* Του Κων. Α. Οικονόμου, δασκάλου του 32ου Δημοτικού Σχολείου Λάρισας
ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΣ: Κορυφαία θέση μεταξύ των αποστόλων του Κυρίου κατέχει και δίκαια ο Απόστολος Παύλος. Το κήρυγμα του Ευαγγελίου, μέσα από τη δική του φωνή και τα γραπτά του απλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του Ιουδαϊσμού, ως τα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Ας αποφύγουμε να μιλήσουμε για το γεγονός της μεταστροφής του, για τις περιοδείες του και το μαρτύριό του κι ας επικεντρωθούμε για λίγο στο θεολογικό του λόγο.
ΠΑΥΛΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ: Η Θεολογία του Αποστόλου Παύλου είναι επηρεασμενη από τέσσερις βασικούς παράγοντες:
α΄ από τον Ιουδαϊκό κόσμο και την Παλαιά Διαθήκη,
β΄ από τον Ελληνιστικό κόσμο,
γ΄ από την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία και
δ΄ από την προσωπική εμπειρία της εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, που οδήγησε στη μεταστροφή του.
Η επήρειά του από τα στοιχεία του ελληνιστικού κόσμου φαίνεται από το δανεισμό πολλών όρων ή εκφράσεων που χρησιμοποιεί στις Επιστολές του (Υιός Θεού, Κύριος, Σωτήρ, Πλήρωμα της Θεότητος, Εικών Θεού, κ.α.) και από τη χρήση πολλών φιλοσοφικών όρων (σώμα, ψυχή, νους, πνεύμα, καρδία, σαρξ). Αυτό εξηγείται από το ότι ο τόπος δράσης του Παύλου ήταν περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι μυστικές θρησκείες και οι φιλοσοφικές σχολές των Επικούριων και των Στωικών.
Είναι αλήθεια, όμως, πως η φρασεολογία και οι φιλοσοφικοί όροι που χρησιμοποίησε στη διδασκαλία του και στις Επιστολές του πήραν νέα μορφή ειδωμένες κάτω από το πρίσμα της Θείας Οικονομίας και του προαιωνίου σχεδίου του Θεού, όπως φαίνεται ή προτυπώνεται στην Παλαιά Διαθήκη και επαληθεύεται από τη σάρκωση του Υιού-Λόγου του Θεού και τη λυτρωτική για μας τους ανθρώπους, που είμαστε εικόνες του Θεού, σταυρική Του θυσία.
Για τον Παύλο, οι προφητείες και οι προσδοκίες της Παλαιάς Διαθήκης εκπληρώνονται στο πρόσωπο του Χριστού και την εγκαθίδρυση της Εκκλησίας. Έτσι, οι διάφορες φάσεις της ζωής του Χριστού, και ειδικά ο θάνατος Του, η ταφή, και η Ανάστασή Του, λαμβάνουν χώρα «κατά τας Γραφάς», ενώ οι Προφητείες των Γραφών ερμηνεύονται συμβολικά, ως προτύπωση δηλαδή, αυτών που επακολούθησαν με τη Σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και τα διάφορα γεγονότα της επίγειας διαδρομής Του.
Κύριο όμως χαρακτηριστικό της Αποστολικής του διδαχής είναι η εσχατολογία του και η χρήση πολλών χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία ανάγει στη νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί: στην εμφάνιση δηλαδή του Μεσσία, τη σταυρική Του θυσία και την Ανάστασή Του. Έτσι, επί παραδείγματι, στην προς Γαλάτας Επιτολή του ο Απ. Παύλος, αναφερόμενος στην περιτομή των Ιουδαίων, ως τύπο, καταλήγει στο συμπέρασμα πως η περιτομή της Παλαιάς Διαθήκης, οδηγεί στην περιτομή «καρδίας» και παθών των πιστών της νέας θρησκείας, ενώ η Ιερουσαλήμ των Ισραηλιτών ανάγεται στην επουράνια νέα Σιών των θεωμένων πιστών, του Νέου Ισραήλ της Χάριτος.
Η ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ: Ο Παύλος καταγράφει το «μαράν αθά» (A΄ Κορ. ιστ΄ 22) «ο Κύριος έρχεται», θεμελιώνοντας στον αναστημένο Κύριο την ανακεφαλαίωση των πάντων, προβάλλοντάς την ως απόδειξη της ανάστασης των νεκρών (A΄ Κορ. ιε΄14) και της ζωοποίησης των σωμάτων των πιστών διά του αγίου Πνεύματος (Ρωμ. η΄ 11). Έτσι η παρούσα ζωή αποτελεί κριτήριο για ό,τι θα συμβεί στην δευτέρα παρουσία. Ο Χριστός θα κρίνει τότε τους ανθρώπους σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου (Ρωμ. β΄16). Γράφοντας στους Φιλιππησίους δίνει προσωπικό χαρακτήρα στη διδασκαλία του. Ζωή μου, λέγει, εδώ στη γη είναι να ζω εν Χριστώ, αλλά και αν πεθάνω το θεωρώ «κέρδος».
Επιθυμεί να πεθάνει για να ζει εν Κυρίω, τον συναρπάζει όμως και το καθήκον να μείνει στη ζωή προσφέροντας «έργο» για την Εκκλησία και προς χάριν των πιστών. Η τοποθέτηση αυτή του Παύλου κατανοείται από τη θεολογία του περί ανακεφαλαιώσεως των πάντων στον Χριστό (Εφεσ. α΄10). Η ανακεφαλαίωση, άρχισε με τη θεία ενανθρώπηση, συνεχίζεται στην Εκκλησία και θα ολοκληρωθεί με την τελική κρίση, με την κατάργηση του θανάτου και ο Θεός πλέον θα είναι «τα πάντα εν πάσιν». Τότε θα εγερθούν οι νεκροί και «πάντες αλλαγησόμεθα», θα έχουν σώμα «ουράνιον» καὶ «πνευματικόν», θα έχουν «αθανασίαν» και «αφθαρσίαν» (A΄ Κορ. ιε΄40-53). Οι αναστημένοι δεν θα βιώνουν παθητικά τα δώρα της Βασιλείας των ουρανών, αλλά θα απολαμβάνουν τη θέα του Θεού, γνωρίζοντάς Τον πληρέστερα. Όσο είναι όμως σαγηνευτική η κατάσταση εκείνη, τόσο δύσκολος είναι ο αγώνας της προετοιμασίας του πιστού για την κατάσταση αυτή.
Ο Παύλος εξήγησε την ανάγκη να εγκαταλείψουν οι πιστοί τον «παλαιόν άνθρωπον» και ό,τι τους δένει με τα θέλγητρα του κόσμου. Οι πιστοὶ πρέπει να «εργάζονται το αγαθόν» προς όλους (Γαλ. στ΄10), να αγωνίζονται για την αληθινή αγάπη προς τον πλησίον (A΄Κορ. ιγ΄4-7), να κοπιάζουν αφάνταστα, να «στενάζουν», στην πνευματική και σωματική άσκηση, για ν’ αποκτήσουν «ουράνιο» σώμα, κι έτσι ν’ ατενίζουν αιώνια το Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον».