Του Κώστα Γιαννούλα
Πριν λίγο καιρό ασχολήθηκα σε άρθρο μου με το θέμα «αντλώντας μαθήματα απ’ τη Δημοκρατία του Περικλή» και έδωσα πληροφορίες σχετικές με τον τρόπο λειτουργίας δύο νομοθετικών σωμάτων της εποχής εκείνης· της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής των Πεντακοσίων.
Σήμερα, μια που οι εθνικοί ευεργέτες σπανίζουν και η πατρίδα μας αντιμετωπίζει τρομερά οικονομικά προβλήματα, τη λύση των οποίων καλούνται να δώσουν κατά βάση τα γνωστά μόνιμα υποζύγια, δηλαδή οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, ενώ την ίδια ώρα έχοντες και κατέχοντες είτε φοροδιαφεύγουν είτε μεταφέρουν κεφάλαιά τους σε εταιρίες και τράπεζες του εξωτερικού, οι πληροφορίες μου έχουν να κάνουν με το σύστημα των «λειτουργιών» της εποχής εκείνης, σχετικό με την έμμεση φορολογία των τότε πλουσίων.
Σύμφωνα μ’ αυτό οι ισχυρότεροι οικονομικά Αθηναίοι εκτός των άλλων εισφορών ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν στο κράτος τη δυνατότητα να οργανώνει δραματικούς ή μουσικούς αγώνες, δημόσια γεύματα, να εξοπλίζει τριήρεις κ.λπ. προσφέροντας χρήματα. Κύριες «λειτουργίες» ήταν: η τριηραρχία, η χορηγία, η γυμνασιαρχία, η εστίαση και η αρχιθεωρία.
Η προσφορά χρημάτων από έναν ή περισσότερους ιδιώτες (συντριηραρχία) για τη συντήρηση και γενικότερα για τη φροντίδα ενός κρατικού πολεμικού πλοίου, στρατολογώντας ή πληρώνοντας και το προσωπικό του, λεγόταν τριηραρχία.
Η ανάλογη δαπάνη για την εκπαίδευση και τον εφοδιασμό του «χορού», που θα μετείχε σε δραματικούς ή λυρικούς θεατρικούς αγώνες, λεγόταν «χορηγία».
Η καταβολή των εξόδων για την διατροφή και την εκγύμναση των αθλητών, που θα έπαιρναν μέρος σε γυμνικούς αθλητικούς αγώνες, λεγόταν «γυμνασιαρχία» και πάει λέγοντας.
Γενικά, οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν φιλότιμα να προσφέρουν χρήματα για λειτουργίες. Κάποτε, όμως, υπήρχε η περίπτωση, το άτομο που υποδείκνυε ο αρμόδιος γι’ αυτό άρχοντας να μην ήταν πρόθυμο να χορηγήσει, με τον ισχυρισμό ότι υπήρχε άλλος Αθηναίος πλουσιότερος από εκείνον, που θα έπρεπε να αναλάβει τη θέση του. Αν και ο δεύτερος είχε αντιρρήσεις, σε διάστημα τριών ημερών έπρεπε οι δύο αντίδικοι να υποβάλουν στον άρχοντα ένορκη κατάσταση της περιουσίας τους, οπότε θα αποφάσιζε το δικαστήριο σχετικά. Αν καταδικαζόταν, ο εναγόμενος είχε το δικαίωμα να ζητήσει από τον ενάγοντα ανταλλαγή περιουσιών («αντίδοσις»).
Δεν θα πρέπει να υποθέσει κανείς ότι με δυσφορία ανελάμβαναν οι πλούσιοι Αθηναίοι τις διάφορες λειτουργίες. Συχνά, οι χορηγοί «συναγωνίζονταν σε ζήλο και γενναιοδωρία» θέλοντας να ξεπεράσουν τους ανταγωνιστές τους, για να πάρουν το βραβείο, την άδεια δηλαδή να στήσουν κάτω απ’ την Ακρόπολη αναμνηστικό μνημείο σε περίπτωση νίκης, που θα ήταν αιτία χαράς και περηφάνιας για ολόκληρη τη φυλή, απ’ την οποία προέρχονταν. Ορισμένοι, μάλιστα, πλούσιοι πολίτες δεν περίμεναν καν τη σειρά τους, αλλά ζητούσαν να γίνουν χορηγοί και αναλαμβάνοντας μια χορηγία προσέφεραν πολύ περισσότερα από ό,τι είχαν υποχρέωση.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες τα φορολογικά βάρη ήταν δίκαια κατανεμημένα και τα σήκωναν στις πλάτες τους ο καθένας ανάλογα με το έχει του χωρίς να δυσανασχετεί.
Μήπως, για να συλληφθεί η φορολογητέα ύλη σήμερα και να γίνει πιο δίκαιο το φορολογικό σύστημα, θα έπρεπε οι κρατούντες να αντιγράφουν ιδέες και πρακτικές, που ακολουθούσαν οι Αθηναίοι στα χρόνια της Δημοκρατίας του Περικλή;