Του Κώστα Γιαννούλα
Ανήκω στην κατηγορία εκείνων, που αναλογιζόμενος τις καταστροφικές συνέπειες του «όχι» στη δανειακή σύμβαση, και μη έχοντας υπόψη άλλη αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση τάσσεται υπέρ του «ναι» με πλήρη, ωστόσο, συναίσθηση των όσων δεινών αυτή συνεπάγεται αλλά και όσων θετικών.
Για να καταλήξω στην επιλογή μου αυτή αμφιταλαντεύτηκα και προβληματίστηκα πάρα πολύ, μια που, καθώς άρχοντες και αρχόμενοι αφήσαμε καθένας με τον τρόπο του να οδηγηθούν τα πράγματα εδώ, που έφθασαν, είχα ν’ αντιμετωπίσω εκβιαστικά διλήμματα του τύπου: Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρώ ή χρεοκοπία, αντίσταση χωρίς προοπτική ή υποταγή, αξιοπρέπεια ή ταπείνωση, ανάληψη ευθυνών ή τακτική Πόντιου Πιλάτου και καταγγελιολογία.
Απ΄ τη μια, όντας συνταξιούχος του δημοσίου δεν άντεχα και δεν αντέχω άλλο το μόνιμο και μονόπλευρο ξεζούμισμα, τη σχεδόν άνευ όρων υποταγή της χώρας μας στους Τροϊκανούς και στα συμφέροντα των δανειστών μας καθώς και τον εξευτελισμό και την ταπείνωση ενός λαού, που δίδαξε κατά καιρούς με το παράδειγμά του, αν μη τι άλλο, αξιοπρέπεια, πατριωτισμό, αγάπη στην ελευθερία και πίστη στη δημοκρατία. Γι’ αυτό και ήμουν αρχικά επιρρεπής προς το «όχι».
Προϊόντος του χρόνου όμως διαπίστωνα ότι οι εκφραστές του «όχι», σε αντίθεση μ’ αυτούς του «ναι», πέραν του ότι έθεταν με τη στάση τους σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή τροχιά της χώρας και το ευρώ, που με τόσες θυσίες του λαού μας εντάξαμε στη ζωή μας, στέκονταν και στέκονται μόνο σε διαπιστώσεις, αρθρώνουν μονότονα καταγγελτικό πολιτικό λόγο αλλά στο διά ταύτα δεν μπορούν κάνοντας αμοιβαίες υποχωρήσεις να συνθέσουν και να καταθέσουν μια σοβαρή και αξιόπιστη συνολική εναλλακτική πρόταση, αφού άλλα προτείνει η κ. Παπαρήγα, άλλα ο κ. Τσίπρας, άλλα ο κ. Κουβέλης, άλλα αντ’ άλλων ο κ. Καρατζαφέρης και πάει λέγοντας οι υπόλοιποι.
Κανείς, μάλιστα, απ’ αυτούς δεν εξήγησε επαρκώς στον ελληνικό λαό, τι θα γίνει με τα δανεικά και το τεράστιο χρέος, που επί δεκαετίες δημιουργήσαμε. Σίγουρα και δεν αποτελεί σοβαρή πρόταση να το διαγράψουμε μονομερώς και να προτιμήσουμε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν σημαίνει «σεισάχθεια» του Σόλωνα, όπως αφήνεται τεχνηέντως να εννοηθεί, αλλά σημαίνει, ό,τι υποστήριξαν οι εκφραστές του «ναι» και δεν τους αντέκρουσε κανείς.
Θα συμπαρατασσόμουνα, ίσως, με κάποιον απ’ τους εκφραστές του «όχι», αν διαπίστωνα ότι αυτός και οι οπαδοί του ήταν αποφασισμένοι, όχι μόνο να δεχθούν φραστικά την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία αλλά και να είναι διατεθειμένοι να υποστούν παράλληλα, οικειοθελώς και χωρίς εξωτερικό δυνάστη, τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές και θυσίες, που χρειάζεται ο τόπος, για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου και το θέμα των δανεικών να τακτοποιήσουμε και το χρέος να τιθασεύσουμε αλλά και τη χώρα να στήσουμε σ’ άλλες βάσεις, πιο ανθρώπινες, πιο υγιείς, πιο δίκαιες κοινωνικά, χωρίς ρετιρέ και μισθούς και συντάξεις πείνας, σπάζοντας όλα τα αποστήματα και όλα τα εμπόδια, που μας οδήγησαν εδώ.
Παρακολουθώντας, όμως, τις κινήσεις τους και τις τοποθετήσεις τους όχι μόνο δεν διαπίστωνα κάτι τέτοιο αλλά επιπλέον έβλεπα ότι οι δημοσκοπήσεις, ενώ πρόσθεταν πόντους σε κόμματα του «όχι», η συντριπτική πλειοψηφία του λαού τάσσονταν και τάσσεται υπέρ της ευρωπαϊκής μας πορείας και του ευρώ.
Γι’ αυτό και αναγκαστικά και με βαριά καρδιά, αφού μαζοχιστής δεν είμαι, συμπαρατάσσομαι, πλέον, με τους εκφραστές του «ναι» στη δανειακή σύμβαση· το κάνω, ακόμη γιατί:
Με τις συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί, κανείς μας πια, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί με τη σύμβαση, δεν μπορεί να ισχυρισθεί, πως δε γνωρίζει την αλήθεια για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας, τι προβλέπει η σύμβαση και τι θα συμβεί σε περίπτωση ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Και επειδή αποτελεί αξίωμα, ότι για να μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδεχθείς την ύπαρξή του, τώρα που την αποδεχόμαστε, έχω βάσιμες ελπίδες πως δεν μπορεί παρά να βρισκόμαστε στην αφετηρία για το ξεπέρασμα της κρίσης.
Η ιστορία, επίσης, έχει αποδείξει ότι, ενώ του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει και παλεύει να τον αποτινάξει με ηρωικό μάλιστα τρόπο κάθε φορά, που του τον φορούν, σε περίοδο ειρήνης έμαθε να είναι επιρρεπής στο να βιώνει την ελευθερία και τη δημοκρατία ως ασυδοσία και χωρίς αυτοπειθαρχία ενδιαφερόμενος, κυρίως, για το ατομικό και όχι το συλλογικό συμφέρον, και πάρα πολλές φορές, στο να κάνει το δέον μόνον εφόσον τελεί υπό εξαναγκασμό και επιτήρηση.
Και επειδή εκτιμώ ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και με βάση την εμπειρία είναι ιδιαίτερα δύσκολο να δεχθούμε οικειοθελώς και χωρίς επιτήρηση να υποστούμε οδυνηρά μέτρα για την ανόρθωση της οικονομίας, αφού επιθυμεί ο καθένας μας να τα υποστούν όλοι οι άλλοι εκτός απ’ τον εαυτό μας, λυπάμαι, που το λέω, αλλά ευελπιστώ ότι το αναγκαστικό πλαίσιο μέτρων των Τροϊκανών μαζί με την πιεστική επιτήρηση θα συμβάλλουν στο να βγούμε, οσονούπω, απ΄ την κρίση.
Ευελπιστώ, ακόμη, πως θα συμβάλλει σ’ αυτό και η φρεσκάδα της όποιας νέας κυβέρνησης προκύψει απ’ τις προσεχείς εκλογές, τα συμπληρωματικά αναπτυξιακά και δικαιότερα κοινωνικά μέτρα, που θα κουβαλά στις βαλίτσες της καθώς και η αλλαγή κλίματος για την Ελλάδα, που ήδη επικρατεί στην Ευρώπη.
Αν, μάλιστα, απ’ ό,τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η νέα κυβέρνηση, είτε αυτοδύναμη, είτε συνεργασίας, είναι προσανατολισμένη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, οι πιθανότητες για ανάκαμψη της οικονομίας θα πολλαπλασιασθούν.
Για όλους αυτούς τους λόγους τάσσομαι υπέρ της δανειακής σύμβασης.