Συναισθηματικοί, επαγγελματικοί και οικογενειακοί λόγοι μου δίνουν την ευκαιρία να επισκέπτομαι τακτικά την πόλη που αγαπώ όσο και την Κατερίνη, τη Λάρισα.
Εδώ και αρκετό καιρό έκοψα την κακή συνήθεια να διανύω την απόσταση των 90 περίπου χιλιομέτρων με το αυτοκίνητό μου. Έδωσα λοιπόν σ’ αυτό το ζήτημα μια ευρωπαϊκή χροιά ταξιδεύοντας οικονομικά οικολογικά και ευρωπαϊκά με τον απαξιωμένο για τον νεοέλληνα σιδηρόδρομο.
Στην τελευταία μου επίσκεψη στη Λάρισα έχοντας το χρόνο με το μέρος μου θέλησα να περπατήσω μέχρι το κατάστημά μου που βρίσκεται στην οδό Παναγούλη και στη συνέχεια να κατευθυνθώ πάλι περπατώντας στο σπίτι της μικρής μου κόρης που κατοικεί στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου κοντά στις όχθες του Πηνειού.
Από το σταθμό διέσχισα την γεμάτη αναμνήσεις οδό Παλαιολόγου και σε λίγα λεπτά έφθασα στη γωνία για να συναντήσω την υπερφορτωμένη κυκλοφοριακά οδό Φαρσάλων. Εκεί κοντοστάθηκα πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο και ένα τσουνάμι αναμνήσεων με παρέσυρε όχι προς τα εμπρός όπως είναι φυσικό και αναπότρεπτο, αλλά προς τα πίσω. Με μετέφερε 63 χρόνια πίσω στο έτος 1948. Τι γύρευα όμως εγώ το 1948 επταετής παίς τότε στο κτίριο που τότε λεγόταν «Παράδεισος»;
Ήμουν εσωτερικός πρόσφυγας γιατί το ορεινό χωριό μου η Κρανιά Ολύμπου ήταν επικίνδυνος τόπος, λόγω του εμφυλίου πολέμου. Κατεβαίνοντας από το τρένο λίγο πριν δύσει το 1947 οι γονείς μου και τα δύο μεγαλύτερα από εμένα αδέλφια φορτώθηκαν τους μπόγους του φτωχού μας νοικοκυριού και κατευθυνθήκαμε στο κτίριο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ που ο μπαμπάς μου είχε κανονίσει να στεγασθούμε. Δεν χρειάσθηκε να περάσει πολλή ώρα για να διαπιστώσουμε ότι ο τόπος ήταν κόλαση και όχι παράδεισος. Ο ιδιοκτήτης μας υπέδειξε να κατεβούμε στο θεοσκότεινο υπόγειο της οικοδομής και εκεί με άλλες τρεις οικογένειες να μοιραστούμε τα 60 τ.μ. χωρίζοντας με παραβάν από κουβέρτες τα νοικοκυριά μας. Εξαερισμός δεν υπήρχε και από τη στενή σκάλα του υπογείου αναδύονταν οσμές απροσδιορίστου υφής. Αρκετά καλύτερες συνθήκες υπήρχαν στα επάνω διαμερίσματα του ισογείου εκεί διέμεναν οι προνομιούχοι που είχαν προλάβει να εγκατασταθούν πριν από εμάς. Και στο καλύτερο διαμέρισμα όπως ήταν φυσικό διέμενε ο σπιτονοικοκύρης, ο κύριος Ηρακλής με την σύζυγό του κυρία Βηθλεέμ και τα τέσσερα παιδιά τους. Όλοι μας όμως οι «αρουραίοι του υπογείου» και οι άνωθεν του ισογείου προνομιούχοι 30-35 τον αριθμό και όλων των ηλικιών μοιραζόμασταν μια κοινή τουαλέτα τότε βέβαια τον λέγαμε «απόπατο» η λέξη τουαλέτα ήταν εντελώς άγνωστη για μας.
Απίστευτο και όμως αληθινό. Πολλές φορές σκέφθηκα πώς ήταν δυνατόν να γίνονται όλα αυτά; Πώς εξυπηρετούνταν 35 άνθρωποι με μια υπαίθρια στην αυλή τουαλέτα;
Γιατί σήμερα μια οικογένεια 5 ατόμων χρειάζεται 2-3 τουαλέτες; Το μόνο λογικό συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι ο άνθρωπος είναι μεγάλο «θηρίο» προσαρμόζεται στις συνθήκες που διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να τις αλλάξει το παίρνει απόφαση και προχωρεί. Αυτό το δρόμο δεν μπορούν να τον περπατήσουν οι μεμψίμοιροι, οι γκρινιάρηδες, οι υπερβολικά σιχασιάρηδες, οι εγωιστές και οι υπερόπτες.
Είναι δρόμος θανάτου γι’ αυτούς και δρόμος επιβίωσης μόνο για τους ευσπροσάρμοστους.
Καθώς έκανα αυτές τις σκέψεις προσπάθησα να ανασύρω από τον σκληρό δίσκο του μυαλού μου εικόνες του τοπίου εν έτει 1948, προσπάθησα να τις συναρμολογήσω με τη σημερινή πραγματικότητα αλλά ήταν αδύνατο. Αν κάποιος δεν ήξερε καλά την περιοχή από παλιά επ’ ουδενί λόγω θα πείθονταν ότι βρίσκεται στον ίδιο χώρο στην ίδια πόλη στην ίδια γειτονιά. Έλειπαν χαρακτηριστικά κομμάτια του παζλ, έλειπε το μαρμαράδικο του Σκούταρη, έλειπε το ουζερί του Γατσιού, στο βάθος του Σταθμού έλειπε το κέντρο ΟΑΣΙΣ, έλειπε και καλά έκανε το κολαστήριο των φυλακών της πυριτιδαποθήκης, έλειπαν οι αλάνες της γειτονιάς που κλωτσούσαμε αντί για μπάλα κάποιο κονσερβοκούτι αν υπήρχε και αυτό. Σε όλα αυτά τα μέρη υπήρχαν τώρα φυλακές νέου τύπου διαμερίσματα με σίδερο και μπετόν έχοντας φυλακισμένα παιδιά καθώς και ηλικιωμένους ετοιμάζοντας το έδαφος για μια εύκολη διαταραχή του νευρικού συστήματος.
Είναι τόσο πιεστικές οι συνθήκες που ζει ο σημερινός κάτοικος μιας πόλης που δεν έχει χώρο ούτε τα σκουπίδια του να αποθέσει. Όλα αυτά συνδυαζόμενα με την ανεργία, την ανέχεια και των ασύστολων προς το κακό ενεργειών, κυβερνώντων και κυβερνουμένων οδηγούν το αποτυχημένο κοινωνικό μοντέλο σε κατάρρευση.
Ξανασκεπτόμενος όμως και ιχνηλατώντας στο παρελθόν αναθάρρησα. Γιατί όμως; Γιατί η ευτυχία του ανθρώπου δεν συνδέεται άμεσα μόνο με την οικονομική ευημερία. Η ευτυχία του ανθρώπου είναι πολύ απλή υπόθεση αν κατανοήσει την αξία που στην ελληνική γλώσσα γράφεται με πέντε γράμματα ΑΓΑΠΗ. Το διαπιστώνει κάποιος αυτό από τα αγέλαστα πρόσωπα των κατοίκων των επισκεπτών και όλων των ανθρώπων που γυροφέρνουν στις γειτονιές με τα αυτοκίνητά τους ψάχνοντας απεγνωσμένα πάρκινγκ. Πιο κατηφή όμως είναι τα πρόσωπα των ανέργων που βγαίνουν στους δρόμους αναζητώντας εργασία και να γλιτώσουν ενδεχόμενο καβγά με τη γυναίκα τους που τους πυροβολεί με ασύνετα λόγια ευτυχώς όχι πάντα διότι υπάρχουν και εξεγέρσεις συνετών γυναικών που απαλύνουν το πρόβλημα. Αυτό το πετυχαίνουν δίνοντας κουράγιο που απορρέει από την τόσο απαραίτητη για τον άνθρωπο ΑΓΑΠΗ.
Είναι το μόνο πράγμα τεράστιας και ανυπολογίστου αξίας που μπορεί να αποκτηθεί από όλους και δωρεάν.
Είναι μια ιδιότητα που όλοι οι άνθρωποι θέλουν να τους παρέχεται αρχικά από το οικογενειακό περιβάλλον και στη συνέχεια από το φιλικό και κοινωνικό. Εμπόδιο όμως σ’ αυτό το αγαθό παρεμβάλλεται το χρήμα όλοι μας είμαστε μάρτυρες στα τελευταία 50 χρόνια να βλέπουμε τον οικογενειακό ιστό να καταρρέει. Από τη στιγμή που οι τσέπες των Νεοελλήνων γέμισαν με χρήμα «δανεικό» άρχισαν να ξεσογιάζουν κατά συνέπεια έδωσαν νερό και τροφή. Στη ζήλια και στο μίσος. Και όταν ένας καταληφθεί από αυτές τις απαίσιες ιδιότητες σταματάει να γελά. Είναι κατηφής και θυμωμένος όλα του φταίνε. Αυτός όμως δεν φταίει σε τίποτα. Μπορεί να αναπολεί με νοσταλγία τα ατέλειωτα τα βράδια που μισοχορτάτος αλλά παραδόξως ευτυχής συμμετείχε καθήμενος σταυροπόδι λόγω ελλείψεως πολυθρόνων και καρεκλών συμμετέχοντας σε ατέλειωτες συζητήσεις και γέλια ψήνοντας πατάτες και κάστανα στη χόβολη.
Όμως η οικονομική κρίση μπορεί να ενώσει ξανά την ανθρώπινη οικογένεια βάζοντας λίγο νερό στο κρασί μας όλοι, νύφες, πεθερές, αδέλφια, γονείς, συμπέθεροι κ.λπ. να κάνουμε τα τραύματα της κρίσης να μας πάρουν ξώφαλτσα τι εννοώ. Π.χ. Αν οι νύφες δεν μπορούν να επιβιώσουν με το λίγο έτσι και αλλιώς εισόδημά τους να συμβιβαστούν και να συγκατοικήσουν με πεθερές και κουνιάδια στο ίδιο σπίτι. Τα πλεονεκτήματα υπερτερούν των μειονεκτημάτων όταν οι καιροί το επιβάλλουν. Με την ιδία θέρμανση εξυπηρετούνται όλοι με μια κατσαρόλα, πάλι όλοι βολεύονται οικονομικά με την ίδια σχεδόν κατανάλωση ρεύματος εξυπηρετούνται οι πάντες και τόσα άλλα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν στην πορεία.
Συνθήκες ζωής σαν το 1948 αν έχουμε ειρήνη ίσως να μην αντιμετωπίσουμε. Γιατί το πιο σπουδαίο κοινωνικό κομμάτι της πατρίδας μας που είναι οι αγρότες διέθεσε στις κρίσιμες στιγμές και πάλι θα διαθέσει ατέλειωτα αποθέματα φιλότιμου και κοινωνικής ευθύνης. Το απέδειξε διαχρονικά στο παρελθόν μη εκμεταλλευόμενο τους λιμοκτονούντες συνανθρώπους του. Και ήταν αυτοί που έσωσαν από την πείνα εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων χωρίς να τους εκμεταλλευτούν.
Είναι η μόνη τάξη που δεν κρατά κακία απεχθάνεται τον ρεβανσισμό παρ’ ότι καταδυναστεύεται από οργανωμένα καρτέλ που ρυθμίζουν τις τιμές των ζωοσωτήριων προϊόντων που παράγουν αγοράζοντάς τα σε εξευτελιστικές τιμές.
Σαν επίλογο θα συνιστούσα πρώτα στον εαυτό μου και στην οικογένειά μου όταν συναντιώνται με έναν εργάτη της γης που παράγει τροφή να υποκλινόμαστε.
Και όταν του παρέχουμε υπηρεσίες οποιουδήποτε είδους νομικές, εμπορικές, ιατρικές, ηλεκτρονικές κ.λπ. να βάζουμε αρκετό νερό στο κρασί μας κατεβάζοντας τις απαιτήσεις στο ελάχιστο, σκεπτόμενοι το εξής. Αν εκλείψει το χρήμα και οι συναλλαγές γίνονται με είδος θα αισθανθούμε μεγάλη ντροπή.
Αν εγώ που πουλάω χαλιά για ένα χαλί θα πρέπει να πάρω μισό φορτηγό ντάτσουν σιτάρι το ίδιο άβολα θα αισθανθεί και κάποιος επιστήμονας που θα παρέχει κάποια υπηρεσία σε έναν αγρότη πόσα αυτοκίνητα σιτάρι θα πρέπει να πάρει; Δεν είναι επίσης ντροπή πίνοντας ένα ουίσκι να δίνει δύο τσουβάλια σιτάρι; Ας ελπίσουμε ότι το απέραντο φρενοκομείο αξιών σύντομα θα εισέλθει βάζοντας τα πράγματα στις πραγματικές των διαστάσεις πριν είναι αργά για όλους μας. Γιατί ένα κιλό ζωοσωτήριο σιτάρι έχει 0,10 λεπτά και ένα κιλό ηρωίνη έχει όσο έχει το μισό σιτάρι του θεσσαλικού κάμπου;