Από τον Δούκα Γραβάνη
Στην επαρχία Τσιάπας του Μεξικού, οι ιθαγενείς ινδιάνικες κοινότητες των Ζαπατίστας, ίσως να είναι οι μοναδικές που εφαρμόζουν σήμερα την άμεση δημοκρατία: ο καθένας έχει το δικαίωμα να μετέχει στις γενικές συνελεύσεις, να λαμβάνει τον λόγο και να εκφράζει τη γνώμη του ακόμα και τα παιδιά. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν αξιωματούχοι εκλεγμένοι με ψηφοφορία, ενώ η κοινοκτημοσύνη της γης αποκλείει εκ των προτέρων κάθε σύγκρουση για την ιδιοκτησία. Για τα άτομα της κοινότητας που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για κάποιον συγκεκριμένο τομέα εργασιών (όπως η παιδεία, η υγεία, η μηχανική, η παραγωγή καφέ, οι μορφές βιοκαλλιέργειας, οι εξωτερικές σχέσεις κ.α.) συστήνεται μια συνέλευση για να αναθέσει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες. Οι αρμόδιοι αυτοί εντάσσονται κατόπιν σε ένα «συμβούλιο καλής διακυβέρνησης» και καθ’ όλη τη διάρκεια των δραστηριοτήτων, προβαίνουν σε τακτικό απολογισμό των πεπραγμένων τους στην κοινότητα. Οι γυναίκες, επιφυλακτικές στην αρχή εξαιτίας των πατριαρχικών ηθών των Μάγιας, κατέχουν σήμερα εξέχουσα θέση στα «συμβούλια καλής διακυβέρνησης». Για να συνοψίσουμε εν τέλει τη βούληση των Ζαπατίστας να δημιουργήσουν μια ανθρώπινη κοινωνία δικαίου, ιδού ένα σύνθημά τους που περιγράφει με ρεαλισμό το πλαίσιο των προσπαθειών τους: «Δεν είμαστε παράδειγμα, είμαστε πείραμα...».
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο αμερικανικό περιοδικό «TIME» λίγες ημέρες πριν τις εθνικές εκλογές, ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου προέβη στην ακόλουθη δήλωση αναφορικά με τη θέση της Ελλάδας στο γίγνεσθαι της διεθνούς οικονομικής κρίσης: «Ήμασταν πειραματόζωο σε εργαστήρι». Με τα παραπάνω λόγια, ο Γ. Παπανδρέου απέδωσε στην Ελλάδα τον χαρακτήρα «πειραματόζωου» για τις αυστηρές πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλονται στο σύνολο της Ευρωζώνης. Ενστερνίστηκε δηλαδή, την ευρέως διαδεδομένη άποψη που θέλει την Ελλάδα να είναι η πρώτη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου εφαρμόζεται η νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ που οδηγεί σταδιακά στην αποδόμηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου.
Ας ξεκαθαρίσουμε αρχικά πως η δήλωση Παπανδρέου είναι κοινός τόπος, καθώς ένα πλήθος δεδομένων της πραγματικότητας την επιβεβαιώνει καθημερινά: ο κ. Σόιμπλε, η Τρόικα, η Task Force και ο κ. Τόμσεν προωθούν σκληρές πολιτικές λιτότητας δοκιμάζοντας τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα φοβερίζουν τα κράτη της υπόλοιπης Ευρώπης παρουσιάζοντας την Ελλάδα ως αντι-παράδειγμα, ώστε να συμμορφωθούν ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά προς τις εξίσου ανάλγητες υποδείξεις τους. Όμως ας αναρωτηθούμε: δεν είναι πολύ βολικό να υιοθετεί τούτη την άποψη ένας πρώην πρωθυπουργός στην προσπάθειά του να απαλλάξει πλήρως την κυβέρνησή του από τις ευθύνες της; Ειδικά όταν λίγο παρακάτω στην ίδια συνέντευξη υποστηρίζει πως όσα συνέβησαν και οδήγησαν τη χώρα σε μια ραγδαία επιδεινούμενη ύφεση «δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί». Τούτη η μετάθεση ευθυνών από πλευράς του ανθρώπου ο οποίος κλήθηκε να διαχειριστεί την ελληνική κρίση από το αξίωμα του πρωθυπουργού, δεν είναι τίποτε άλλο από μια ομολογία ανικανότητας, την οποία προσπαθεί να συγκαλύψει αποδίδοντας τις ευθύνες εξολοκλήρου στα ξένα κερδοσκοπικά συμφέροντα και στις ξένες απάνθρωπες πολιτικές. Μα αν ένας πόλεμος αλλότριων συμφερόντων μαίνεται γύρω σου, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι είσαι υποχρεωμένος να παραδοθείς αμαχητί.
Η προσωπική ευθύνη του Γ. Παπανδρέου είναι ότι ακριβώς δεν απέτρεψε να γίνει η Ελλάδα «πειραματόζωο», και ότι δεν επιτέλεσε ορθά το καθήκον του ως πρωθυπουργός ώστε να διασφαλίσει τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας του από τους έξωθεν... «πειραματιστές». Εν ολίγοις, έχοντας πλήρως υποταχθεί στην κηδεμονία των δανειστών, η κυβέρνηση αποδείχθηκε ανίκανη να αποτρέψει τα πειράματα σε βάρος της Ελλάδας. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαία η μεταστροφή της ρητορικής της κυβέρνησης Παπανδρέου ως προς το Μνημόνιο: ενώ στην αρχή το αντιμετώπιζε περίπου ως ένα αναγκαίο κακό, έπειτα το εξύψωσε σε εργαλείο εφαρμογής και προώθησης ενός νέου οικονομικοκοινωνικού μοντέλου. Και ακριβώς γι’ αυτό η κυβέρνηση Παπανδρέου και ο ίδιος έχει την κύρια ευθύνη της μετατροπής της χώρας σε πειραματόζωο, παρά τη διαστρέβλωση που επιχειρεί ως προς αυτό...
Στην πρώτη του μετεκλογική δήλωση, και αφού το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ είχε αποσπάσει τη δεύτερη θέση στην εκλογική αναμέτρηση καταγράφοντας στο ποσοστό του την άρνηση του εκλογικού σώματος να αποδεχθεί το δίλημμα «Μνημόνιο ή Χρεοκοπία», ο Α. Τσίπρας απεφάνθη πως: «Το πειραματόζωο ο ελληνικός λαός αντέδρασε, το πείραμα απέτυχε...». Δεν είμαι σίγουρος αν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι ως προς το ότι το πείραμα απέτυχε συνολικά, πάντως απέτυχε στον βαθμό που οι εκλογές ανέδειξαν την υπέρβαση του πολιτικού συστήματος που έφερε την Ελλάδα σε αδιέξοδο. Το σίγουρο ωστόσο είναι πως αυτή η υπέρβαση θα πρέπει να συνοδευτεί ταυτόχρονα και από την υπέρβαση της παλαιοκομματικής φρασεολογίας, της διγλωσσίας και της τρομοκρατικής φιλολογίας των απειλητικών διλημμάτων. Ανάμεσα στις άλλες λέξεις που κακοποιήθηκαν συστηματικά τα τελευταία χρόνια (βλ. για παράδειγμα τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, όπου η λέξη «ευθύνη» σημαίνει κατ’ ουσίαν «αμνήστευση»), θα πρέπει να αναθεωρήσουμε και το περιεχόμενο της λέξης «πείραμα». Αν μη τι άλλο, για να δώσουμε στη λέξη το θετικό πρόσημο που τόλμησαν να της προσδώσουν οι μακρινές κοινότητες των Ζαπατίστας, να της εμφυσήσουμε δηλαδή το πνεύμα της δημιουργίας. Να γίνουμε το πείραμα που δημιουργεί μία καινούρια πολιτική αφήγηση. Που σημαίνει να πειραματιστούμε αυτή τη φορά για να οικοδομήσουμε μια κοινωνία ειρήνης, δικαίου και ανοχής στη διαφορετικότητα. Να πειραματιστούμε για να αποδοθεί και πάλι στην πολιτική η αρχική της σημασία. Που φυσικά δεν είναι άλλη από την τέχνη του να κυβερνάς την πόλη, να βελτιώνεις δηλαδή κοινωνικά και ψυχολογικά τον τόπο όπου ένας πληθυσμός φιλοδοξεί να ζήσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του.*
doukasgrav@gmail.com
* Ορισμός της πολιτικής κατά τον Ραούλ Βανεγκέμ (Βέλγος διανοητής)