Στις 29 Ιουνίου η Εκκλησία μας τιμά την Ιερά Μνήμη των δύο μεγάλων Αποστόλων, τους οποίους ξεχωρίζει από την πολυπληθή χορεία των Αγίων Αποστόλων και στους οποίους αποδίδει το προσωνύμιο «Πρωτοκορυφαίοι». Η ξεχωριστή αυτή τιμή, πηγάζει από το γεγονός, ότι τόσο ο Πέτρος, όσο και ο Παύλος με τον βίο, τη διδασκαλία και το μαρτύριο τους, αποτέλεσαν και αποτελούν τους θεμέλιους λίθους και τους πρωτεργάτες της οικοδομής της Εκκλησίας του Χριστού.
Εκ των δώδεκα μαθητών του Χριστού ο Πέτρος, αγράμματος ψαράς στη Γαλιλαία, έλαβε την κλήση μετά τον αδερφό του Ανδρέα και ακολούθησε τον Κύριο, ως πιστός και αφοσιωμένος στον διδάσκαλο μαθητής. Ο ενθουσιώδης και φλογερός χαρακτήρας του, η θερμή πίστη αλλά και η ολόψυχη αγάπη και η αφοσίωσή του προς τον Χριστό, τον διέκριναν από τους υπόλοιπους μαθητές. Αυτά τον οδήγησαν, όταν ο Κύριος ρώτησε «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» να ομολογήσει με παρρησία: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος» για να λάβει αυθωρεί τη διαβεβαίωση, ότι επ’ αυτής της πέτρας (της ομολογίας) θα οικοδομηθεί η Εκκλησία. Το ορμητικό και ακατέργαστο του χαρακτήρα του, τον οδήγησε όμως και στην τριπλή άρνηση του προσώπου του Χριστού, η οποία αποτελεί διαχρονικά την καλύτερη απάντηση στην άλογη αυτοπεποίθηση και το καλύτερο μάθημα μετανοίας, αφού αμέσως μετά, όπως λέει το Ευαγγέλιο: «εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς». Όταν μετά το Πάθος και την Ανάσταση ο Κύριος εμφανίσθηκε στους μαθητές ρώτησε τρεις φορές τον Πέτρο: «Σίμων Ιωνά αγαπάς με πλείον τούτων;» εκείνος χωρίς έπαρση και με ταπείνωση απάντησε: « Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε...». Από εκείνη την ώρα αποκαταστάθηκε πλήρως στο αποστολικό αξίωμα από τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος του εμπιστεύθηκε την ποίμνη Του και προείπε τον μαρτυρικό θάνατο του και λαμβάνοντας λίγο αργότερα τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής ανεδείχθη σε απαράμιλλο κήρυκα του Ευαγγελίου, καθιστάμενος όντως από αλιεύς ιχθύων, αλιεύς ανθρώπων, αφού τόσο η διδασκαλία του όσο και τα πολλά θαύματα, που επιτέλεσε στο όνομα του Χριστού, οδήγησαν στην αληθινή πίστη χιλιάδες.
Στον αντίποδα, αρχικά, ο Παύλος, μορφωμένος και νομομαθής από την Ταρσό της Κιλικίας, δεν ήταν μαθητής του Χριστού, ούτε Τον είχε ποτέ αναζητήσει. Αντίθετα, διακατεχόταν από άκριτο ζήλο κατά του Χριστιανισμού και ποθούσε να εξαφανίσει τους Χριστιανούς, τους οποίους και εδίωκε, νομίζοντας εσφαλμένα, ότι έτσι υπηρετεί και ευαρεστεί τον Θεό. Ήταν μάλιστα παρών στον λιθοβολισμό του Αγίου Στεφάνου «συνευδοκών τη αναιρέσει» και κρατούσε τους χιτώνες των φονέων για να διευκολύνει το ανόσιο έργο τους. Αυτή η μανία του εναντίον των Χριστιανών τον οδήγησε και στη Δαμασκό, όπου έμελλε να ζήσει την προσωπική του πεντηκοστή και από φοβερός διώκτης, να γίνει ο μεγαλύτερος πνευματικός μαχητής της Εκκλησίας. Η αποκάλυψη του Χριστού άρχισε με την ερώτηση: «Σαούλ Σαούλ τι με διώκεις;» για να ολοκληρωθεί με την απάντηση «Εγώ ειμί Ιησούς ον συ διώκεις...». Η αποκάλυψη αυτή συντάραξε και συγκλόνισε τον Παύλο, τον έφερε σε πλήρη συναίσθηση του προτέρου σφάλματός του, τον έκανε να μεταστραφεί, να βαπτιστεί και να αποσυρθεί επί τριετία με μελέτη, άσκηση και προσευχή. Αφού, με άμεση αποκάλυψη διδάχθηκε τις αλήθειες του Ευαγγελίου, ξεκίνησε το τεράστιο διδακτικό του έργο προς τα «Έθνη», με τις μεγάλες αποστολικές περιοδείες και τις 14 θαυμάσιες και γεμάτες σοφία επιστολές του, οι οποίες, με τα μηνύματα χριστιανικής ζωής, που περιλαμβάνουν, παραμένουν πάντοτε διαχρονικές και επίκαιρες. Στη δεύτερη μάλιστα περιοδεία του η Θεία Πρόνοια, τον οδήγησε στη Μακεδονία κι από κει στην Αθήνα και την Κόρινθο καθιστώντας τον έτσι ανάδοχο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Το Ευαγγέλιο του Χριστού ήλθε διά στόματος Παύλου, να συμπληρώσει τα κενά του ελληνικού πνεύματος και της φιλοσοφίας, να διορθώσει τα κακώς κείμενα, που αυτά περιελάμβαναν και να μετατρέψει την Ελλάδα από κέντρο του λαμπρού αρχαίου πολιτισμού, σε κοιτίδα του Χριστιανισμού και τους Έλληνες, τον νέο περιούσιο λαό του Θεού.
Το θείο και ιερό αυτό παράδειγμα των προστατών Αγίων μας, των δύο Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων, αγωνιζόμαστε καθημερινά, να ακολουθήσουμε όλοι εμείς, οι νέοι της ενορίας Πέτρου και Παύλου, γενόμενοι στο μέτρο του δυνατού συνοδοιπόροι στα ευλογημένα βήματά τους. Ως νεανική κίνηση, συμμετέχουμε ενεργά στη λειτουργική ζωή της Ενορίας, στην επιτέλεση του πλουσίου φιλανθρωπικού της έργου, αλλά κυρίως στη μελέτη και διδασκαλία του λόγου του Θεού, μέσω της οργάνωσης και της λειτουργίας των κατηχητικών σχολείων όλων των βαθμίδων και των Νεανικών Διαλόγων. Το διδακτικό – κατηχητικό έργο, διανθισμένο με πληθώρα εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων, εντός και εκτός ορίων της ενορίας, αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για κάθε παιδί και κάθε νέο, να έλθει πιο κοντά στον Χριστό, να νοιώσει τη στοργή και την αγάπη της Εκκλησίας και να λάβει πολύτιμα και σπουδαία εφόδια για την πορεία της ζωής του. Στη δύσκολη από κάθε άποψη και φτωχή από πνευματικότητα εποχή, που ζούμε, η παρουσία μας και η συμμετοχή μας τόσο στις Ιερές Ακολουθίες και τα Ιερά Μυστήρια, όσο και στο κατηχητικό, αποτελούν μια θαρραλέα δημόσια ομολογία Πίστεως και μια ξεκάθαρη απάντηση, σε όσους θέλουν τη νεολαία απομακρυσμένη από τον Χριστό και την Εκκλησία, καθώς και σε όσους, με ευκολία χλευάζουν και υποτιμούν καθετί πνευματικό και χριστιανικό. Η παρουσία των Αγίων Αποστόλων είναι καθημερινή, διαρκής και ζώσα ανάμεσά μας και η ευλογία τους ανεξάντλητη προς όλους και αυτό γίνεται αντιληπτό σε κάθε βήμα του ενοριακού βίου, αλλά πολύ περισσότερο και στην προσωπική ζωή του καθενός από μας.
Τις ημέρες αυτές, κατά τις οποίες προετοιμαζόμαστε να εορτάσουμε πανηγυρικά, με μια ακόμη ευλογημένη σύναξη, τη Μνήμη των Αγίων Αποστόλων και με τις ευχές του Σεβασμιοτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Ιγνατίου, ας ευχηθούμε από καρδιάς η χάρη και η ευλογία τους να συνοδεύουν πάντα όλους μας και να σκεπάζουν τη Λάρισα και την Ελλάδα μας και ας φυλάξουμε στην καρδιά μας και ας κάνουμε πράξη την προτροπή του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού...».
Στέφανος Απ. Γιάνναρος
Γεώργιος Μπούτλας
Μέλη της Νεανικής Κίνησης της ενορίας Πέτρου και Παύλου Λαρίσης