Από τον Γιώργο Ζιαζιά
Ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της άνοιξης του 1826, της εποχής της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου, που διασώθηκε από τις οικογενειακές παραδόσεις του ακαδημαϊκού ποιητή Σωτηρίου Σκίπη είναι το εξής:
Ο Σουλιώτης παππούς του ποιητή ήταν αρχηγός τότε στο Μεσολόγγι, όπου βρισκόταν και η οικογένειά του. Πασίγνωστος για τον ηρωισμό του, ο καπετάνιος Γιώργης Σκίπης – πατέρας του παλαιού αρχηγού της Χωροφυλακής Ευαγγέλου Σκίπη – κατόρθωσε να φυγαδεύσει μερικά μέλη της οικογενείας του, χωρίς όμως να καταφέρει να φυγαδεύσει τα δύο μικρά κοριτσάκια του, το ένα 7 και το άλλο 9 ετών εγκαίρως και τότε αυτά έμειναν κατ’ ανάγκη στο Μεσολόγγι στο πατρικό σπίτι, ως που άρχισε η από ξηράς και θαλάσσης επίθεση του Κιουταχή.
Ενώ λοιπόν απεφασίσθη η ηρωική έξοδος, ο οπλαρχηγός Γιώργης Σκίπης, μόλις άρχισαν τα δραματικά γεγονότα, κατέληξε στην απεγνωσμένη απόφαση να σκοτώσει τα δύο μικρά κοριτσάκια παρά να τα αφήσει να πέσουν στα χέρια των βάρβαρων επιδρομέων. Και όρμησε κατόπιν προς την κόλαση της εξόδου.
Τα δύο κοριτσάκια όμως δεν σκοτώθηκαν, μόνον πληγώθηκαν βαριά και κατά την τραγική εκείνη νύχτα της εξόδου, οπότε οι δύο πολιορκητές σερασκέρηδες Ιμβραήμ και Κιουταχή επέφεραν τον όλεθρο των κατοίκων της αιματοποτισμένης πόλης του Μεσολογγίου, τα δύο παιδιά μισοσκοτωμένα όπως ήταν έπεσαν στα χέρια των στρατιωτικών του Κιουταχή, οι οποίοι και τα μετέφεραν σε λίγες ώρες στη σκηνή ενός εκ των πασάδων της επίθεσης, ενώ εξακολουθούσε το φρικτό μακελειό.
Ο πασάς τα είδε και τα λυπήθηκε. Διέταξε να τα περιποιηθούν οι γιατροί του και αυτοί κατόρθωσαν να τα σώσουν. Αργότερα ο πασάς τα έστειλε στη Θεσσαλία, όπου τα δύο κοριτσάκια μεγάλωσαν και πήραν Οθωμανικά ονόματα, αφού αναγκάστηκαν ν’ ακολουθήσουν την Οθωμανική θρησκεία. Στη συνέχεια παντρεύτηκαν, δύο μπέηδες και εγκαταστάθηκαν η μία στα Τρίκαλα και η άλλη στη Λάρισα.
Εν τω μεταξύ, όταν ήλθε ο Καποδίστριας και εργάσθηκε με κάθε μέσο για την αναζήτηση αιχμαλώτων ανδρών και γυναικών, βρέθηκε πολύς κόσμος και ξαναγύρισε στις εστίες τους. Αλλά τα ίχνη των δύο κοριτσιών που ο Γιώργης Σκίπης νόμιζε σκοτωμένα δεν βρέθηκαν πουθενά και κανένας δεν φανέρωσε τίποτα περί της υπάρξεώς των.
Με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, η μικρότερη τότε αδελφή που ζούσε παντρεμένη στη Λάρισα έδωσε πρώτη σημεία ζωής εις τον αδελφό της, που είχε πάντοτε την πεποίθηση ότι οι αδελφές του ζουν και τις αναζητούσε παντού. Το Οθωμανικό της όνομα ήταν Ναϊλέ, δηλαδή το βαπτιστικό της Σοφία και είχε χάσει τον άντρα της και με την χριστιανική πίστη σαν κρατούσε μέσα της είχε ιδρύσει στο κτήμα της μικρό ναό και κρατούσε πάντα κάτω από το προσκεφαλό της την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και αυτό βέβαια μετά τον θάνατο του ανδρός της.
Η πρώτη και η μεγαλύτερη χαρά της Ναϊλέ ήταν, όταν έφθασε στη Λάρισα ο αδελφός της Ευάγγελος Σκίπης, ως αρχηγός της Ελληνικής Χωροφυλακής και αργότερα επιμελητής των βασιλικών κτημάτων του Γεωργίου Α΄, οπότε έγινε και η συνάντηση των δύο αδελφών που υπήρξε εκτάκτως δραματική. Είχε περάσει τότε τα εξήντα χρόνια της και η χήρα καθώς ήταν χωρίς παιδιά, είπε στον αδελφό της, ότι το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής της είχε εκπληρωθεί, αφού στα γεράματά της ξανάγινε Ελληνίδα.
Το σπίτι της τραγικής Σοφίας βρίσκονταν στη συνοικία Σάλια, που ήταν ένα κομμάτι της συνοικίας Αρναούτ Μαχαλά, που στην εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν η πιο αριστοκρατική συνοικία. Κοντά σ’ αυτό βρισκόταν και το σπίτι του αδελφού της και πατέρα του λαρισινού ποιητή Σωτήρη Σκίπη, στο οποίο ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Μάλιστα όταν προ πολλών δεκαετιών ο σύλλογος «Γραμμάτων και Τεχνών», οργάνωσε μια εορτή για τα σαράντα χρόνια της ποιητικής του ζωής, πλημμυρισμένος από νοσταλγία επισκέφθηκε την παλιά γειτονιά, όπου δακρύζοντας αντίκρισε το παλαιό του σπίτι. Και τότε αφηγήθηκε στους φίλους του λαρισινούς την ιστορία της θείας του που τον λάτρευε. Ο πατέρας του έμεινε στη Λάρισα για πολλά χρόνια ως επιμελητής των βασιλικών Ανακτόρων, στον ομώνυμο Κήπο, όπου τώρα το Δημοτικό Ωδείο.