* Του ΗΛΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
Ιδρυτή-Ιδιοκτήτη-Διευθυντή του
ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Συνέβαινε σχεδόν πάντοτε, κυρίως στα μικρά χωριά, με τις φτωχές οικογένειες, που δεν είχαν και πολλά παιδιά. Φεύγανε όλα για την κοντινότερη πόλη ή την πρωτεύουσα ή το εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη. Μένανε οι γονείς «δυο κούκοι». Σήμερα αυτό συμβαίνει συχνά και σε οικογένειες μεγάλων πόλεων και των Αθηνών. Mια και χωριά δεν... υπάρχουν πια, (τα πάτησε η αστυφιλία και η φυγή). Συνέβαλε και η μείωση του αριθμού των γεννήσεων για την ερήμωση της οικογένειας, αφού κανένα ανδρόγυνο στην Ελλάδα δεν κάνει, πλην σπανίων, οκτώ και 10 παιδιά όπως παλιά. Τώρα άντε ένα-δύο και πολλά είναι. Με την οικονομική κρίση που φάνηκε πλέον καθαρά ότι είναι πολύ αβέβαιο το μέλλον των νέων ανθρώπων στην Ελλάδα, φεύγουν ανύπαντροι και παντρεμένοι, συν γυναιξί και ανηλίκοις τέκνοις, για μια άλλη χώρα, για μια άλλη ήπειρο. Και μένουν οι γονείς «δυο κούκοι». Έτσι όταν ρωτάμε κάποιον πατέρα «πώς είστε, πώς είναι η οικογένεια, πώς τα περνάτε» η απάντηση είναι: «Ποια οικογένεια, εγώ και η... κούκα μου μείναμε». Και το χειρότερο ότι σπανίως ακούς κούκο ακόμη και στο χωριό. Ήρθαν κι αυτοί στην Αθήνα. Εγώ τον απολαμβάνω έναν εδώ στην Αγία Παρασκευή, όταν πηγαίνω στον θερινό κινηματογράφο του Δήμου μας τον «ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ», που είναι ανάμεσα στα πεύκα. Και νιώθω (όπως και η... κούκα μου) μια ζεστή και παρήγορη και ήρεμη μελωδική συντροφιά με το διαδοχικό «κούκου του» - έστω και από το θεωρούμενο πιο «ολιγοκαλικέλαδο» με τις δύο μόνο νότες του πτηνό). Γιατί στους άλλους δύο ωραίους κινηματογράφους μας, τον «ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ» και τον «ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ», ως πιο... κοσμικούς, δεν πλησιάζουν οι απόκοσμοι κούκοι. Το μόνο αισιόδοξο που μας μένει είναι «όσο μας κάνει κούκου» να γλυκαίνουμε τη μοναξιά μας, οι κάθε «εγώ και η κούκα μου».