Πρόσθετοι φόροι, σκληρή φορολογία των μικρών επιχειρήσεων με στόχο τη θεματική μείωσή τους, και μέτρα που οδηγούν σε αναγκαστικό λουκέτο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, υπό το καθεστώς ενός γενικότερου ασύδοτου καθ΄ υπόδειξη σχεδιασμού αναφορικά με την επιβολή φόρων και γενικότερα μέτρων – μόνιμου, καθώς φαίνεται - χαρακτήρα. Γιατί το λέμε αυτό; Διότι πολύ απλά η κυβέρνηση είναι αυτή που σπεύδει πρώτη να ανακοινώσει τα εν λόγω μέτρα που αναμένεται να προκαλέσουν γενικότερη ανάφλεξη του κοινωνικο-οικονομικού ιστού. «Η επιβολή πρόσθετων φόρων, όπως η έκτακτη εισφορά, το τέλος επιτηδεύματος, η αύξηση του Ε.Φ.Κ. στο πετρέλαιο και η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης-κίνησης, θα οδηγήσουν στον αφανισμό την Μικρών Επιχειρήσεων και θα βυθίσουν σε μεγαλύτερη ύφεση την ελληνική οικονομία», τονίζουν ξεκάθαρα τα βιοτεχνικά επιμελητήρια. Όμως η κυβέρνηση θεωρεί ότι πορεύεται στον δρόμο της ανάπτυξης. Στο στρατηγικό σχέδιο 2011 – 2015 του υπουργείου Οικονομικών για τη φορολογική μεταρρύθμιση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι βασικός στόχος για την κυβέρνηση είναι να παρουσιάσει μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου 2011 το εθνικό φορολογικό σύστημα, μια νέα φορολογική νομοθεσία που θα σέβεται τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους, κάνοντας επιλογές που θα οδηγούν στον αναπτυξιακό προϋπολογισμό. Έχουν ληφθεί ήδη μέτρα, ισχυρίζεται η κυβέρνηση, για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα επιφέρουν μείωση του αριθμού των πολύ μικρών επιχειρήσεων και ανάπτυξη των μεσαίων και μεγάλων που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό. Αλήθεια, ήθελα να ξέρω πως δηλώνεται έτσι ωμά, χωρίς περιστροφές, η στοχευμένη μείωση του αριθμού των μικρών επιχειρήσεων, με παράλληλη εικαζόμενη ενίσχυση των μικρομεσαίων; Πώς αποφασίζεται έτσι αυθαίρετα πως οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις πρέπει να κλείσουν, γεγονός που θα αποφέρει άμεσα κερδοφορία στις μεγάλες επιχειρηματικές αλυσίδες που ο καθένας γνωρίζει από πρώτο χέρι ποιους ωφελούν; Η κίνηση αυτή της κυβέρνησης είναι όχι απλά αποτυχημένη αλλά προοιωνίζει εάν μέλλον ζοφερό, μακριά από την επιτυχή επίτευξη των όποιων δημοσιονομικών στόχων. Την ίδια στιγμή, λαμβάνονται μέτρα που οδηγούν σε αδιέξοδο τις ίδιες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δεν το λέω εγώ, το εκφράζουν - με τον πλέον τραγικό τρόπο - οι επαγγελματίες βιοτέχνες – έμποροι που κριτικάρουν σφοδρά τις αυτοκτονικές επιλογές της κυβέρνησης αναφορικά με την πολιτική τους απέναντι – για παράδειγμα - στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών εστίασης, και γενικότερα των ΜΜΕ: «Θα πρέπει άμεσα να ανακληθεί η επιλογή «αυτοκτονίας» που έγινε με την αύξηση κατά 10 μονάδες, δηλαδή 77%, του ΦΠΑ στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες εστίασης (από 13% σε 23%). Επιχειρήσεις που εκτός των άλλων αποτελούν και καταφύγιο για εργασία, κύρια νέων ανθρώπων, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο. Αφορά περίπου σε 140.000 επιχειρήσεις (!) (και ξενοδοχειακές) που απασχολούν πλέον των 600.000 εργαζομένων. Με αυτή την επιλογή δεν θα επιτευχθεί, κάτω από τις παρούσες συνθήκες οικονομικής ύφεσης, η εισροή στα ταμεία του κράτους ούτε του 20% των υπολογισθέντων. Και αυτό σε πρώτη φάση. Αποτέλεσμα αυτής της «παρανοϊκής» επιλογής θα είναι δεκάδες χιλιάδες απώλειες θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα νέων για τους οποίους των κράτος θα κληθεί να καταβάλει επιδόματα ανεργίας. Χιλιάδες λουκέτα σε επιχειρήσεις. Ο ΟΑΕΕ θα χάσει χιλιάδες επιχειρηματίες ασφαλισμένους. Το τουριστικό μας προϊόν θα καταστεί το ακριβότερο στην Ευρώπη για άλλη μια φορά, με προφανείς και εδώ τις οικονομικές επιπτώσεις για επιχειρήσεις και κράτος. Εγκληματική, τονίζουν οι εμποροβιοτέχνες, θα είναι η αύξηση του ΦΠΑ από 13% σε 23% στις επιχειρήσεις της εστίασης με απρόβλεπτες συνέπειες για τον κλάδο, την εθνική οικονομία, την απασχόληση και τον τουρισμό. Ο κλάδος της εστίασης, τονίζουν, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος και με το τουριστικό προϊόν και αντί να λαμβάνονται μέτρα στήριξής του όπως κάνουν οι ανταγωνίστριες χώρες με μείωση των συντελεστών ΦΠΑ (στο 5% ή 6% από 19%), αντί να εκμεταλλευτούμε την ελληνική γαστρονομία και την ελληνική διατροφή ως συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, οδηγούμαστε στην αντιμετώπισή της ως εισπρακτικό μηχανισμό αβέβαιης αποτελεσματικότητας. Όμως παρά τις σοβαρές αυτές επισημάνσεις και το λουκέτο που ήδη έχουν βάλει χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα, η κυβέρνηση επιμένει να βαυκαλίζεται πως τα μέτρα θα οδηγήσουν σε σταδιακή ανάπτυξη. Πώς μπορεί να συντελεστεί όμως αυτή η περιβόητη «ανάπτυξη» χωρίς την συγκατάθεση και τον διάλογο με τους ίδιους τους εμποροβιοτέχνες; Πώς ορίζονται οι όποιοι στόχοι χωρίς να ερωτηθούν οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες; Και δεν μιλώ για τα μεγάλα τραστ ή τις εμπορικές αλυσίδες αλλά για τις επιχειρήσεις αυτές που συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη, εν ολίγοις τις μικρομεσαίες, αυτές που στα λόγια η κυβέρνηση θέλει να πριμοδοτήσει αλλά που στην πράξη επιθυμεί να μειώσει θεαματικά. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Τα μέτρα που λαμβάνονται όχι απλά δεν τις βοηθούν αλλά τις ωθούν σε κατάρρευση, με οδυνηρό αποτέλεσμα την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας και την εκτόξευση της ανεργίας στα ύψη. Το στρατηγικό σχέδιο της κυβέρνησης για την απασχόληση και την καταπολέμηση της ανεργίας δεν έχει αποφέρει - μέχρι τη στιγμή που μιλάμε - κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τουναντίον, τα προβλήματα συσσωρεύονται και παραμένουν δυσεπίλυτα. Όσα αναφέρουν οι εμποροβιοτέχνες δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ύστατη προειδοποίηση για το ζοφερό μέλλον. Είναι στο χέρι της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού να προβεί σε νέες ενέργειες που θα ανακουφίσουν τον αιμοδότη της ελληνικής οικονομίας, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Φυσικά αν το θελήσει και αποσπάσει την έγκριση από την τρόικα. Σε αντίθετη περίπτωση, τα λόγια για ανάπτυξη θα είναι αόριστα και επιεικώς αποπροσανατολιστικά. Γιατί μέτρα χωρίς τη συγκατάθεση των αφορούντων, είναι απλά κινήσεις εκ του πονηρού για την εξυπηρέτηση άλλων μεγαλεπήβολων στόχων. Και ας μην αρέσει στους κυβερνώντες ο υπαινιγμός περί εξυπηρέτησης των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων και τη μετατροπή ή αναγωγή του καταναλωτικού προϊόντος σε ένδειξη ακατάσχετης κερδοσκοπίας μέσω της δήθεν ανταγωνιστικής μείωσης των τιμών ανάμεσα στα διάφορα τραστ που έχουν εξακοντίσει προ πολλού και με τις ευλογίες όλων των κυβερνήσεων τους βιοτέχνες και τους μικροεπιχειρηματίες.