* Του Ηλία Κωτούλα
Δεν έχει μπότες. Δεν είναι χασάπης. Η κουβέντα αυτή έρχεται στο νου μου περιστασιακά, κάθε φορά που κρίνεται κάποιος απ’ τους συνανθρώπους του κι απ’ την κοινωνία γενικότερα, για την αξία, τα προσόντα και την προσωπικότητά του. Ο τίτλος του σημειώματος είναι από ένα περιστατικό, που συνέβη στο χωριό που υπηρετούσα, τα πρώτα διδασκαλικά μου χρόνια.
Ήταν η εποχή που πουλιούνταν τ’ αρνιά και ένας χασάπης ήρθε στο χωριό να πάρει μια εικόνα απ’ τις τιμές και να ιδεί μερικά σημάδια που τον ενδιέφεραν. Μια χήρα είχε καμιά εικοσαριά αρνιά και μόλις έμαθε, έστειλε το γιό της να πει σ’ ένα στενό συγγενή της, που την προστάτευε, να στείλει το χασάπη να ιδεί και τα δικά της αρνιά. Ο θείος της τον έστειλε, αλλά ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να γυρίζει αμέσως.
Τι έγινε του είπε, γιατί γύρισες αμέσως; Πού να ξέρω απάντησε εκείνος. Μόλις με είδε και πριν καλά – καλά τη χαιρετίσω, μου είπε να φύγω, δεν έχει αρνιά για δόσιμο. Τα ’χασε ο συγγενής και μόλις έφυγε ο χασάπης, πετάχθηκε στο σπίτι της ανεψιάς του και τη ρώτησε. Τι έγινε καλέ; Γιατί δεν έδειξες τ’ αρνιά; Σε ποιον να τα δείξω, απάντησε εκείνη ατάραχη. Αυτός δεν ήταν χασάπης. – Δεν είχε μπότες.
Γέλασε ο θείος της και φεύγοντας της είπε με νόημα. Άντε, δεν πειράζει, μην στεναχωριέσαι, όταν έρθει ο χασάπης με τις μπότες, θα στον στείλω. Για γέλια είναι πράγματι το περιστατικό, αλλά αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Οι άνθρωποι και η κοινωνία μας δεν κρίνουν τον χαρακτήρα, το ήθος και τα προσόντα του άλλου, αλλά το παρουσιαστικό και την εμφάνισή του, την εξωτερική.
Πολλά παραδείγματα έχουμε για τη νοοτροπία αυτή κι απ’ την παλιά ακόμα εποχή. Σε καμιά περίπτωση δεν αντιλέγω, πώς η εμφάνιση παίζει κι αυτή τον ρόλο της. Όμως δεν είναι δίκαιο και σωστό ν’ αποτελεί το μοναδικό προσόν και να ’χει την αποκλειστικότητα στην κρίση.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι φιλοτεχνούσαν και σμίλευαν το ωραίο και το όμορφο. Οι Σπαρτιάτες πετούσαν το σακατεμένο στον Καιάδα και μόνο η θρησκεία μας προστάτεψε κι αγκάλιασε, το αδύνατο, το πληγωμένο, το περιφρονημένο και παραστρατημένο.
Απ’ το σχολείο, που χρόνια υπηρέτησα, ένα σωρό παραδείγματα μούρχονται στο νου και πρώτο το ποίημα για το παγώνι και το αηδόνι, που με πολλή τέχνη περιέγραψε ο ποιητής.
Φούσκωνε το παγώνι κι’ άνοιγε τα πολύχρωμα φτερά του. Καμάρωνε και περιφρονούσε το μικρό και άσχημο αηδόνι. Μόλις όμως άνοιγε το στόμα του κι’ ακούονταν η αποκρουστική φωνή του, φαινόταν που η εμφάνισή του, δεν ήταν ικανή από μόνη της ν’ αποδείξει την τελειότητά του.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ιστορία που είχαν τ’ ανθολόγιά μας για την πέρδικα και την κουκουβάγια. Πετροβολούμε οι σύγχρονοι την καημένη την κουκουβάγια όταν καμιά φορά ξεμυτίσει τη μέρα, γιατί είναι άσχημη, χωρίς να υπολογίζουμε πόσες χιλιάδες ποντίκια και αρουραίους εξολοθρεύει κάθε χρόνο. Την πέρδικα όμως, που τρώει τον Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι και μας κάνει τη ζημιά, την πολυτραγουδούμε γιατί είναι όμορφη και περπατάει καμαρωτά. Σε όλους μας είναι γνωστή η ιστορία του Χότζα, που τον κάλεσαν σε τραπέζι κι επειδή πήγε ανάλλαγος κανένας δεν του ’δινε σημασία.
Όταν όμως πήγε καλοντυμένος, όλοι τον πρόσεχαν και τον τιμούσαν κι αυτός για να τους αποδείξει, ότι δίνουν σημασία μόνο στην εμφάνιση τις κουταλιές με το φαγητό τις έριχνε στα μανίκια του λέγοντας. Αυτά δικαιούνται το φαγητό, γιατί τη φορεσιά μου τιμήσατε και όχι εμένα.
Πολλά έχουν ειπωθεί και πολλά έχουν γραφτεί για το θέμα αυτό και είναι γεγονός, ότι οι άνθρωποι και η κοινωνία μας δεν κρίνουν δίκαια. Προσέχουν την εξωτερική εμφάνιση και όχι τα προσόντα, το ήθος και το χαρακτήρα και για να μην σας κουράσω και παρεξηγηθώ, καλό θα είναι να ’χουμε, κάπου – κάπου στο νου μας τα λόγια της χήρας, πώς «αν δεν έχεις μπότες... δεν είσαι χασάπης...».