Ήταν ένα ηλιόλουστο γλυκό πρωινό του Απρίλη. Στη μικρή κωμόπολη του Ν. Πετριτσίου Σερρών μια ασυνήθιστη κίνηση. Λιγάκι παράξενο.
Οι άνθρωποι που ζούνε μακριά απ’ τα αστικά κέντρα, έχουν τους δικούς τους ρυθμούς. Δεν βιάζονται, δεν αγχώνονται, δεν τρέχουν σαν τους παλαβούς.
Ξυπνάνε απ’ το χάραμα, απολαμβάνουν το καφεδάκι τους και σιγά – σιγά παίρνει ο καθένας το δρόμο του, για τη δουλειά που έχει προγραμματίσει απ’ το βράδυ.
Άλλος για να ταΐσει και να ποτίσει τα ζώα, άλλος να πάει στο χωράφι, οι γυναίκες να καταπιαστούν με το νοικοκυριό και να κυλήσει η μέρα, ώσπου να μαζευτούν και πάλι το βράδυ στο σπίτι.
Εκείνη η μέρα όμως στις έξι του Απρίλη δεν έμοιαζε με τις άλλες.
Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν σ’ όλους τους δρόμους.
Γυναίκες ντυμένες με τα καλά τους, άντρες επίσης, παιδιά με τις σχολικές τους στολές και κάποια με τοπικές ενδυμασίες.
Ολοκέντητα μακεδονικά μπουστάκια, ποδιές κεντημένες επίσης, ολομέταξες φούστες σουρωτές, κεφαλοδέματα με σιρίτια και φλουριά και άλλα στολίδια που σ’ έπαιρναν και σε ταξίδευαν σ’ άλλες εποχές.
Αξιωματικοί με τις στολές τους, που άστραφταν τα χρυσά κουμπιά στον ήλιο, στρατιώτες με καλογυαλισμένες αρβύλες και τσάκιση – μαχαίρι στη στολή τους, που την είχαν στρώσει από βραδύς κάτω απ’ το... στρώμα για να κοκαλώσει και να έχουν αυτό το αποτέλεσμα. - Μια τέτοια κίνηση σ’ εκείνη την παραμεθόριο περιοχή, συνέβαινε ελάχιστες φορές το χρόνο. Την 25η Μαρτίου, την 28η Οκτωβρίου και στις 6 του Απρίλη. Μεγάλη μέρα.
Σαν εκείνη την ημέρα έπεσαν τα Οχυρά του Ιστίμπεη.
Αυτή η επέτειος γιορταζόταν κάθε χρόνο με μεγαλοπρέπεια, απ’ τους κατοίκους της γύρω περιοχής και το στρατό.
Κατέφθανε κόσμος βέβαια και από άλλα μέρη, άλλοι είχαν πάρει προσκλήσεις κι άλλοι απλοί πολίτες έτσι αθρόα για να νιώσουν τον πατριωτισμό να κυλάει μαζί με το αίμα στις φλέβες τους και το ρίγος της συγκίνησης που πρόσφερε εκείνη η μέρα.
Στον διώροφο σπίτι κοντά στη βρύση, μια νεαρή μικρόσωμη γυναίκα κινούνταν κι εκείνη στο ρυθμό της όλης ατμόσφαιρας του χωριού.
Φεύγοντας ο άντρας της το πρωί, ένας νεαρός λοχαγός για τη μονάδα του, άφησε... εντολές.
«Θα είσαι έτοιμη την τάδε ώρα κι εσύ και τα παιδιά τα οποία θα ντύσεις καλά, γιατί εκεί που πάμε θα συναντήσουμε άλλο καιρό. Θα είστε έτοιμοι λοιπόν για να ξεκινήσουμε για τα οχυρά. Μην καθυστερήσετε γιατί δεν θα περιμένουν εμάς...» Αυτό το συνήθιζε ο καθ’ όλα νομοταγής και τελειομανής λοχαγός να το λέει σε κάθε εκδήλωση.
Έτσι και η νεαρή γυναίκα η κυρά λοχαγίνα – όπως την αποκαλούσε η σπιτονοικοκυρά η γιαγιά Πέτρα που είχε έρθει απ’ το παλιό Πετρίτσι – υπάκουγε στις... διαταγές του άντρα της σαν καλός στρατιώτης και φρόντιζε να είναι πάντα έτοιμη στην ώρα της κι αυτή και τα παιδιά.
Γύρω στις οχτώ το πρωί ξεκίνησαν για το Ιστίμπεη. Όχι βέβαια στη... γραμμή εν – δυο θα μπορούσε να είναι κι έτσι, αλλά μπήκαν στο αυτοκίνητο φυσικά.
Ο φιδωτός δρόμος στην πλαγιά της Κερκίνης, (Μπέλες) που οδηγούσε στα οχυρά, έμοιαζε από μακριά, σα ζωγραφικός πίνακας.
Αυτοκίνητα μικρά, μεγαλύτερα, στρατιωτικά, πολιτικά, γεμάτα με ανθρώπους κάθε ηλικίας, που λαχταρούσαν να πατήσουν την ηρωική εκείνη κορυφή και να γιορτάσουν όλοι μαζί με σεβασμό και κατάνυξη, εκείνη την επέτειο, που ήταν βαθιά χαραγμένη στο μυαλό των μεγαλύτερων.
Καθώς ανηφόριζαν ο καιρός άλλαζε. Σε λίγο νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν, που ολοένα πύκνωναν.
Κάποια στιγμή έφθασαν στην κορυφή του Ιστίμπεη.
Στρατιώτες με ζεστά τζάκετ με κουκούλες και γάντια οδηγούσαν τ’ αυτοκίνητα στο χώρο που έπρεπε να σταθμεύσουν.
Σε λίγο θα άρχιζε η τελετή. Δεν άργησαν να βγούνε οι ιερείς με τον σεβασμιότατο που είχαν έρθει από νωρίς και φιλοξενούνταν στο φυλάκιο που έκαιγε ένα μεγάλο τζάκι και άστραφτε από καθαριότητα.
Στον παρατεταγμένο κόσμο στον ιερό χώρο – μπροστά οι αξιωματικοί κατά βαθμό, πίσω οι οικογένειές τους και στη συνέχεια οι πολίτες – άρχισε η δοξολογία. Έπειτα διαβάστηκε η ημερησία διαταγή, η επιμνημόσυνη δέηση και ύστερα... Ω ύστερα. Μία απ’ τις συγκινητικότερες στιγμές εκείνης της τελετής. Όλοι κράτησαν την αναπνοή τους.
Το προσκλητήριο των νεκρών.
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κανείς εκείνες τις στιγμές. Δεν βρέθηκαν μέσα στους αιώνες.
«Στρατιώτης... τάδε...». «Απών, έπεσε ηρωικώς μαχόμενος υπέρ πίστεως και πατρίδος».
«Ανθυπολοχαγός... τάδε...» «Απών... κ.τ.λ.».
Στιγμές ανεπανάληπτες, που προκαλούν ρίγος και δέος και φέρνουν δάκρυα στα μάτια, όχι μόνο στους συγγενείς των απόντων αλλά σε όλους τους παρευρισκομένους.
Έπειτα ενός λεπτού σιγή εις μνήμη των νεκρών.
Και να μην ακούγεται τίποτα, εκτός απ’ την ανάσα του... χιονιού και το λυγμό κάποιου ηλικιωμένου άντρα.
Ακολούθησε δεξίωση με γλυκά και αναψυκτικά. Ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα της επικοινωνίας μεταξύ των καλεσμένων, ενώ το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει.
Η νεαρή γυναίκα που προαναφέραμε πλησίασε εκείνον τον ηλικιωμένο άντρα.
«Χάσατε κάποιον δικό σας εδώ;» του είπε δειλά. Εκείνος έβγαλε το μαντήλι του και σκούπισε τα μάτια.
«Αχ κορίτσι μου, εδώ πολέμησα, πώς γλίτωσα ένας Θεός ξέρει! Όλοι αυτοί που έπεσαν εδώ ήταν... δικοί μου, αδέλφια μου. Και ποιον να πρωτοκλάψω...!».
Έπειτα ακολούθησε χορός. Πάνω στα ιερά εκείνα χώματα, χόρεψαν οι νεαρές Μακεδόνες με τις ωραίες ενδυμασίες τοπικούς χορούς.
Τα συναισθήματα φούσκωσαν τα στήθη των παρευρισκομένων.
Λύπη, χαρά, περηφάνια, κύματα ηρωισμού να χτυπάνε στο γερό βράχο της γενιάς μας κι όλοι μαζί πολίτες και στρατός να δίνουν μυστικά μια υπόσχεση, ό,τι κι αν προκύψει, θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα των προγόνων μας.
Πλησίαζε μεσημέρι όταν τ’ αυτοκίνητα, άρχισαν να κατηφορίζουν σιγά – σιγά με προσοχή, γιατί το χιόνι είχε στρωθεί για καλά.
Στο αυτοκίνητο του νεαρού λοχαγού δεν ακουγόταν τίποτα. Ο καθένας είχε βυθιστεί στις σκέψεις του και τα παιδιά μιλούσαν χαμηλόφωνα, λες και φοβόταν μην ταράξουν τον ύπνο των νεκρών.
Η νεαρή γυναίκα έψαξε την τσάντα της, βρήκε ένα χαρτί και ένα μολύβι κι άρχισε κάτι να σημειώνει.
«Θα γράψεις κάτι;» τη ρώτησε ο άντρας της.
«Ίσως κάποτε, ναι...» απάντησε εκείνη και συνέχισε.
Όσο πλησίαζαν στο Ν. Πετρίτσι ο καιρός γλύκαινε κι ένας ήλιος ζεστός, Απριλιάτικος, έλουζε τη μικρή εκείνη κωμόπολη, με τους υπέροχους ανθρώπους, τους φιλόξενους, που αγκάλιαζαν τους ξένους με αγάπη και ζεστασιά κι ένιωθαν σαν στον τόπο τους.
Άλλη μια επέτειος των Οχυρών του Ιστίμπεη είχε περάσει, για να ξανάρθει την επόμενη χρονιά και να τη ζήσουν πάλι οι κάτοικοι του Ν. Πετριτσίου, κι όχι μόνο, μαζί με το στρατό πιασμένοι χέρι – χέρι.
Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτά
λογοτέχνις - συγγραφέας