Πριν από 235 χρόνια ο Σκοτσέζος καθηγητής της Ηθικής Φιλοσοφίας Άνταμ Σμιθ εκδίδει το κλασικό πια έργο του «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών», θεμελιώνοντας έτσι τις αρχές λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς και θέτοντας τις βάσεις της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης. Εκεί, λοιπόν, μίλησε για τον «φειδωλό άνθρωπο», που με την «ετήσια αποταμίευσή του» «αναδεικνύεται σε ευεργέτη της κοινωνικής ευημερίας» και για τον «άσωτο άνθρωπο», που «οι δαπάνες του ξεπερνούν το εισόδημά του» και «αναδεικνύεται σε εχθρό της κοινωνικής ευημερίας». Μίλησε για τη «συσσώρευση του αποθέματος», για το «δανειζόμενο απόθεμα», κι έγραψε, πως «ο άνθρωπος που δανείζεται με σκοπό να καταναλώσει, πολύ σύντομα θα καταστραφεί και ο δανειστής του θα έχει γενικά την ευκαιρία να μετανοήσει για την αφροσύνη του (να του δανείσει)». Από το «κεφαλαιακό απόθεμα», λοιπόν, της εποχής του προβιομηχανικού καπιταλισμού του 18ου αιώνα, αυτό που περισσεύει, δηλαδή, από την άμεση κατανάλωση, μέχρι το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο των αγορών χρήματος και τα απίθανα χρηματοπιστωτικά τους προϊόντα, έχουν περάσει χρόνια πολλά. Πάνω από δύο αιώνες ιστορία. Βιομηχανική επανάσταση, καπιταλισμός, μαρξισμός, θεωρία της υπεραξίας, επαναστάσεις, σοσιαλισμός, υπαρκτός σοσιαλισμός, παγκοσμιοποίηση. Ο σοσιαλιστικός κόσμος αναδύθηκε, κυριάρχησε στο μισό της γης και τέλος κατέρρευσε, ενώ ο καπιταλισμός απορροφούσε συνεχώς τις κρίσεις του και προσαρμοζόταν πάντα στις νέες πραγματικότητες.
Μέσα στον ιστορικό χρόνο μιας γενιάς το «κεφαλαιακό απόθεμα» του 18ου αιώνα μεταμορφώθηκε από αποταμιευτικό κεφάλαιο των δεκαετιών του ’50 και του ‘60 στο καταναλωτικό κεφάλαιο της σημερινής εποχής. Με τον όρο «κεφάλαιο», σήμερα δεν εννοούμε πλέον το επενδυμένο σε κεφαλαιουχικό, βιομηχανικό εξοπλισμό, αλλά τους «άυλους τίτλους» του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κυρίαρχα του παιχνιδιού δεν είναι πια τα μετοχικά κεφάλαια των βιομηχανικών επιχειρήσεων και των πολυεθνικών εμπορικών εταιρειών, αλλά τα πιστωτικά κεφάλαια των ποικιλώνυμων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η General Motors, μια από τις ναυαρχίδες του κλασικού καπιταλισμού του προηγούμενου αιώνα έδωσε τη θέση της στη σύγχρονη «Soros Fund Management». Τα συσσωρευμένα μεταπολεμικά κεφάλαια, τα τεράστια διεθνή χρηματικά πλεονάσματα αφού στην αρχή στράφηκαν στη δημιουργία γιγαντιαίων πολυεθνικών εταιρειών, στη συνέχεια άρχισαν να στρέφονται στη δημιουργία μεγάλων χρηματοπιστωτικών κοιτασμάτων, ικανά να χρηματοδοτήσουν τις μελλοντικές καταναλωτικές δαπάνες κρατών και πολιτών, μέσα από την κάλυψη ελλειμματικών κρατικών προϋπολογισμών και με τη χορήγηση καταναλωτικών δανείων. Από την εποχή που κάθε χρόνο γιορτάζαμε την 31η Οκτωβρίου, ως παγκόσμια ημέρα της αποταμίευσης, το ταχυδρομικό ταμιευτήριο μοίραζε κουμπαράδες κι εμείς γράφαμε εκθέσεις για τα καλά της αποταμίευσης, περάσαμε στην εποχή των ατέλειωτων καταναλωτικών ημερών, στην εποχή που, με τις ευλογίες του επίσημου κράτους, διαφημίζονται από τη μια τα καταναλωτικά δάνεια, κι από την άλλη αποδοτικότερες μορφές τοποθέτησης των αποταμιευτικών κεφαλαίων. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η μεταπολεμική ευημερία των κοινωνιών της Δύσης, συσσώρευσε κεφάλαια και χρηματικά πλεονάσματα πολύ περισσότερα από αυτά που απαιτούνταν για την κάλυψη επενδυτικών, επιχειρηματικών αναγκών, ήταν αναπόφευκτο αυτά να διοχετευθούν για την κάλυψη νέων καταναλωτικών αναγκών. Έπρεπε, δηλαδή, να εφευρεθούν νέες ανάγκες. Η καταναλωτική κοινωνία κυριάρχησε. Ο κόσμος όχι μόνο δεν αποταμίευε ένα μέρος του εισοδήματός του για μελλοντικές του ανάγκες, αλλά αντίθετα άρχισε να καταναλώνει τα μελλοντικά του εισοδήματα. Ελλειμματικοί κρατικοί προϋπολογισμοί υιοθετήθηκαν ως αναπτυξιακοί, διαφημίστηκαν ποικιλοτρόπως τα ποικιλώνυμα καταναλωτικά δάνεια. Ο στόχος ήταν να βρουν διέξοδο και να τοποθετηθούν τα λιμνάζοντα μεγάλα χρηματικά πλεονάσματα της Δύσης.
Το διεθνές, λοιπόν, πιστωτικό κεφάλαιο, ως αποταμιευτικά τραπεζικά προϊόντα ή ως αμοιβαία κεφάλαια, οδηγήθηκε σταδιακά στον έλεγχο και τη διαχείριση της κατανάλωσης και των μελλοντικών εισοδημάτων προκειμένου να υπάρξουν αποδοτικότερες τοποθετήσεις. Από την προσπάθεια, ελέγχου της παγκόσμιας παραγωγής και των πρώτων υλών πέρασε στην προσπάθεια ελέγχου και της κατανάλωσης. Διείδε, αν θέλεις, ότι πιο εύκολα ελέγχεις τον άνθρωπο – καταναλωτή παρά τον άνθρωπο – παραγωγό. Οι μόνοι, όμως, που δεν κατάλαβαν τίποτα από όλη αυτήν την ιστορία, ήταν η αριστερά και το συνδικαλιστικό της κίνημα. Συνεχίζουν μέχρι και σήμερα ακόμη, να πιστεύουν, πως το κύριο όπλο των εργαζομένων είναι η αποχή από την εργασία (απεργία) κι όχι η αποχή από την κατανάλωση. Εξακολουθούν να βλέπουν τον άνθρωπο μόνο σαν εργαζόμενο, αγνοώντας, πως ο ίδιος ο εργαζόμενος άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και καταναλωτής και αποταμιευτής, συγκροτώντας με τις αποταμιευτικές του καταθέσεις τις διεθνείς χρηματαγορές. Η σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα είναι πλέον πολύ σύνθετη, πολύπλοκη και αντιφατική και δεν μπορεί να ερμηνευθεί «με μεθόδους και εργαλεία του παρελθόντος», (Φώτης Κουβέλης, συνέντευξη στην «Ελευθερία», 2 Ιουλίου 2011).
Οι κρίσεις χρέους και ελλειμμάτων, που αντιμετωπίζουν σήμερα οι δυτικές οικονομίες, δεν είναι, για τον ιδρυτή της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας Άνταμ Σμιθ, παρά οι συνέπειες «αστόχαστων» ενεργειών και μιας άσωτης διαχείρισης.
* Ο Γιάννης Φασούλας είναι οικονομολόγος, μέλος της Κ.Ε. της ΔΗΜ.ΑΡ.