* Του Γ. Καραβάνα (karavanas1@hotmail.com)
Το μετεκλογικό σκηνικό βρίσκει την Ελλάδα διχασμένη απέναντι σε δύο κεντρικά ερωτήματα. Το πρώτο αφορά στον κλασικό διαχωρισμό αριστερά ή δεξιά και διατυπώνεται ως εξής: «Η οικονομική μας κρίση είναι προέκταση της παγκόσμιας κρίσης του Καπιταλισμού ή απλώς αποτέλεσμα της αναποτελεσματικής διακυβέρνησης της χώρας;». Με άλλα λόγια, «θα μπορούσαμε να βγούμε από την κρίση εξακολουθώντας να παίζουμε με τους κανόνες των δυτικών χωρών ή απαιτείται ριζική αριστερόστροφη μεταβολή του οικονομικού μας μοντέλου;». Το δεύτερο ερώτημα αφορά στο γνωστό(;) Μνημόνιο και στη στάση μας απέναντί του. Το ερώτημα διατυπώνεται ως εξής: «μπορεί η Ελλάδα να περιέλθει σε φάση ανάπτυξης καταγγέλλοντας μονομερώς το Μνημόνιο ή είναι υποχρεωμένη να συμβιβαστεί μόνο με αλλαγές, που θα έχουν και τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών μας;».
Το παρόν άρθρο δεν θα προσπαθήσει να δώσει απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Θα προσπαθήσει όμως να θέσει τίμια τους όρους για μια τέτοια συζήτηση. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δυσπιστία που επικρατεί ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο πλευρών. Σύμφωνα με τους δύσπιστους, οι αντίπαλοί τους γνωρίζουν τη σωστή απάντηση, αλλά μπλοφάρουν. Εφαρμόζουν δηλαδή την τακτική «Έξω απ’ την ΕΟΚ, έξω από το ΝΑΤΟ» του Α. Παπανδρέου, εξασφαλίζοντας ψήφους για ένα σύνθημα στο οποίο ούτε οι ίδιοι πιστεύουν. Πριν λοιπόν καθίσουμε ήρεμα ως κοινωνία να συζητήσουμε τα παραπάνω ερωτήματα, είναι θεωρώ απολύτως απαραίτητο να διαλυθεί αυτή η δυσπιστία και να πειστούν άπαντες, ότι ο έχων αντίθετη άποψη δεν μπλοφάρει, αλλά την πιστεύει πραγματικά.
Μέχρι τώρα η ελληνική κοινωνία πορεύτηκε «δυτικόστροφα» και «μνημονιακά». Σύμφωνα με όσους πιστεύουν σε μια πιο αριστερή κοινωνία, ο Καπιταλισμός είναι που κατέστρεψε τη χώρα. Σε αυτούς προστίθενται όσοι θεωρούν το Μνημόνιο επαχθές και καταστροφικό (κατά έναν παράδοξο τρόπο, εδώ συναντούνται αριστερές και ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις). Οι υποστηρικτές αντίθετα της δυτικοευρωπαϊκής πορείας της χώρας και του μνημονίου, υποστηρίζουν ότι η οικονομική κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα του προσανατολισμού της χώρας, αλλά του αναποτελεσματικού τρόπου με τον οποίο αυτή κυβερνήθηκε από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Σύμφωνα με αυτούς, το μνημόνιο αποτελεί δυσάρεστο πλην αναγκαίο μονόδρομο και τυχόν καταγγελία του θα οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Ευρώπης. Είναι γεγονός ότι η κάθε πλευρά έχει τα επιχειρήματά της. Επιχειρήματα ωστόσο που δεν στάθηκαν ικανά να πείσουν την άλλη πλευρά. Κι όταν τα θεωρητικά επιχειρήματα αδυνατούν να δώσουν λύση, το μόνο που μένει είναι το πείραμα και η πράξη. Οι «δεξιόστροφοι» και οι «μνημονιακοί», είχαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν τη θεωρία τους κι απέτυχαν. Μένει να αποδειχθεί αν απέτυχαν επειδή δεν την εφάρμοσαν σωστά ή αν απέτυχαν επειδή η θεωρία ήταν λάθος. Οι πρόσφατες εκλογές, έδωσαν πλέον την πλειοψηφία στους αριστερούς και τους αντιμνημονιακούς. Είναι λοιπόν ηθική υποχρέωσή τους, να δοκιμάσουν στην πράξη τη θεωρία τους και ηθική υποχρέωση των άλλων, να τους στηρίξουν ή τουλάχιστον να μην τους εμποδίσουν σε αυτή την προσπάθεια. Αυτό προτάσσει η Δημοκρατία.
Η διερευνητική εντολή βρίσκεται την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο, στα χέρια του κ. Τσίπρα. Είναι πολύ πιθανό και ο επόμενος εντολοδόχος Ε. Βενιζέλος, να απευθύνει πρόταση διακυβέρνησης προς την αριστερά, χωρίς να θέσει ιδιαίτερους όρους. Είναι γεγονός ότι η αριστερά στην Ελλάδα υποφέρει από μία σειρά εσωτερικών διαφωνιών. Αν όμως όλα τα αριστερά κόμματα θέσουν το καθένα από 10 βασικά σημεία της ιδεολογίας τους στο τραπέζι, είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν 2-3 σημεία, κοινής συμφωνίας. Ας σχηματίσουν λοιπόν μια βραχύβια κυβέρνηση με κεντρικό στόχο αυτά τα σημεία κι ας ξανακάνουν στη συνέχεια εκλογές. Ας συμφωνήσουν για παράδειγμα να φορολογήσουν τα πολύ υψηλά εισοδήματα με διαφορετικό τρόπο. Ας διορίσουν περισσότερο κόσμο στο δημόσιο κι ας ανεβάσουν τις κατώτατες αμοιβές. Ας κρατικοποιήσουν όλες τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες κι ας μοιράσουν την περιουσία των πλουσίων στους φτωχούς.
Αντίστοιχη συνεργασία μπορεί να υπάρξει, σε άλλο επίπεδο, μεταξύ των αντιμνημονιακών δυνάμεων. Μπορεί Τσίπρας και Καμμένος να διαφωνούν ως προς την αντιμετώπιση των Σκοπιανών και των μεταναστών, συμφωνούν όμως ότι «η Ελλάδα πρέπει να απαγκιστρωθεί από το Μνημόνιο». Σε αυτό συμφωνεί και ο Μιχαλολιάκος κι ο Κουβέλης. Ας σχηματίσουν λοιπόν μια σύντομη αντιμνημονιακή κυβέρνηση ειδικού σκοπού, διατηρώντας τις επιμέρους διαφωνίες τους, αλλά προωθώντας τον κοινό τους στόχο: να καταγγείλουν το Μνημόνιο, απαλλάσσοντας τη χώρα από αυτό, που κατά τη γνώμη τους είναι το βασικό μας πρόβλημα, κι ας ξανακάνουν μετά εκλογές. Αν δεν το πράξουν σήμερα, που έχουν πλειοψηφία στη Βουλή, θα αποδειχθεί περίτρανα ότι τόσο οι αριστεροί όσο και οι αντιμνημονιακοί, γνωρίζουν πως δεν υπάρχει τρίτος δρόμος και απλώς μπλοφάρουν. Θα αποδειχθεί ότι επέλεξαν έναν εύκολο, λαϊκιστικό και δημαγωγικό λόγο, που θα τους χάριζε μιαν άνετη εκλογή και μια ένδοξη καριέρα ισόβιου βουλευτή της αντιπολίτευσης, που όμως γνωρίζει την αναλήθεια των όσων ευαγγελίζεται. Υπάρχει μια παροιμία που λέει: «πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να σου συμβεί». Κύριοι των αριστερών και των αντιμνημονιακών δυνάμεων, ιδού η Ρόδος...! Η δικαιολογία ότι «εμείς θέλουμε, αλλά δεν συμφωνούν οι άλλοι» δεν είναι πειστική. Η πρόκληση απευθύνεται προς όλους σας ταυτόχρονα.
* Ο Γ. Καραβάνας είναι μορ. βιολόγος και στέλεχος της ΔΡΑΣΗΣ (www.drassi.gr)