Η καπετάνισσα η Μαριώ εκείνο το απόγευμα ήταν πολύ ανήσυχη. Ανέβαινε στο ανώι, αγνάντευε τη θάλασσα όσο έφθανε η ματιά της, κατέβαινε στην αυλή, ξανανέβαινε και δεν έβρισκε ησυχία πουθενά.
Η ψυχοκόρη η Βαγγελιώ το πρόσεξε μα δεν της είπε τίποτα.
Η Βαγγελιώ ήταν ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι, απ΄ το διπλανό νησί που δούλευε στο αρχοντικό του καπετάν-Γιώργη και της καπετάνισσας της Μαριώς εδώ και μερικά χρόνια.
Η καπετάνισσα δεν είχε κόρες και την αγαπούσε σαν να ήταν δικό της παιδί.
Είχε όμως δυο λεβέντες γιούς, το Νικόλα και τον Ανδρέα, που ταξίδευαν με τον πατέρα τους. Από μικρά παιδιά τους είχε μαγέψει η θάλασσα. Η μάνα τους βέβαια θα τους ήθελε στη στεριά, αρκετά καρδιοχτύπια και αγωνίες πέρασε με τον πατέρα τους, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν ούτε ν΄ ακούσουν.
Παράτησαν το σχολείο και μπαρκάρισαν απ΄ τα δεκαπέντε τους.
Ο καπετάνιος τους καμάρωνε, που ήταν ατρόμητοι και αγαπούσαν το καράβι. Εκείνο το πλεούμενο το «ΤΗΝΟΣ» - αυτό ήταν το όνομά του - δούλεψε σκληρά ο καπετάν-Γιώργης για να το αποκτήσει. Από μούτσος ξεκίνησε σε μεγάλα καράβια του νησιού και νάτος τώρα καραβοκύρης εδώ και χρόνια στο «ΤΗΝΟΣ».
Μάλιστα σε λίγο θα είχε κι ένα δεύτερο καράβι, εκείνες τις μέρες κοντά στο Δεκαπενταύγουστο θα έβγαινε απ’ το καρνάγιο.
Ανήμερα της Παναγίας τους περίμεναν μεγάλες χαρές. Θα βάφτιζαν το καράβι και θα γιόρταζαν τη γιορτή της Μαριώς μετά από χρόνια στο νησί.
Πάντα εκείνη την ημέρα πατέρας και γιοί ταξίδευαν, αλλά εκείνη τη χρονιά της το υποσχέθηκαν.
Απρίλης ήταν όταν μπαρκάρισαν και η καπετάνισσα μετρούσε τις μέρες, τους μήνες ως το Δεκαπενταύγουστο.
Όσο ζύγωνε ο καιρός όμως, μια ανησυχία είχε τρυπώσει ύπουλα στην ψυχή της και δεν την άφηνε ούτε να κοιμηθεί τις νύχτες, ούτε να συγκεντρωθεί στο νοικοκυριό της την ημέρα.
Δεν το συζητούσε με κανέναν παρά μόνο με τον παπά-Θανάση στο εκκλησάκι, στην πλαγιά του βουνού, που ήταν κι εκείνο αφιερωμένο στην Παναγία.
Εκείνο το απόγευμα ανηφόρισε και πάλι ν’ ανάψει τα καντήλια και να μιλήσει με τον παπά-Θανάση μπας κι αλαφρώσει η ψυχή της.
Σαν έφθασε κάθισε λίγο να πάρει μια ανάσα στο πεζούλι έξω απ’ το εκκλησάκι και ύστερα μπήκε. Ο παπά-Θανάσης έκανε τον εσπερινό και δυο – τρεις γερόντισσες που δεν τις κρατούσαν τα πόδια τους ν’ ανέβουν στη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας της Τήνου, γονατισμένες προσεύχονταν.
Η Μαριώ άναψε τα καντήλια όσα ήταν σβηστά και ύστερα γονάτισε κι εκείνη σε μια γωνιά μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης και την πήρανε τα δάκρυα.
«Βοήθα Παναγιά μου» ψιθύρισε, «βοήθα να ξεμπαρκάρουν σήμερα όπως λογάριαζαν. Να είναι όλοι στο μέτρο και γεροί. Γιατί αργούν τόσο! Έπεσε το σούρουπο δεν φαίνεται τίποτα στο πέλαγος...! Κάνε το θαύμα σου Παρθένα μου. Αύριο όλο το νησί θα γιορτάζει. Εκατομμύρια άνθρωποι θα μαζευτούν εδώ να ζητήσουν τη βοήθειά σου. Θα δείξεις το μεγαλείο σου, θα κάνεις θαύματα, τυφλοί θα δούνε το φως τους, παράλυτοι θα περπατήσουν, βοήθα Μεγαλόχαρη να γιορτάσω κι εγώ με την οικογένειά μου. Έχω δυο μέρες να μάθω νέα τους... Πού βρίσκονται γιατί δεν φάνηκαν ακόμα!».
Σηκώθηκε, σκούπισε τα δάκρυά της και βγήκε έξω. Ο παπά-Θανάσης είχε τελειώσει και καθόταν στο πεζούλι.
Κάθισε δίπλα του.
«Τι έγινε καπετάνισσα, πότε ξεμπαρκάρουν οι δικοί σου;», μίλησε ο παπά-Θανάσης.
«Τρελαίνομε απ’ την αγωνία παπά μου, έπρεπε τώρα να είχαν πιάσει λιμάνι. Λες να έπαθαν τίποτα, δεν θα το αντέξω αυτό. Ξέρεις τι πέρασε η οικογένειά μου, πού είναι τ’ αδέρφια μου, πού είναι ο πατέρας μου, τους κατάπιε αυτή η μαγκούφα η θάλασσα».
«Μη βάζεις κακό με το νου σου Μαριώ δεν έπαθαν τίποτα. Δεν θα αφήσει η Παναγία μας να τους συμβεί κανένα κακό, την ημέρα της γιορτής της. Έχε πίστη και μη φοβάσαι».
«Μακάρι παπά μου μακάρι...».
Σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε.
«Καλό βράδυ και προσευχήσου και συ παπά μου». Καθώς κατηφόριζε το μονοπάτι, κόντευε να σμίξει η μέρα με τη νύχτα, αλλά κάτι ξεχώρισε...
Μα ναι, ήταν η Βαγγελιώ.
Σαν πλησίασε το κορίτσι έτρεμε ολόκληρο. Της καπετάνισσας της κόπηκαν τα γόνατα. Ακούμπησε σ’ ένα βραχάκι για να μην πέσει και δεν έβγαζε μιλιά, μόνο κοιτούσε μέσα στα μάτια τη Βαγγελιώ.
«Κυρά... καπετάνισσα... η τηλεόραση, το είπε η τηλεόραση σ’ ένα έκτακτο δελτίο...».
«Τι είπε Βαγγελιώ...! Ούρλιαξε η καπετάνισσα».
«Είναι καλά όμως όλοι... μίλησε ο καπετάν-Γιώργης στην τηλεόραση».
«Τι έγινε Βαγγελιώ...! Μίλα κορίτσι μου τρελαίνομαι...».
«Καπετάνισσα... βούλιαξε το «ΤΗΝΟΣ».
«Θεέ και Κύριε! Βούλιαξε το «ΤΗΝΟΣ», επανέλαβε και σωριάστηκε στο μονοπάτι. Η Βαγγελιώ τη βοήθησε να σηκωθεί, την έβαλε σε μια πέτρα να καθίσει. Έτρεξε ο παπά-Θανάσης μ’ ένα μπουκάλι νερό σαν είδε το περιστατικό.
«Έλα καπετάνισσα κουράγιο, πες μας κορίτσι μου τι έγινε κάτι πήρε το αυτί μου».
«Παπά μου βούλιαξε το καράβι του καπετάν-Γιώργη, στ’ ανοιχτά της Κρήτης δεν κατάλαβα πολλά πράγματα, όμως είναι όλοι τους καλά. Ο καπετάνιος, τα παιδιά, το πλήρωμα, δεν έπαθε κανένας τίποτα. «Δόξα τω Θεώ». Σταυροκοπήθηκε ο παπά-Θανάσης. «Το έκανες το θαύμα σου Μεγαλόχαρη. Σήκω Μαριώ πάμε σπίτι, θα το πούνε στις ειδήσεις, θα μάθουμε. Αλλά αφού είναι όλοι καλά, δεν έχουν σημασία τα άλλα. Τα καράβια γίνονται!!!».
Καθισμένοι τώρα στη μεγάλη σάλα μπροστά στην τηλεόραση, η Μαριώ, η Βαγγελιώ, ο παπά-Θανάσης και μερικοί γείτονες που έτρεξαν για συμπαράσταση περιμένουν με αγωνία ν’ αρχίσει το δελτίο ειδήσεων.
Και νάτο που ξεκίνησε. Σαν πρώτο θέμα είχε το ναυάγιο. Σε λίγο σε πρώτο πλάνο έδειξε τον καπετάν-Γιώργη και τους γιους του...
Την καπετάνισσα την πήραν τα δάκρυα. Έτρεξε στα εικονίσματα και γονάτισε...
«Σ’ ευχαριστώ Μεγαλόχαρη, σ’ ευχαριστώ, έκανες το θαύμα σου!».
ΚΑΛΛΙΤΣΑ ΓΚΟΥΡΑΒΑ – ΔΙΚΤΑ
Λογοτέχνις - Συγγραφέας