Ο ιός του Δυτικού Νείλου είναι ένας RNA ιός, ο οποίος ανήκει στην οικογένεια των φλαβοϊών. Συγγενεύει με: τον ιό της Ιαπωνικής εγκεφαλίτιδας, τον ιό της εγκεφαλίτιδας του St. Louis, καθώς και άλλους παρόμοιους ιούς, που προκαλούν εγκεφαλίτιδες.
Η ονομασία του οφείλεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε σε περιοχή του Δυτικού Νείλου, στην Ουγκάντα το 1937. Ο εν λόγω ιός συναντάται σε τροπικές και εύκρατες περιοχές και μολύνει κυρίως πουλιά, άλογα, σκύλους, γάτες, νυχτερίδες, σκίουρους, κουνέλια, κροκόδειλους, κ.α.
Επιδημιολογικά στοιχεία: Επιδημίες σε ανθρώπους έχουν αναφερθεί στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη, την Αυστραλία και την Ασία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο ιός εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1999, έχουν παρατηρηθεί πολλά κρούσματα, με αποτέλεσμα, σήμερα, οι λοιμώξεις από τον συγκεκριμένο ιό, να δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας για τη συγκεκριμένη χώρα.
Στην Ευρώπη, εκδηλώθηκε η πρώτη επιδημία το 1996 στη Ρουμανία, όπου πλέον εμφανίζονται κρούσματα σε ανθρώπους, σε ετήσια βάση, ενώ σποραδικά κρούσματα, επίσης σε ανθρώπους, έχουν καταγραφεί στις χώρες: Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Τσεχία και Ουγγαρία.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με οροεπιδημιολογικές μελέτες, προέκυψαν, κατά το παρελθόν, ενδείξεις μόλυνσης ατόμων από τον ιό του Δυτικού Νείλου, καθ’ ότι διαπιστώθηκε η ύπαρξη αντισωμάτων έναντι του συγκεκριμένου ιού στον ορό του ενός περίπου τοις εκατό (1 %) του υγιούς πληθυσμού ορισμένων περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας. Τα πρώτα κρούσματα ενεργού λοίμωξης από τον εν λόγω ιό στη χώρα μας καταγράφηκαν τον Αύγουστο του 2010 και, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, αποδόθηκαν στην αύξηση του πληθυσμού των κουνουπιών κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, καθώς και στην αύξηση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος.
Μετάδοση του ιού: Κύριοι ξενιστές του ιού του Δυτικού Νείλου είναι τα άγρια πτηνά και τα κουνούπια. Η μετάδοση του ιού γίνεται κυρίως με το τσίμπημα μολυσμένων κουνουπιών. Ο ιός έχει απομονωθεί από 60 περίπου είδη κουνουπιών. Όμως, λιγότερα από 10 είδη ανήκουν στους κύριους διαβιβαστές του, με κυριότερο είδος τα κουνούπια του γένους Culex. Τα κουνούπια μολύνονται από άρρωστα πτηνά ή άλλα ζώα.
Στους άλλους τρόπους μετάδοσης περιλαμβάνονται: β) οι μεταγγίσεις αίματος, γ) οι μεταμοσχεύσεις οργάνων, δ) ο θηλασμός και ε) η εγκυμοσύνη, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ιός μεταδίδεται από τη μητέρα στο έμβρυο. Ο ιός δεν μεταδίδεται με το άγγιγμα, το φιλί ή τη σεξουαλική επαφή. Ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού μέσω ιατρικών διαδικασιών (π.χ. μεταγγίσεις, μεταμοσχεύσεις, εγχειρήσεις) είναι πολύ μικρός.
Παθογόνος δράση: Οι άνθρωποι και τα θηλαστικά της οικογένειας Equidae (άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια) παρουσιάζουν ευαισθησία στη λοίμωξη από τον ιό του Δυτικού Νείλου.
Ανοσολογική απάντηση: Η ανοσολογική απάντηση του ξενιστή αφορά στην παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της λοίμωξης από τον συγκεκριμένο ιό και τη μη διασπορά της στον οργανισμό και ιδιαίτερα στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ). Τα ειδικά IgM αντισώματα είναι αυτά που προστατεύουν τον οργανισμό από τη διασπορά του ιού στον οργανισμό. Τα εν λόγω αντισώματα ανιχνεύονται μετά πάροδο 2 - 8 ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων.
Κλινική εικόνα: Μεταξύ των ανθρώπων που μολύνονται: α) το 80% περίπου, παραμένει ασυμπτωματικό, β) το 20% παρουσιάζει ήπια νόσο, όπως: πυρετό, κεφαλαλγία, αδυναμία, μυαλγίες, αρθραλγίες, εμετούς, δερματικά εξανθήματα και διόγκωση των λεμφαδένων και γ) το 1% περίπου (κυρίως ηλικιωμένα άτομα) παρουσιάζει σοβαρή μορφή λοίμωξης, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από την προσβολή του ΚΝΣ (μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα, μυελίτιδα). Στα συμπτώματα σοβαρής μορφής λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου περιλαμβάνονται: υψηλός πυρετός, κεφαλαλγία, δυσκαμψία του αυχένα, αποπροσανατολισμός, σύγχυση, τρόμος, σπασμοί, μυική αδυναμία, παράλυση και κώμα.
Σημειωτέον ότι τα συμπτώματα εμφανίζονται ύστερα από 2 - 14 ημέρες μετά το τσίμπημα από το μολυσμένο κουνούπι και την είσοδο του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό. Τα συμπτώματα διαρκούν 4 έως 7 ημέρες περίπου. Σε σοβαρές όμως περιπτώσεις μπορούν να διαρκέσουν ακόμη και μερικές εβδομάδες.
Σε βαριές μορφές λοίμωξης, περιλαμβάνονται επίσης σπάνιες εκδηλώσεις, όπως: η χοριοαμφιβληστροειδίτιδα, το σύνδρομο Guillain- Barre, η ηπατίτιδα, η μυοκαρδίτιδα, η παγκρεατίτιδα, η νεφρίτιδα και η αιμορραγική διάθεση.
Διάγνωση: Η προκαταρκτική διάγνωση συχνά βασίζεται στα κλινικά «σημεία» και στα χαρακτηριστικά του ασθενούς, καθώς και στις ημερομηνίες πιθανού ταξιδιού του σε ενδημική για το συγκεκριμένο ιό χώρα ή περιοχή, καθώς και στις δραστηριότητές του και στην επιδημιολογική ιστορία της περιοχής στην οποία εκδηλώθηκε η λοίμωξη.
Η εργαστηριακή διάγνωση της λοίμωξης επιτυγχάνεται με τον έλεγχο του ορού του αίματος ή του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ), για την ανίχνευση των ειδικών IgM εξουδετερωτικών αντισωμάτων, καθώς και των IgG αντισωμάτων, με την εφαρμογή ειδικών εργαστηριακών τεχνικών ELISA.
Άλλος τρόπος διάγνωσης είναι η άμεση ανίχνευση του ιού, μέσα στις πρώτες 4 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων, η οποία μπορεί να επιτευχθεί είτε με κυτταροκαλλιέργεια είτε με μοριακές τεχνικές ανίχνευσης του γενετικού υλικού του ιού.
Θεραπεία: Ειδική θεραπεία, με τη χορήγηση κάποιου ειδικού φαρμάκου ή την εφαρμογή κάποιας ειδικής τεχνικής, δεν υπάρχει. Ως εκ τούτου, η αντιμετώπιση της λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου επικεντρώνεται στην ανακούφιση του ασθενούς από τα συμπτώματα (υποστηρικτική φροντίδα).
Στις ήπιες περιπτώσεις λοίμωξης, τα συμπτώματα συνήθως διαρκούν λίγες ημέρες και στη συνέχεια υποχωρούν από μόνα τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει: α) ανάπαυση στο κρεβάτι, β) κατανάλωση πολλών υγρών και γ) λήψη αντιπυρετικών και αναλγητικών φαρμάκων.
Στις σοβαρές μορφές λοίμωξης, όπως π.χ. στην περίπτωση της μηνιγγοεγκεφαλίτιδας, απαιτείται άμεση εισαγωγή του ασθενούς στο Νοσοκομείο για την εφαρμογή εντατικής υποστηρικτικής φροντίδας, η οποία συνήθως περιλαμβάνει: 1) την ενδοφλέβια (IV) χορήγηση υγρών, 2) τη χορήγηση φαρμάκων για την αντιμετώπιση των επιληπτικών κρίσεων, της ναυτίας, των εμετών ή του εγκεφαλικού οιδήματος, 3) τη μηχανική υποστήριξη της αναπνοής και 4) την πρόληψη των δευτεροπαθών λοιμώξεων (πνευμονίας, ουρολοίμωξης κ.ά.).
Πρόγνωση: Το ποσοστό θνητότητας, στους ασθενείς με σοβαρή μορφή λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου, κυμαίνεται από 3 % έως 15 %. Τα υψηλότερα ποσοστά θνητότητας παρατηρούνται στους ασθενείς ηλικίας άνω των 60 ετών.
Πρόληψη: Γνωστού όντος ότι δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για τη λοίμωξη από τον ιό του Δυτικού Νείλου, το ενδιαφέρον των επιστημόνων έχει στραφεί στην παρασκευή ειδικού εμβολίου, χωρίς μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο να έχει επιτευχθεί.
Οι οδηγίες προστασίας αποβλέπουν στην αποφυγή των τσιμπημάτων των κουνουπιών που μολύνουν τον άνθρωπο. Στα κυριότερα προληπτικά μέτρα περιλαμβάνονται: α) Η χρήση εντομοαπωθητικών στο ακάλυπτο δέρμα και στους εσωτερικούς χώρους. β) Η χρήση ανοιχτόχρωμων και άνετων ρούχων, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του δέρματος, ιδίως τις ώρες που επιτίθενται τα κουνούπια (από το σούρουπο μέχρι το χάραμα). γ) Η χρήση αντικουνουπικών πλεγμάτων (σήτες) στα παράθυρα και στις θύρες. δ) Η χρήση κουνουπιέρας κατά τον νυχτερινό ύπνο, στις περιπτώσεις, όπου τα λοιπά μέτρα προστασίας δεν αποδίδουν. ε) Τα συχνά «ντους» για την απομάκρυνση του ιδρώτα από το σώμα. στ) Η απομάκρυνση, ει δυνατόν, όλων των στάσιμων υδάτων πέριξ των σπιτιών, διότι αποτελούν σημεία εναπόθεσης των αυγών από τα κουνούπια, ζ) Οι συχνοί ψεκασμοί, με εντομοκτόνα, σε στάσιμα νερά, υπονόμους και σε σημεία στάσιμων υδάτων. η) Η χρήση ανεμιστήρων και κλιματιστικών, που δυσχεραίνουν το πέταγμα των κουνουπιών. θ) Το καλό κόψιμο των θάμνων και των χόρτων, πέριξ του σπιτιού, ώστε να μη βρίσκουν καταφύγιο τα έντομα. ι) Η χρήση λαμπτήρων κίτρινου χρώματος στις εισόδους των σπιτιών, που περιορίζει την προσέλκυση κουνουπιών.
Δρ Αργύρης Β. Ντόβας
τ. διευθυντής Β΄ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας
και Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας