* Του Κώστα Γιαννούλα
Αν επισκεφθεί κανείς βιτρίνες καταστημάτων ή εκθέσεων επίπλου, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν στις μέρες μας κρεβάτια για όλα τα γούστα και για όλα τα πορτοφόλια, μονά και διπλά, ξύλινα και μεταλλικά, απλά και σύνθετα, μονόχρωμα και πολύχρωμα, παιδικά και γαμήλια, ενώ ανάλογης ποιότητας είναι και τα στρώματα και παπλώματα, που τα συντροφεύουν.
Κι όμως! Πριν λίγες δεκαετίες τα πράγματα για μας τα κρεβάτια ήταν εντελώς διαφορετικά, μια που για πολλές εκατονταετίες δεν είχαμε τέτοια ποικιλία και τόση αφθονία. Μία διπλωμένη προκόβα ή βελέντζα, κάποιες κουρελούδες ίσως ή άλλο χοντρό υφαντό, στρωμένα σε μια γωνιά ή στις γωνίες του ξύλινου πατώματος και συνήθως πλάι στο τζάκι ενός μεγάλου υπνοδωματίου αποτελούσαν κατά βάση τα περίφημα εκείνα γιατάκια, πάνω στα οποία παιδιά και ενήλικες ξεκούραζαν, τρόπος του λέγειν, τα κορμιά τους.
Τα στρώματα αυτά με τον καιρό αντικαταστάθηκαν από άλλα, που περιείχαν μέσα τους είτε άχυρο είτε καλαμποκόφυλλα, οπότε τα κορμιά ταλαιπωρούνταν λιγότερο και αναπαύονταν καλύτερα.
Κάποια στιγμή και συγκεκριμένα πριν μισό αιώνα περίπου, η εφευρετικότητα των ανθρώπων επινόησε αυτοσχέδια ξυλοκρέβατα με πόδια αυτή τη φορά. Πάνω σε δύο τριπόδια δηλαδή τοποθετούσαν χονδρές ομοιόμορφες σανίδες και πάνω απ’ αυτές στρωσίδια και στρώματα. Τέτοια κρεβάτια είχαν αποκτήσει πρώτα οι γονείς και αργότερα τα άλλα μέλη της οικογένειας, γιατί υπήρχε, δυστυχώς, έλλειψη σανίδων, αποτέλεσμα του λιτού τρόπου ζωής των ανθρώπων χάριν της μεταπολεμικής επιβίωσής τους.
Εκείνη την περίοδο τα κρεβάτια γνωρίσαμε και πάρα πολλούς ανεπιθύμητους επισκέπτες και μεταξύ αυτών ψύλλους και κοριούς. Ειδικά αυτοί οι τελευταίοι τρύπωναν στις χαραμάδες μας, έβγαιναν κρυφά απ’ αυτές και ρουφούσαν κυριολεκτικά το αίμα των φίλων μας. Όταν, μάλιστα, αυτοί στην προσπάθειά τους να τους εξοντώσουν κατέφευγαν στο φιλτράρισμα με πετρέλαιο, μυρίζαμε απαίσια. Μπρος στον πόνο, όμως, στην αϋπνία και στην αφαίμαξη, τι είναι η βρόμα;
Κάποτε η κατάσταση βελτιώθηκε. Τα ξυλοκρέβατα, πρώτα των γονέων, αντικαταστάθηκαν από σιδεροκρέβατα. Υπήρχε, μάλιστα, ένας συγκεκριμένος, τύπος, που ήταν ιδιαίτερα ελκυστικός. Σιδερένια προστατευτικά κάγκελα, βαμμένα άσπρα, προς τις πλευρές της κεφαλής και των ποδιών, με απαστράπτουσες τις τέσσερες νικελένιες αμβλείες γωνίες τους και κάποια καλλιτεχνική σύνθεση, μεταλλική κι αυτή, στα κάγκελα προς το μέρος των ποδιών. Κοντά σ’ όλα αυτά αποκτήσαμε και βαμβακερό στρώμα, το οποίο δεν στηρίζονταν πλέον πάνω σε σανίδες αλλά σ’ ένα είδος σούστας, κοινώς σουμιές, ικανής να απορροφά τους κραδασμούς απ’ την πίεση του σωματικού βάρους και να εξασφαλίζει τη ζητούμενη μαλακότητα του στρώματος προς ανακούφιση και τέρψη των σωμάτων. Όταν, όμως, η σούστα με τον καιρό χαλάρωνε, το κρεβάτι βούλιαζε και η άνεση πήγαινε περίπατο. Αφήστε που καταντούσαμε παιχνίδι στις ορέξεις των παιδιών, που με τις αναπηδήσεις τους πάνω μας κοντεύαμε να διαλυθούμε.
Γι’ αυτό και σχετικά γρήγορα ο σουμιές αντικαταστάθηκε από λαμαρίνες, που είχαν στις απολήξεις τους ελατήρια, και βελτιώθηκε, έτσι, η κατάσταση για τους χρήστες μας. Τα λαμαρινοντίβανα, μάλιστα, είχαν μέχρι πρότινος μεγάλη ζήτηση.
Σήμερα, η πιο συνηθισμένη μορφή κρεβατιού αλλά και καναπέ αντί για σουμιέ και λαμαρίνες διαθέτει στη βάση του σανίδες ή μεγάλη ξύλινη βάση χάριν της ορθοπεδικής και βελτιώνεται συνεχώς το στρώμα με υλικά και τεχνικές, που εξασφαλίζουν συνθήκες, που χρειάζεται το κορμί για να αναπαυθεί.
Όλη αυτή τη διαδρομή την ακολούθησαν και τα παιδικά κρεβάτια, που κι αυτά με τον καιρό από κοινές κούνιες, σαρμανίτσες και μπισίκια εξελίχθηκαν στα σημερινά παντός τύπου κρεβατάκια, ξύλινα και μεταλλικά, που παρέχουν ασφάλεια και άνεση σε μωρά και νήπια.
Επί τη ευκαιρία θα ήθελα να εκφράσω και το παράπονό μου. Ενώ παλαιότερα συντροφεύαμε τους χρήστες μας μέχρι σχεδόν να διαλυθούμε, όταν οι άνθρωποι χόρτασαν ψωμί, όσα γλιτώσαμε τις χωματερές, καίτοι βρισκόμασταν σε πολύ καλή κατάσταση, βρεθήκαμε στοιβαγμένα και αναξιοποίητα σε αποθήκες, όπως εγώ που σας διηγούμαι την ιστορία μας. Ευτυχώς πάντως, που ήρθαν οικονομικοί μετανάστες, μας ανακάλυψαν και εξόπλισαν ανέξοδα τα σπίτια τους, και τώρα τελευταία που ενέσκυψε η οικονομική κρίση και κάποιοι νεόπτωχοι ανακάλυψαν την αξία μας. Αποτελεί κι αυτό μια παρηγοριά για μας, την αξία μας και την αξιοπρέπειά μας.
Γιατί, όμως, αντί να προνοούν πρέπει οι άνθρωποι να παθαίνουν, για να μαθαίνουν;