Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
«Σήμερα το σύστημα των μνημονιακών συμφερόντων μαζεύει τα κομμάτια του, για να τα συγκολλήσει και να διαμορφώσει το επόμενο κυβερνητικό “σχήμα”», υποστηρίζει ο πολιτικός επιστήμονας Μενέλαος Γκίβαλος, σε άρθρο στην εφημερίδα «Παρόν», αναλύοντας τόσο τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων όσο και την ουσία των πολιτικών προτάσεων και θέσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, του μεν πρώτου που δηλώνει ότι αγωνίζεται για τη νίκη και την πρωτιά στις εκλογές, της δε δεύτερης που ευελπιστεί στην αυτοδυναμία.
«Σε αυτό το «σχήμα», το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ δεν θα συνυπάρξουν απλώς και μόνο για «αριθμητικούς» λόγους, για να αποφύγουμε, δήθεν, την ακυβερνησία, αλλά διότι αποτελούν πλέον συμπληρωματικά στοιχεία, ένα δίπολο οργανικό, ώστε η νέα κυβέρνηση να διαθέτει και μνημονιακή πολιτικοϊδεολογική «καθαρότητα» αλλά και την αναγκαία, τυπική, κοινωνική «νομιμοποίηση». Κατά τον προεκλογικό αγώνα, για τις συνήθεις ανάγκες της κομματικής αντιπαράθεσης, θα υπάρξουν πιθανώς και διαφοροποιήσεις και «συγκρούσεις». Όμως, οι ρόλοι τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ είναι προδιαγεγραμμένοι», εκτιμά ο Μενέλαος Γκίβαλος.
Είναι προφανές ότι η ταύτιση των δύο (πάλαι ποτέ μεγάλων) κομμάτων με το Μνημόνιο, τα έχει αποδομήσει πολιτικά και εκλογικά, όπως καταγράφεται στις έρευνες της κοινής γνώμης, αλλά την ίδια στιγμή, ενώ υπάρχει διάσπαση τόσο στη ΝΔ όσο και στο ΠΑΣΟΚ (με τα κόμματα των Π. Καμμένου, Λούκας Κατσέλη και Χ. Καστανίδη, αλλά και με τις διαρροές που καταγράφουν αμφότερα σε «συγγενείς» ιδεολογικοπολιτικούς τους χώρους) υπάρχει προσπάθεια διαμορφώσεως προεκλογικών πολιτικών επιλογών, πέρα φυσικά από τις ρητορικές της παραδοσιακής μεταξύ τους αντιπαραθέσεως, ώστε μετεκλογικά να κινηθούν συμπληρωματικά.
Το ΠΑΣΟΚ, με την κυριαρχία του Ευάγγελου Βενιζέλου και τη σύμπραξη των επιτελών του, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος και φυσικά με τη «συνέπειά»(!) του απέναντι σε μια έξωθεν επιβληθείσα βάρβαρη πολιτική λιτότητας, έχει αναδειχθεί σε «καθαρό» κόμμα του Μνημονίου, στο οποίο «ποντάρουν» τόσο οι δανειστές όσο και τμήμα της εγχώριας ελίτ.
Η δε ΝΔ, αφού ακύρωσε την αντιμνημονιακή της ρητορική (αφού δεν είχε αντιμνημονιακή πολιτική, καθώς ψήφιζε τα περισσότερα από όσα προβλέπονταν, ως νόμοι, από το πρώτο Μνημόνιο) συνυπέγραψε το δεύτερο Μνημόνιο, συγκυβέρνησε με το ΠΑΣΟΚ, χάριν, όπως υποστήριξε, του εθνικού συμφέροντος και τώρα προσπαθεί να πείσει την κοινωνία ότι θα την οδηγήσει στην ανάπτυξη, ενώ γνωρίζει ότι με τα ψηφισθέντα μέτρα η ύφεση θα βαθαίνει.
Παρά ταύτα, η ΝΔ προηγείται στις έρευνες της κοινής γνώμης και πιθανότατα θα είναι το πρώτο κόμμα στις εκλογές, με τον Αντώνη Σαμαρά να πιστεύει ότι η αυτοδυναμία είναι εφικτός στόχος, να τονίζει πως δεν πρέπει να επικρατήσουν τα άκρα και να μεταβληθεί η χώρα σε πεδίο συγκρούσεων και να προσπαθεί να ακυρώσει τις πιέσεις που δέχεται εκ δεξιών (ΛΑ.Ο.Σ., Χρυσή Αυγή και κυρίως «Ανεξάρτητοι Έλληνες»).
Ταυτοχρόνως, επιδιώκει να κινηθεί, όπως ο Γάλλος pρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και ως βασικά στοιχεία στην ατζέντα του θέτει τα θέματα της τάξεως και της ασφάλειας, εμφανώς «κλείνοντας το μάτι» προς τα δεξιά του, δεν είναι δε τυχαίο ότι ύψωσε εθνικοπατριωτικούς και θρησκευτικούς τόνους για να συγκινήσει τους παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους.
Κινούμενος στην ίδια πολιτική λογική επιχειρεί να αποδυναμώσει την επιχειρηματολογία της Αριστεράς, υποστηρίζοντας ότι η Αριστερά δεν έχει εφικτές λύσεις και επενδύει στη λαϊκή απελπισία, προσπαθώντας έτσι να αμφισβητήσει το σύνολο του αντιμνημονιακού μετώπου, στο οποίο τα αριστερά κόμματα έχουν δημοσκοπική και ιδεολογική ηγεμονία.
Και τέλος προσπαθεί να πλήξει τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ταυτίζοντάς τον με τον Γιώργο Α. Παπανδρέου, καθώς συμμετείχε σε μια πολιτική που οδήγησε στην αποτυχία του πρώτου μνημονίου.
Βεβαίως, ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ εύκολα μπορεί να ανατρέψει το τελευταίο επιχείρημα, όχι μόνο επικαλούμενος τα νομοσχέδια (απόρροια του πρώτου Μνημονίου) που υπερψήφισε η ΝΔ, αλλά και τη συμμετοχή της στο Δεύτερο Μνημόνιο, το οποίο συνδιαμόρφωσε, έστω κι αν δεν μετείχε στις επ’ αυτού διαπραγματεύσεις.
Ωστόσο, ο Ευ. Βενιζέλος έχει πιο δύσκολο έργο, καθώς η μνημονιακή του γραμμή δεν μπορεί να διεμβολίσει το αντιμνημονιακό αίσθημα των παραδοσιακών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι «φεύγουν» προς τα Αριστερά, κυρίως προς τη «συμπαθητική Αριστερά» του Φ. Κουβέλη, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, ίσως δε και προς την «Κοινωνική Συμφωνία» και το «Άρμα Πολιτών» του Γ. Δημαρά.
Ωστόσο, το... παρήγορο (!) για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ είναι πως πολιτικά η Αριστερά δεν αθροίζεται: Το ΚΚΕ πολιτεύεται με το σύνθημα ότι η μόνη διέξοδος για τον λαό είναι η ενίσχυση του κόμματος και μια αδύναμη κυβέρνηση και καταγγέλλει το ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜΑΡ ως υποκριτικές δυνάμεις, ο ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται μεν αναφανδόν υπέρ της ενότητας και ενός συνασπισμού εξουσίας με πυρήνα την Αριστερά, αλλά εισπράττει την άρνηση του ΚΚΕ και της ΔΗΜΑΡ, με την τελευταία να είναι ο κύριος στόχος της προσπάθειας του ΠΑΣΟΚ να επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους του.
Οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι προσεχείς εκλογές θα αλλάξουν ριζικά τον πολιτικό χάρτη, πλην, όμως, δεν αναμένεται να αναδείξουν έναν παγιωμένο νέο συσχετισμό δυνάμεων, όπως δε υποστηρίζει ο Σταύρος Λυγερός («Καθημερινή») «κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ένας μεταβατικός σταθμός, αφού το παλαιό πολιτικό σύστημα δεν έχει ακόμα πεθάνει και το νέο δεν έχει ακόμα γεννηθεί».
Ο συγκεκριμένος αρθρογράφος πιστεύει ότι σε περίπτωση μετεκλογικής συγκυβερνήσεως, το ΠΑΣΟΚ θα προτιμούσε πρωθυπουργός να είναι ο Λουκάς Παπαδήμος και πάντως όχι ο Α. Σαμαράς (αν και στην Ιπποκράτους συζητούν ακόμη και για ψήφο ανοχής σε μια κυβέρνηση Σαμαρά) τη λύση Παπαδήμου προτιμά η Τρόικα, είναι δε μάλλον απίθανο ο Α. Σαμαράς να παραχωρήσει την πρωθυπουργία, αν η εκλογική διαφορά της ΝΔ από το ΠΑΣΟΚ είναι μεγάλη.
Παρά ταύτα, η ουσία είναι η πολιτική και όχι τόσο τα πρόσωπα.
Και η πολιτική η οποία θα ακολουθηθεί (και αυτό είναι προδιαγεγραμμένο από τα βασικά κομμάτια του μνημονιακού παζλ, ασχέτως των διακηρύξεων του αρχηγού της ΝΔ για την ανάπτυξη) θα είναι συνέχεια αυτής που ήδη ασκείται και η οποία έχει καθυποτάξει την Ελλάδα και την κοινωνία της.
Οι δε παραδοσιακού χαρακτήρα, λαϊκίστικες συγκρούσεις της προεκλογικής περιόδου, μεταξύ των μνημονιακών «εταίρων», θα είναι περισσότερο υπαγορευόμενες από εκλογικού χαρακτήρα σκοπιμότητες, παρά από σκοπιμότητες μετεκλογικής ουσίας.