Ο βουλγαρικός λαός πρωτοεμφανίστηκε στη Βαλκανική στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. Η ίδρυση όμως του πρώτου, με σλαβικές επιρροές, κράτους τους ανάγεται στο 679 με ιδρυτή τον Ασπαρούχ. Λαός πολεμικός από τη φύση του, ασπάστηκε το Χριστιανισμό στα χρόνια του βασιλιά Βόριδα (Boris) ο οποίος βαπτίστηκε Χριστιανός με το όνομα Μιχαήλ (852-889). Οι πρώτες σοβαρές συγκρούσεις με τους Βυζαντινούς έγιναν στα χρόνια του τσάρου Συμεών (893-927), με αποκορύφωμα δύο πολιορκίες της Βασιλεύουσας. Στα χρόνια του Σαμουήλ (976-1014) οι Βούλγαροι μετατόπισαν το κέντρο βάρους του κράτους τους δυτικότερα, εξαιτίας των ρωσικών επιθέσεων, ιδρύοντας ένα νέο κράτος με κέντρο την περιοχή της Πρέσπας και της Οχρίδας [πρόκειται για το προδρομικό κράτος του σημερινού ψευδομακεδονικού ή Σκοπιανού]. Την ίδια εποχή αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο ικανότατος Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών, ο λεγόμενος Βουλγαροκτόνος.
Όταν το 976 πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής, οι Βούλγαροι της ΒΔ Μακεδονίας αποστάτησαν, έχοντας επικεφαλής τους τούς τέσσερις γιους του κόμη της περιοχής Νικολάου (γι’ αυτό ονομάστηκαν από τους ιστορικούς της εποχής Κομητόπουλοι), Δαβίδ, Μωυσή, Ααρών και Σαμουήλ. Αυτοί ήταν αρμενο-βουλγαρικής καταγωγής διότι η μητέρα τους, Ριψίμη, ήταν Αρμένια. Φιλοδοξία των τεσσάρων ήταν να αναστήσουν το βουλγαρικό κράτος δίνοντάς του τη χαμένη του αίγλη. Οι τρεις πρώτοι από τους Κομητόπουλους βγήκαν νωρίς εκτός μάχης. Ο Δαβίδ σκοτώθηκε από Βλάχους στην Καστοριά, ο Μωυσής φονεύτηκε στην πολιορκία των Σερρών, ενώ ο Ααρών εξοντώθηκε μαζί με την οικογένειά του από τον αδελφό του Σαμουήλ, με την κατηγορία του φιλοβυζαντινού, άρα του προδότη. Μόνος επιζών ο Σαμουήλ αυτοανακηρύχτηκε τσάρος όλης της Βουλγαρίας, ξεκινώντας έναν 40ετή αγώνα κατά του Βυζαντίου, που τον οδήγησε σε σοβαρές ήττες στο Κλειδί, στο Σπερχειό και αλλού, με τελική κατάληξη την οριστική συντριβή του ιδίου και την κατάλυση του κράτους του, το 1014, από τον Βουλγαροκτόνο. Ο Σκυλίτσης αναφέρει ότι το έτος 986 ο Σαμουήλ κυρίεψε τη Λάρισα «της Θεσσαλίας αρχαίαν πρωτεύουσαν της πολυανθρώπου ταύτης επαρχίας». Για τις λεπτομέρειες αυτής της πολιορκίας και της άλωσης μπορούμε να καταφύγουμε στο «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου.
Η ΛΑΡΙΣΑ ΣΕ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το 986 η Λάρισα πολιορκούνταν ήδη χαλαρά για τρία με τέσσερα έτη και, εξαιτίας των ενεργειών του στρατηγού Κεκαυμένου, άντεχε χωρίς να λιμοκτονεί. Όταν, όμως, ο έμπειρος στρατηγός μετατέθηκε και αντικαταστάθηκε από άλλο στρατιωτικό διοικητή, ο διάδοχός του δεν έδειξε τις ίδιες ικανότητες. Έτσι, οι Λαρισαίοι δεν μπόρεσαν να θερίσουν τους καρπούς της γης τους και, όταν τέλειωσαν τα αποθέματα τροφών, αναγκάστηκαν να φάνε ακόμα και σκύλους, άλογα και οτιδήποτε άλλο ξεγελούσε την πείνα τους(1). Ο Σαμουήλ άφησε να φύγει μόνο μια βλάχικη οικογένεια, αυτή του Νικουλιτζά, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν και, συρόμενοι από το στρατό των εισβολέων, να μετοικήσουν οικογενειακώς στην Πρέσπα και βορειότερα. Όλοι οι άνδρες υποχρεώθηκαν να καταταγούν στο βουλγαρικό στρατό. Σύμφωνα με τον Κεδρηνό, αλλά και το Σκυλίτση, ο Σαμουήλ άρπαξε και το ιερό λείψανο του Αγίου Αχιλλίου, μεταφέροντάς το στη Μικρή Πρέσπα, στο ομώνυμο νησάκι του Αγίου Αχιλλίου, όπου ο Βούλγαρος ηγεμόνας ανήγειρε ναό προς τιμήν του Αγίου, βρίσκοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα σύμβολο θρησκευτικότητας για το λαό του και (δήθεν) θείας επιστασίας στο μεγαλόπνοο έργο του. Εκτός των άλλων, ο Σαμουήλ βρήκε μεταξύ των αιχμαλώτων Λαρισαίων μια πανέμορφη κόρη την Έλα ή Ελένη και τη νυμφεύτηκε. Σύμφωνα με μερίδα ιστορικών μελετητών η Έλα ήταν ήδη παντρεμένη με κάποιον αξιωματικό του βυζαντινού στρατού ονόματι Ρηγίνο. Όταν η κόρη αιχμαλωτίστηκε σε κάποια επιδρομή από Βουλγάρους, παραδόθηκε στον Σαμουήλ με τη διαβεβαίωση ότι ο σύζυγός της είχε φονευτεί σε μάχη. Αυτή εξαναγκάστηκε να παντρευτεί τον Σαμουήλ, αλλά αργότερα εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Ρηγίνος, ο οποίος κατόρθωσε να την απαγάγει από τα χέρια του. Όμως, για κακή της τύχη, αυτή πνίγηκε κατά τη δραματική καταδίωξη του ζεύγους από τους Βουλγάρους στα νερά ενός ορμητικού ποταμού. (Βέβαια αυτή η εκδοχή είναι μάλλον μυθιστορηματικού χαρακτήρα). Από πολλούς ιστορικούς θεωρείται πιθανό ότι από την Έλα ο Σαμουήλ απέκτησε το διάδοχό του στο θρόνο Γαβριήλ-Ρωμανό ή Ροδόμηρο, που ανακηρύχθηκε τσάρος της Βουλγαρίας στις 15/9/1015.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Το 997 ο Βουλγαροκτόνος, έχοντας αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα της αυτοκρατορίας με επιτυχία, ανέθεσε στο στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό να οργανώσει εκστρατεία στην Κεντρική Ελλάδα με σκοπό την εκδίωξη των Βουλγάρων, που έκαναν για δεύτερη φορά καταστροφική εισβολή στον ελλαδικό χώρο φτάνοντας τη φορά αυτή μέχρι την Αττική. Ο Νικηφόρος έφτασε στη Λάρισα, που είχε αρχίσει και πάλι να κατοικείται, αφήνοντας εκεί τις αποσκευές του στρατού του. Έπειτα κατευθύνθηκε εσπευσμένα στο Σπερχειό ποταμό, όπου, σε μια αποφασιστική μάχη, συνέτριψε το βουλγαρικό στρατό φονεύοντας χιλιάδες στρατιώτες, ενώ ο ίδιος ο Σαμουήλ τραυματίστηκε σοβαρά. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της βουλγαρικής καταστροφής, αρκεί να αναφέρουμε ότι είκοσι χρόνια μετά, όταν ο Βασίλειος κατέβαινε στην Αθήνα για να προσκυνήσει το ναό της Θεοτόκου στον Παρθενώνα, πέρασε από το πεδίο της μάχης του Σπερχειού και το βρήκε γεμάτο λευκασμένα οστά των εχθρών του. Το τελικό χτύπημα στην ηγεμονία του Σαμουήλ δόθηκε στη μάχη στο Κλειδί το 1014, όταν ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας τον κατανίκησε διαλύοντας το στρατό και το κράτος του.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΑΧΙΛΛΙΟΣ
Η Λάρισα, εκτός από έδρα επισκόπου, αρχικά, και μητροπολίτη, αργότερα, διετέλεσε έδρα του στρατηγού του Ελλαδικού Θέματος τον 10ο και 11ο αιώνα. Ο σπουδαίος σύγχρονος αρχαιολόγος Λάζαρος Δεριζιώτης(2) πιστεύει ότι «...ίσως στα σπλάχνα της η γη της Λάρισας να κρύβει πολλά, η ύπαρξη των οποίων όμως είναι άγνωστη, όπως και η τύχη των. Γιατί δεν είναι μόνο οι επιδρομές των διαφόρων λαών που εξαφάνισαν τις πηγές, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα η νοοτροπία των λαών της Ευρώπης μας ταλαιπωρεί και πολλές φορές και με τον επίσημο μανδύα του κράτους, ακόμα δυστυχώς και της Εκκλησίας, έστω κι αν πρόκειται για λατρευτικά ιδρύματα…(3)». Η άποψη του σεβαστού αρχαιολόγου δικαιώθηκε πρόσφατα (2004-5) με τη βιαστική... επιχωμάτωση του ιερού της μεγάλης βασιλικής που ανασκάφτηκε στη συμβολή των οδών Ολύμπου και Βενιζέλου κατά την κατασκευή του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων στην πλατεία Λαού. Η επίσημη Εκκλησία (μάλλον ο ανώτερος Κλήρος της) σιώπησε, ψελλίζοντας ίσως κάποιες τυπικές διαμαρτυρίες, «ξεχνώντας» ότι η Αγία Τράπεζα του Ιερού Βήματος θεμελιώθηκε πάνω σε λείψανα κάποιου, τοπικού ίσως, αγίου. Το 1978 έγιναν οι δύο συνολικά ανακαλύψεις πρωτοβυζαντινών ναών στη Λάρισα. Η πρώτη ήταν στην ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας, στο «Λόφο του Φρουρίου». Ο πρώτος που υπέθεσε την ύπαρξή αυτού του ναού ήταν ο Α. Αρβανιτόπουλος το 1910. Η θεμελίωση της βασιλικής αυτή τελικά αποκαλύφθηκε σχεδόν ολόκληρη. Ο ναός ήταν πλήρως κατεστραμμένος, χωρίς λείψανα τοιχοποιίας. Εκτός των θεμελίων του ναού, σώθηκαν ελάχιστα ψηφιδωτά δάπεδα. Η σημαντικότερη ανακάλυψη όμως στον ιερό αυτό χώρο ήταν ένας καμαροσκεπής τάφος, στο βόρειο κλίτος και ένας μικρότερος στο μεσαίο κλίτος. Αποκαλύφθηκαν, επίσης, και άλλοι μικρότεροι τάφοι με μορφή λάκκου κοντά στους προηγούμενους. Όλοι αυτοί οι τάφοι είναι κάτω από το επίπεδο του δαπέδου του ναού κι αυτό σίγουρα σημαίνει ότι ο ναός κτίστηκε αργότερα από την περίοδο που έγιναν οι τάφοι αυτοί. Στον μεγαλύτερο από τους τάφους ήρθαν στο φως παραστάσεις καλοσχηματισμένων σταυρών. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα αυτού του τάφου οδήγησε τους αρχαιολόγους στην εικασία ότι επρόκειτο για τον τάφο κάποιου εξέχοντος προσώπου, επισκόπου ή ακόμα και του ίδιου του Αγίου Αχιλλίου (4). Σύμφωνα μάλιστα με τα συναξάρια του Αγίου, ο ιερός άνδρας είχε προβλέψει την ημέρα της κοιμήσεώς του και είχε μεριμνήσει για την κατασκευή του τάφου του(5). Επίσης, γνωρίζουμε ότι με την πάροδο του χρόνου, τις ληστρικές βαρβαρικές επιδρομές και τη μαρτυρική περίοδο της Εικονομαχίας, ο τάφος του Αγίου έμενε άγνωστος, και, μετά από παρέλευση ίσως και 300 ετών, κάπου στα τέλη του 9ου αιώνα, φανερώθηκε κατά θαυμαστό τρόπο η ύπαρξή του, την 10η Φεβρουαρίου. Από τότε οι κάτοικοι της Λάρισας ανήγειραν εκ βάθρων τον ιερό του ναό, όπου και τοποθέτησαν σε λάρνακα το σκήνωμα του Αγίου. Το ιερό λείψανο έμενε στη νέα του θέση μέχρι την επιδρομή του Σαμουήλ. Η ύπαρξη των άλλων τάφων, που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο, εξηγείται από τη συνήθεια των πιστών Χριστιανών να θάπτονται κοντά στον πνευματικό τους πατέρα, πράγμα που συνέβαινε και στα σκοτεινά χρόνια των διωγμών. Το όνομα του Αχιλλίου βρέθηκε γραμμένο στο στόμιο κάποιου φρέατος καθώς και σε ορισμένες πλίνθους του ναού. Οι αρχαιολόγοι τοποθετούν χρονικά την ανέγερση αυτής της βασιλικής στα μέσα του 7ου αιώνα.
Η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη, κατ’ ευφημισμό μιας και σήμερα δεν διακρίνεται κανένα σημάδι της, είναι μια μεγάλη, για τα δεδομένα της εποχής, βασιλική με τρία κλίτη που αρχίζει περίπου από τη διασταύρωση των οδών Ερμού και Κύπρου και καταλήγει στην οδό Ολύμπου. Πρόκειται για έναν τεράστιο παλαιοχριστιανικό ναό, από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα, που κτίστηκε στα τέλη του 4ου (!) αιώνα, στα χρόνια δηλαδή που την πόλη εποίμενε ο Άγιος Αχίλλιος, ή λίγο αργότερα. Τμήμα του ναού αποκαλύφθηκε πρώτα σε οικόπεδο της οδού Κύπρου (1964), αργότερα σε εργασίες θεμελίωσης άλλων οικοδομών της περιοχής, ενώ τέλος το ιερό βήμα του ναού βρέθηκε στο χώρο της Πλατείας Λαού (στην Παλιά Αγορά), όταν ο Δήμος Λαρισαίων έκανε την εκσκαφή του χώρου όπου δημιουργήθηκε ο υπόγειος σταθμός αυτοκινήτων. Το πλάτος του ναού ήταν 22 μέτρα, ενώ το μήκος του 44 ή 66 μέτρα. Αν αυτός ο ναός ερχόταν στο φως, σίγουρα η Λάρισα θα λαμπρυνόταν με ένα ακόμα αξιοθέατο, που θα ήταν τουλάχιστο αντάξιο του ελληνιστικού της θεάτρου.
Είναι πολύ πιθανό, κι αυτό είναι προσωπική άποψη, αυτός να ήταν ο αρχικός μητροπολιτικός ναός της Λάρισας και μάλιστα ίσως σ’ αυτόν να ιερουργούσε ο ίδιος ο επίσκοπος της πόλης, ο Άγιος Αχίλλιος, ενώ στο χώρο του «Φρουρίου» είναι πιθανό να υπήρχε, κατ’ αρχήν, ένας μικρός κοιμητηριακός ναός, που αναβαθμίστηκε σε μητροπολιτικό μετά την εύρεση του λειψάνου του Αγίου Αχιλλίου (8ος-9ος αι.) και την καταστροφή της τρίκλιτης βασιλικής από επιδρομές ή σεισμούς.
* Ο Κων. Α. Οικονόμου είναι δάσκαλος και συγγραφέας
www.scribd.com/oikonomoukon kao@in.gr
(1) Κων. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η Θεσσαλική Ιστορία, γ΄τόμος, Λάρισα, 2009.
(2) Πρώην έφορος της 7ης Ε.Β.Α.
(3) Λαζ. Δεριζιώτης, «Παλαιοχριστιανικά κτίσματα της πόλεως Λαρίσης», Πρακτικά Συμποσίου «Λάρισα, παρελθόν και μέλλον», Λάρισα 1985, 199-204.
(4) Ίσως να πρόκειται για τον άλλο επίσκοπο Λάρισας με το όνομα Αχίλλιος (Β΄) που έζησε τον 6ο αιώνα.
(5) Κώδικας αριθμ. 143 και 212 της Ι. Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους.