να μετράμε! Δύο είναι οι αιτίες που συντελούν σε αυτό: Πρώτον, οι νεοέλληνες δείχνουμε να προτιμάμε τη φιλοσοφία από τα μαθηματικά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, ακόμη και ο υπουργός Οικονομικών στο τελευταίο του διάγγελμα, δεν χρησιμοποίησε ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΝΟΥΜΕΡΟ! Ο δεινός στα λόγια Ευάγγελος, κράτησε την μπάλα μέσα στο χώρο που ξέρει να παίζει, όπως κάνουν με ελαχιστότατες εξαιρέσεις όλοι οι πολιτικοί μας άνδρες (και γυναίκες), μια και στα λόγια μπορείς σχεδόν πάντα να ξεγλιστρήσεις. Δεύτερον, γιατί ποτέ δεν βρήκαμε έναν αξιόπιστο «μετρητή». Η διάχυτη καχυποψία του ενός προς τον άλλο, προϊόν του εμφύλιου και των πολιτικών διωγμών που ακολούθησαν, έχει σαν αποτέλεσμα να ακυρώνουμε ως μεροληπτική, κάθε προσπάθεια μέτρησης της επάρκειας του οποιουδήποτε.
Βεβαίως, μέσα στο πλαίσιο της μη-αξιολόγησης, όπως ήταν αναπόφευκτο, φύτρωσε και άνθισε ο ανθός της λούφας και της χαλάρωσης. Ο Λοβέρδος δεν είπε τίποτα καινούργιο: «ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι». Σε κάθε περίπτωση όμως, η διαπίστωση από μόνη της δεν προσφέρει κάτι απτό, πέρα από τη συναισθηματική εκτόνωση αυτού που την κάνει. Δεν εντοπίζει ούτε ποιοι είναι, ούτε που βρίσκονται αυτοί που δεν εργάζονται, για να τους τιμωρήσει. Δεν εντοπίζει επίσης ούτε τους άλλους, που εργάζονται, για να τους επαινέσει. Με λίγα λόγια, η γενική διαπίστωση δεν μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό εργαλείο διοίκησης. (Οφείλουμε πάντως να παραδεχθούμε ότι για πρώτη φορά ακούγεται από πολιτικά χείλη, κάτι που όλοι ένιωθαν αλλά κανένας δεν τολμούσε μέχρι τώρα να πει - κι αυτό είναι θετικό, αφού δείχνει ότι κάποιοι απ’ αυτούς αρχίζουν να αποκτούν επαφή με την πραγματικότητα!)
Μπορεί να φαντάζει αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά η μέτρηση της απόδοσης ενός έργου συναντά προβλήματα και σε άλλες χώρες. Όταν δούλευα στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών της Γαλλίας, ο Γεν. Δ/ντής του Κέντρου επέλεγε αυτό να αξιολογείται από μη-Γάλλους! Ο νόμος του επέτρεπε να ζητήσει αξιολόγηση από διεθνή επιτροπή, με άγνωστη κάθε φορά σύνθεση, η οποία εκτελούσε ετήσιους επιτόπιους ελέγχους και μπορούσε να εισηγηθεί ως και την παύση μιας ερευνητικής ομάδας. Στη σοβινιστική Γαλλία, μη-Γάλλοι αξιολογητές μπορούσαν να ζητήσουν την κατάργηση ενός τμήματος γαλλικού δημόσιου οργανισμού! Αποτέλεσμα βεβαίως της επιλογής του εν λόγω Δ/ντή, ήταν το γεγονός ότι το Κέντρο απολάμβανε μεγάλης διεθνούς αναγνώρισης και συνεπώς μπορούσε εύκολα να διεκδικεί παχυλές επιδοτήσεις, από ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά και παγκόσμια ερευνητικά προγράμματα.
Εκτός των εξωτερικών κριτών, οι οποίοι στα καθ’ ημάς θα μπορούσαν να είναι και Έλληνες καθηγητές του Εξωτερικού, άτομα κύρους διακομματικής αποδοχής ή και διεθνώς αναγνωρισμένοι ανεξάρτητοι οργανισμοί, για την αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της δημόσιας διοίκησης, υπάρχουν και μία σειρά από σχετικά απλές ποσοτικές μετρήσεις, που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν: πόσοι υπάλληλοι καθαρογράφουν πόσες δικαστικές αποφάσεις στο ένα δικαστήριο και πόσες στο άλλο; Πόσοι υπάλληλοι χρειάζονται για να κουρέψουν και να καθαρίσουν πόσα στρέμματα πράσινου; Γιατί εκεί χρειάζονται πολλοί και αλλού χρειάζονται λιγότεροι; Πόσοι φοιτητές βρήκαν δουλειά μετά το πτυχίο τους από το α’ Πανεπιστήμιο και πόσοι από το β’; Τι ποσοστό έγιναν δεκτοί από ξένα πανεπιστήμια για μεταπτυχιακές σπουδές; Πόσοι ασθενείς επανήλθαν με επιπλοκές μετά από εγχείρηση στο τάδε νοσοκομείο και πόσοι από το δείνα; Σε άλλες χώρες τι ισχύει για την ίδια πάθηση; Πόσοι από αυτούς που εμφάνισαν επιπλοκές είχαν χειρουργηθεί από τον κ. Χ και πόσοι από τον κ. Ψ;
Αν δεν μετρήσεις, δεν μπορείς να διοικήσεις, δηλαδή να επιβραβεύσεις και να τιμωρήσεις. Αυτό όμως που γνωρίζει κι ο τελευταίος μικροεπιχειρηματίας, για κάποιο λόγο οι πολιτικοί μας κάνουν πως το αγνοούν. Τους αρέσουν τα λόγια κι όχι τα νούμερα, μια και με τα πρώτα μπορούν πάντα να εφεύρουν επιχειρήματα που δεν στεναχωρούν αυτούς που τους ψηφίζουν. Ο εμφύλιος όμως πέρασε χρόνια, δεν μπορεί να αποτελεί πλέον άλλοθι (εκτός από τα μυαλά ανθρώπων, που κόλλησαν – κι απ’ ότι φαίνεται θα μείνουν - σε άλλες εποχές). Κανένας υπουργός δεν θέλει (και δεν έχει συμφέρον) να διώξει ένα διοικητικό στέλεχος που του βγάζει δουλειά ή να κρατήσει (και να πληρώνουμε) κάποιον που τεμπελιάζει. Ακόμη κι αν ο τελευταίος ανήκει στους «ημέτερους», οι ψήφοι που φέρνει είναι (πλέον) πολλοί λιγότεροι από τους ψήφους που διώχνει, ως μέρος μιας ακριβής και αναποτελεσματικής διοίκησης. Οι δικαιολογίες – όπως και τα λεφτά - τελείωσαν! Ώρα να αφήσουμε τα λόγια και να πιάσουμε τα νούμερα.
*Ο Γιώργος Καραβάνας είναι μέλος της Ε.Ε. της ΔΡΑΣΗΣ (www.drassi.gr)