Του Μ.Ε. Λαγκουβάρδου
Οι ανεπιθύμητοι αποτελούν ένα άλυτο πρόβλημα, ιδίως για τους ανθρώπους που διαθέτουν ευγένεια, ηπιότητα, πολιτισμό, που είναι φιλόξενοι και αγαπούν τους άλλους, ακόμα και αυτούς που μας στενοχωρούν. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτούς δίχως να χάσουμε την εσωτερική μας ειρήνη.
Γράφοντας για τους ανεπιθύμητους με ενδιαφέρει να βρω τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να πάρει τέλος μια οποιαδήποτε αρμένικη επίσκεψη. Πώς μπορεί, δηλαδή, να πεισθεί κάποιος να φύγει, ενώ δεν εννοεί να το κάνει με τίποτε, είτε με το καλό είτε με το ζόρι. Όποιος και να είναι αυτός, είτε είναι πραγματικός επισκέπτης, είτε είναι πολιτικός που έκανε την πολιτική προσοδοφόρο επάγγελμα είτε οποιοσδήποτε άλλος!
Όντως οι ανεπιθύμητοι είναι ένα άλυτο πρόβλημα γι΄ αυτούς που όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή του στον Τιμόθεο, επιδιώκουν τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την πίστη, την αγάπη, την υπομονή, την πραότητα. Αγωνίζονται τον αγώνα τον καλόν της πίστεως μέσα από την Εκκλησία και την οικογένεια.
Ο ελληνικός λαός εγκολπώθηκε τη διδασκαλία του Ευαγγελίου η οποία ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του, γιατί είναι ήπιος, πράος, υπομονετικός, φιλόξενος, ευγενικός. Είναι επόμενο για έναν τέτοιο λαό να νιώθει άβολα με τους ανεπιθύμητους, με αυτούς που έρχονται ως επισκέπτες και ξεχνούν να φύγουν και να πάνε εκεί από όπου ήρθαν.
«Μαρμαρωμένο βασιλόπουλο» ονομάζει ο ελληνικός λαός οποιονδήποτε βάλει τα δάχτυλα στο μέλι και δεν λέει να το αφήσει με τίποτε. Διαβάστε την παρακάτω παράδοση από τη Γραβιά Καλαβρύτων του Δήμου Δωριέων Παρνασσίδος: «Κοντά ΄ς τη Γραβιά είναι ΄ς το βουνό ένας βράχος που μοιάζει σαν άνθρωπος. Αυτός ήταν βασιλόπουλο και του γύρεψε μια βασιλοπούλα να της φέρη μέλι από μια σπηλιά του βουνού. Πήγες κείνος, μα ότι έβαλε το χέρι του ΄ς το μέλι εμαρμάρωσε».
Ο λαός όταν λέει κάτι, απευθύνεται στον έξυπνο ακροατή, που λίγα ακούει και πολλά καταλαβαίνει. Ξέρει να λέει την αλήθεια για να την πιάνουν μόνον αυτοί που έχουν γυμνασμένο το νου τους. Μιλούν από μόνες τους οι αναφορές στην εξουσία και στο μέλι. Δεν θα μπορούσε πιο φανερά να το πει χωρίς να βγάλει τον άρχοντα απ΄ το λήθαργό του. Ήταν η εποχή της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα.
Μια άλλη παράδοση από τον ίδιο χώρο και την ίδια εποχή, μιλάει επίσης για τη γλυκιά εξουσία με το μέλι και με το χρυσό: «Εκεί όπου τελειώνει ο κάμπος του Χρυσού είναι ΄ς το βράχο μια σπηλιά. Σ΄ αυτή πήγε μια φορά ένας άνθρωπος να κλέψει μέλι και μαρμάρωσε. Για δαύτο το βράχο τον λένε ακόμη «Μέλι». Τον μαρμαρωμένο όμως δεν μπόρεσε κανείς να τον ιδή ακόμα».
Kαι φυσικά δεν μπόρεσε κανείς να τον καταγγείλει. Έτσι γινόταν στην τουρκοκρατία. Όπως φαίνεται δεν άλλαξαν πολλά πράγματα από τότε.
«Αρμένικες επισκέψεις» βασάνιζαν και τον φίλο μου ερημίτη ποιητή, τον μακαρίτη τον Ρομπέρτο, τον «Πέτρο», όπως τον έλεγαν οι νησιώτες, που άφησε τη Νέα Υόρκη για να βρει την πολυπόθητη ησυχία στα μικρά νησιά της πατρίδας μας, στην Κάλυμνο και στην Πάτμο. Το ποίημά του «Σκύλος και επισκέπτης» αναφέρεται στην πικρή πείρα του ποιητή από τους αρμένικους επισκέπτες. Παραθέτουμε το ποίημα αυτό σε απόδοση στα ελληνικά:
«Ένας σκύλος ρωτάει έναν επισκέπτη:
-Είσαι ένας επισκέπτης;
-Ναι, απαντάει ο άνθρωπος.
-Είσαι μόνο ένας επισκέπτης;
-Μόνο ένας επισκέπτης.
-Πάρε με μαζί σου, λέει ο σκύλος».
Προφανώς ο σκύλος υπέφερε από πλήξη: «Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό», όπως θα ΄λεγε ο Καβάφης. Σε ένα άλλο ποίημά του ο ίδιος ποιητής, γράφει τα εξής επάνω στο ίδιο θέμα:
«Προσπάθησε να μετατρέψεις μια ζούγκλα σε κήπο, χωρίς να καταστρέψεις ούτε ένα λουλούδι».
Ο Τσέχοφ ασχολήθηκε επίσης με το πώς μπορεί να πάρει τέλος μια αρμένικη επίσκεψη με ειρηνικό τρόπο. Αυτό το θέμα έχει το διήγημά του «Επισκέπτης». Ο Τσέχοφ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο με ένα πράγμα μπορείς να τελειώσεις μια αρμένικη επίσκεψη. Με το να ζητήσεις από τον φίλο σου δανεικά. Τα δανεικά δημιουργούν πανικό στον επισκέπτη που φεύγει το συντομότερο δυνατό. Αυτό εφάρμοζε ο Τσέχοφ όταν ήθελε να διώξει κάποιον αρμένικο επισκέπτη, του ζητούσε δανεικά.
Ο ευγενικός φίλος κ. Κυπριανός, διάβασε το άρθρο αυτό στο διαδίκτυο (moschoblog.blogspot.com) και μου έστειλε το παρακάτω σχόλιο: «Για να ευθυμήσουμε λίγο: Η γιαγιά μου έβαζε τη σκούπα ανάποδα, όταν τύχαινε «αρμένικη βίζιτα».
Δεν ξέρω αν το συνηθίζατε στα μέρη σας. Περιέργως οι ανεπιθύμητοι έφευγαν σε λίγο, όταν, μετά το σύνθημα που μας έκανε, τρέχαμε και αναποδογυρίζαμε τη σκούπα πίσω από την πόρτα».
Δεν θυμάμαι με ποιον τρόπο στο χωριό μου, στη Δεσκάτη Γρεβενών, χειριζόταν την «αρμένικη βίζιτα»! Σε κάποιο χωριό χρησιμοποιούσαν μια άλλη μέθοδο: Το πρωί δεν υπήρχε προσόψι στον νιπτήρα. Έτσι καταλάβαινε ο αρμένικος επισκέπτης ότι πρέπει να φύγει και έφευγε γρήγορα.