Από την Έρρικα Λόραμ - Κουτίνα
Την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εξέδωσε την απόφασή του σχετικά με τις γερμανικές αποζημιώσεις που το Βερολίνο καλείται να καταβάλει σε θύματα του ναζισμού κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, βάσει αποφάσεων ιταλικών δικαστηρίων.
Πρόκειται για την υπόθεση «Γερμανία κατά Ιταλίας: παρέμβαση Ελλάδας», για την οποία το Διεθνές Δικαστήριο, με 12 ψήφους υπέρ του Γερμανικού Κράτους και 3 ψήφους κατά, απεφάνθη ότι η Ιταλία εκδικάζοντας στα εθνικά της δικαστήρια αγωγές κατά του γερμανικού κράτους παραβίασε το προνόμιο της ετεροδικίας που απολαμβάνει η Γερμανία κατά το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο.
Για να γίνει πιο κατανοητό, η αρχή της ετεροδικίας ορίζει ότι ένα αλλοδαπό κράτος δεν μπορεί να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίων άλλου κράτους, για κυριαρχικές πράξεις που ασκούν λειτουργοί και υπάλληλοί του. Ειδικότερα, στα πρόσωπα που απολαμβάνουν το δικαίωμα της ετεροδικίας, δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη ενώπιον των δικαστηρίων στην επικράτεια του οποίου βρίσκονται, ούτε να διαταχθεί κατάσχεση ή αναγκαστική εκτέλεση κατά της ιδιοκτησίας τους.
Το ενδιαφέρον για την Ελλάδα- που άσκησε παρέμβαση στην υπόθεση με αφορμή την επικύρωση απόφασης ελληνικού δικαστηρίου από το εφετείο της Φλωρεντίας (2008), η οποία καταδικάζει το γερμανικό κράτος για τη σφαγή του Διστόμου, επιδικάζοντας στους συγγενείς των θυμάτων αποζημιώσεις- είναι ότι το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε πως οι αποφάσεις των ιταλικών δικαστηρίων που επέτρεψαν την εκτέλεση ελληνικών δικαστικών αποφάσεων στο έδαφος της Ιταλίας εις βάρος περιουσίας του γερμανικού δημοσίου, αποτέλεσαν παραβίαση της αναγνωρισμένης από το Διεθνές Δίκαιο αρχής της ετεροδικίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με την εξέλιξη του Διεθνούς Εθιμικού Δικαίου το κράτος που ασκεί πράξεις σε αλλοδαπό έδαφος, έστω και κυριαρχικές, και οι οποίες έχουν ως συνέπεια το θάνατο, την προσωπική ζημία ή τη βλάβη της περιουσίας του αλλοδαπού κράτους δεν δικαιούται του προνομίου της ετεροδικίας.
Στην επίμαχη υπόθεση όμως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης φαίνεται έκρινε ότι οι πράξεις των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής στο Δίστομο, αν και παράνομες (γεγονός που αναγνώρισε η Γερμανία σε όλα τα στάδια της δίκης), θεωρούνται κυριαρχικές πράξεις της Γερμανίας και ως εκ τούτου υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων της. Το Διεθνές Δικαστήριο ερμήνευσε στενά το εθιμικό διεθνές δίκαιο, επιχειρώντας να διατηρήσει την κυριαρχική ισότητα των κρατών.
Τι γίνεται όμως όταν ένα κράτος που επικαλείται του δικαιώματος της ετεροδικίας κατηγορείται για θεμελιώδεις παραβιάσεις του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Το Δικαστήριο αντιπαρήλθε- διπλωματικά- του ερωτήματος αποφαινόμενο ότι το Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο δεν αναγνωρίζει άρση του δικαιώματος ετεροδικίας στις περιπτώσεις αυτές. Παράλληλα, κάλεσε τα διάδικα κράτη (Ιταλία και Γερμανία) να έρθουν σε διαπραγματεύσεις για τα ζητήματα των γερμανικών επανορθώσεων επαναφέροντας το θέμα σε διακρατικό επίπεδο συνεννόησης, μη αναγνωρίζοντας ουσιαστικά εξέλιξη του Διεθνούς Δικαίου σε ζητήματα παραβίασης δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η απόφαση αυτή έβαλε μεν φραγμό στις διεκδικήσεις ιδιωτών για αποζημιώσεις δεν αποτελεί όμως εμπόδιο στη διεκδίκηση κρατών των γερμανικών επανορθώσεων, δίνοντας και στην ελληνική δημοκρατία τη δυνατότητα να διεκδικήσει επανορθώσεις για όλα τα ολοκαυτώματα που έγιναν στη χώρα μας, καθώς και την αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου του 1942-1943.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Το 1997 το Πρωτοδικείο της Λιβαδειάς δικαίωσε τους συγγενείς των θυμάτων της σφαγής του Δίστομου από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, επιδικάζοντάς τους αποζημίωση 9,5 δισεκατομμυρίων δραχμών για ψυχική οδύνη. Η έφεση και στη συνέχεια η αναίρεση που άσκησε η Γερμανία ενώπιον του Αρείου Πάγου απορρίφθηκαν. Ωστόσο, η απόφαση αυτή ουδέποτε εφαρμόστηκε (για λόγους πολιτικούς), καθώς σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Η αγωγή που άσκησαν στη συνέχεια οι συγγενείς των θυμάτων ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Καλογεροπούλου κατά Ελλάδας και Γερμανίας) ζητώντας, αφενός την καταδίκη της Γερμανίας λόγω μη συμμόρφωσης με την απόφαση της Λιβαδειάς και αφετέρου της Ελλάδας, λόγω της άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να επιτρέψει την εκτέλεση της απόφασης αυτής, απορρίφθηκε το 2002. Την ίδια τύχη είχε και η αγωγή των συγγενών των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου ενώπιον του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο αποφάσισε ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η απόφαση του Πρωτοδικείου της Λιβαδειάς στη γερμανική έννομη τάξη διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος της ετεροδικίας.
Αναζητώντας δικαίωση στην πράξη, ο δικηγόρος Ιωάννης Σταμούλης, που εκπροσωπούσε τους συγγενείς των θυμάτων, έφερε την υπόθεση ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων και συγκεκριμένα ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Εφετείου της Φλωρεντίας, ζητώντας την εκτέλεση της απόφασης της Λιβαδειάς σε βάρος της γερμανικής περιουσίας και συγκεκριμένα την κατάσχεση της Βίλας Βιγκόνι στη λίμνη Κόμο, ιδιοκτησίας του γερμανικού δημοσίου. Οι γερμανικές ενστάσεις απορρίφθηκαν και εν τέλει οι Έλληνες ενάγοντες δικαιώθηκαν και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας. Η Γερμανία θορυβημένη από τις εξελίξεις προσέφυγε το 2008 ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ζητώντας την καταδίκη της Ιταλίας για παραβίαση των διεθνών της υποχρεώσεων λόγω μη σεβασμού του δικαιώματος ετεροδικίας της Γερμανίας.
*Η κ. Έρρικα Λόραμ - Κουτίνα, είναι δικηγόρος Λάρισας με μεταπτυχιακό (LLM) στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, υπ. διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου