Του Κώστα Γιαννούλα
Η κρίση, που μαστίζει τον τόπο μας, έπληξε, ως γνωστόν, πάρα πολλούς Έλληνες αλλά κατά βάση τη νεολαία μας, οι δείκτες ανεργίας της οποίας εκτινάχθηκαν στα ύψη και γι’ αυτό πάρα πολλοί νέοι και νέες βρίσκονται μπροστά σε μεγάλα αδιέξοδα.
Μέχρι τώρα, με τη στήριξη όσων γονιών είχαν κάτι στην άκρη ή μπορούσαν να συμπιέζουν και να περιορίζουν τις δαπάνες τους, ένα σημαντικό τμήμα τους και κυρίως αυτό, που ολοκλήρωσε ήδη τις σπουδές του και ματαιοπονώντας συνωστίζεται έξω απ’ τις πόρτες της αγοράς εργασίας, κουτσοβολεύονταν. Από δω και πέρα όμως;
Ήδη αρκετοί νέοι και νέες εγκατέλειψαν τη χώρα μας με προορισμό άλλες αγορές και πολλοί άλλοι είτε βρίσκονται προ των πυλών εξόδου είτε το σκέπτονται στα σοβαρά. Κάποιοι άλλοι, πολύ λιγότεροι αυτοί, πιεσμένοι απ’ την ανάγκη και με ψαλιδισμένα τα όνειρά τους και τους στόχους τους στράφηκαν ήδη προς επαγγέλματα, λειψά κι αυτά, άσχετα με το αντικείμενο σπουδών τους, με μεροκάματα, μισθούς και αποζημιώσεις, που δεν έχουν πλέον καμία σχέση μ’ αυτά, που γνωρίσαμε οι γονείς τους. Κάποιοι άλλοι, τέλος, και είναι οι πολλοί, γεμάτοι οργή και αγανάκτηση για τις εξελίξεις βρίσκονται σε απόγνωση.
Κι όμως! Σ’ αυτή τη χώρα, που λέγεται Ελλάδα, με την άφρονα πολιτική στο μεταναστευτικό Ευρωπαίων και Ελλήνων αξιωματούχων αμέσως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, εισέρρευσαν και εγκαταστάθηκαν μέχρι σήμερα, νομίμως-παρανόμως, πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες. Αρκετοί εξ αυτών κατάφεραν, μάλιστα, να γίνουν νοικοκυραίοι στον τόπο μας κάνοντας όλες εκείνες τις εργασίες, που απέφευγαν συστηματικά να κάνουν οι ντόπιοι είτε γιατί ήταν χειρωνακτικές, βαριές και ελάχιστα αποδοτικές, είτε γιατί με ευθύνη πολιτικών έμαθαν για περισσότερη σιγουριά να ονειρεύονται και να ασκούν επαγγέλματα κυρίως και κατά βάση στον δημόσιο τομέα.
Πέραν τούτου, στο πλαίσιο της ίδιας αυτής άφρονος πολιτικής και χάριν μεγαλύτερου κέρδους πολλές επιχειρήσεις εγκατέλειψαν τη χώρα μας, εγκαταστάθηκαν και βρίσκονται ακόμη σε χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, με κόστος εργασίας και ζωής μέχρι πρότινος πολύ χαμηλότερο απ’ το ελληνικό και άφησαν, έτσι, στο έλεος του Κυρίου χιλιάδες εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Παράλληλα, ενώ η ανεργία έχει κάνει εδώ και χρόνια ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της στον ντόπιο πληθυσμό, το ελληνικό γκουβέρνο, συμπολιτευόμενο και αντιπολιτευόμενο, αντί αλλαγής πολιτικής συμπεριφοράς και αναδιάρθρωσης των λειτουργιών του κράτους συνέχιζε τον χαβά του. Για να καθυστερήσει τεχνηέντως για κάποιο διάστημα την έκρηξη της ανεργίας των νέων εφηύρε την αύξηση του αριθμού των εισακτέων, την «αξιοκρατία», το ΑΣΕΠ, το δεύτερο πτυχίο, το μεταπτυχιακό, το διδακτορικό, τη γνώση ηλεκτρικών υπολογιστών και ξένων γλωσσών, την εξειδίκευση στο εξωτερικό και πάει λέγοντας, προκειμένου οι νέοι και κοντά σ’ αυτούς οι γονείς τους να στρέψουν σ’ αυτά για ένα διάστημα την προσοχή τους, μια που ο χρόνος σπουδών δεν θεωρείται χρόνος ανεργίας και τα έξοδα για χάρη τους γίνονται χωρίς ιδιαίτερη περίσκεψη. Μόνο που το κακό, τελικά, δεν αποφεύχθηκε, αφού το μόνο επίτευγμα ήταν η καθυστέρηση έκρηξης της ανεργίας.
Κοντά σ’ όλα αυτά, πολλοί γονείς, που δραστηριοποιούνταν πετυχημένα στον ιδιωτικό τομέα, αντί να συνιστούν και να επηρεάζουν τα παιδιά τους προς την κατεύθυνση να σπουδάσουν μεν αλλά να γίνουν συνεχιστές στα πόστα τους, προτιμούσαν και κολακεύονταν αυτά να σταδιοδρομούν είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι, είτε ως γιατροί, δικηγόροι κ.λπ., με αποτέλεσμα να γεμίσει η αγορά από τέτοιους, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Μ’ αυτά και άλλα έφθασαν τα πράγματα εδώ που έφθασαν και ας όψονται γι’ αυτό πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες, δεξιές και αριστερές, γονείς, δάσκαλοι, ραδιοτηλεοπτικά μέσα, που εθελοτυφλώντας το επέτρεψαν.
Θα πρέπει, γι’ αυτό, οι της νέας κυβέρνησης, επειδή εκτός των άλλων η έξοδος της νεολαίας στο εξωτερικό δεν αποτελεί επωφελή λύση για τη χώρα, αν επιθυμούν ν’ αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους μαζί τους κι αν ενδιαφέρονται πραγματικά για το μέλλον της πατρίδας, να σκύψουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και να δώσουν λύσεις στο κατ’ εξοχήν πρόβλημα της νεολαίας, δηλαδή την ανεργία, και να θεραπεύσουν τις αιτίες που τη δημιούργησαν.
Αλλά και οι νεολαίοι αναλαμβάνοντας τις δικές τους ευθύνες αντί να κατακεραυνώνουν τους μεγάλους για τα αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκαν, θα πρέπει σύντομα ν’ αποδεχθούν ότι ανεξαρτήτως σπουδών η δουλειά, η όποια δουλειά, δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι ο παρασιτικός τρόπος ζωής, η φυγοπονία, η τεμπελιά και η επιλεκτικότητα, που συνοδεύεται από ακριβά γούστα και στηρίζεται σε δάνειες δυνάμεις.
Εγκαταλείποντας συνειδητά τον δρόμο του χωρίς κανόνες εύκολου πλουτισμού και της υπερκατανάλωσης πρέπει να συνεχίσουν να πιέζουν και να πρωτοστατούν σε κάθε προσπάθεια, που βάζει σαν στόχο την αναδιοργάνωση του κράτους και τη στήριξή του σε υγιείς βάσεις ανταγωνισμού και σε δοκιμασμένες κλασικές συνταγές μεταξύ των οποίων ο λιτός τρόπος ζωής και η κατανάλωση λιγότερων απ’ όσα παράγουμε.
Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα ν’ ανακάμψουμε ως άτομα και ως κοινωνία και να δοθούν μόνιμες λύσεις στα προβλήματά τους.