Η μαύρη κοτσίδα

Δημοσίευση: 31 Ιαν 2012 1:55 | Τελευταία ενημέρωση: 23 Σεπ 2015 21:55
Της Ευαγγελίας Λιακούλης
Αυτό ήταν ένα μόνιμο άγχος της: υπολόγισε άραγε σωστά το χρόνο, σύμφωνα με τις αποστάσεις και την κίνηση ή θα εκτεθεί αργοπορώντας σε ένα τόσο σημαντικό ραντεβού, για το μέλλον του επιχειρηματία πελάτη της, που αγωνίζεται να επιβιώσει σε δύσκολους καιρούς; Επιτάχυνε το βήμα της. Βοηθούσε άλλωστε το τσουχτερό κρύο, που ειδικά τώρα , πρωί-πρωί, «ξύριζε»...
Στην καρδιά της Αθήνας, τέλη του Γενάρη, κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου που έσφυζε από ζωή. Βουητό, κορναρίσματα, φρένα, φανάρια, σειρήνες, μηχανές κι άνθρωποι, ένα σύμπλεγμα μιας αμφισβητούμενα πόσο αναγκαίας, αλλά αναμφισβήτητα βασανιστικής συνύπαρξης, τεχνητό τοπίο, παράγωγο της δράσης του, αυθεντικό αποτύπωμα του σύγχρονου ανθρώπου
Είναι νυσταγμένη. Κοιμήθηκε μόλις τρεις ώρες. Αναγκάστηκε να ξενυχτήσει μελετώντας τη σύμβαση leasing που θα υπογραφόταν σε λίγο με την τράπεζα κι έπρεπε να προσέξει κάθε λεπτομέρεια. Δεκαεπτά σελίδες «ψιλά γράμματα», δεν είναι μικρή υπόθεση! Η αγωνία της επιχείρησης τεράστια, με συνέπεια και τη δική της ανάλογη, εξαιτίας της ευθύνης της ως «έγκριτου επιστήμονα»- άλλο βάσανο αυτό που επινόησαν οι άνθρωποι να κουβαλούν, σαν την καμπούρα της καμήλας, στη σύντομη ζωή τους, στην πραγματικότητα ένα καθημερινό τεστ αυτοεκτίμησης, σκληρό κι αχόρταγο, που όσες φορές και να το περάσεις, στέκεται πάντα εκεί, να σε δοκιμάζει ξανά και ξανά, σαν να είναι κάθε φορά, η πρώτη ...
Ενώ περπατούσε γοργά, σκέφτηκε πως όταν δεν κοιμάται καλά, αισθάνεται τη γνωστή χαλαρότητα και νωθρότητα, από την άλλη όμως, σαν να ενεργοποιείται μια έκτη αίσθηση, που τοποθετεί τα πράγματα σε άλλη βάση κι οπτική, «κολλάει» σε όλα όσα σε άλλη περίπτωση δεν προλαβαίνει καν να δει, όμως τώρα μπαίνουν σε πρώτο πλάνο στο δικό της κάδρο.
Για παράδειγμα, εδώ και δέκα λεπτά που περπατά από το ξενοδοχείο προς τον προορισμό της, παρατήρησε πόσα σκουπίδια έχει ο δρόμος, πόσα φανάρια την «έπιασαν» με κόκκινο ενώ μέτρησε τριάντα εννέα ζητιάνους κι άστεγους σε τέσσερα τετράγωνα. Οι περισσότεροι ήταν μόνοι τους, κάποιες νέες γυναίκες κρατούσαν στην αγκαλιά τους μωρά, τα περισσότερα δοχεία που μάζευαν τα λεφτά των περαστικών, ήταν χάρτινα. Τα ρούχα τους πολύχρωμα, αταίριαστα, άλλοτε βρόμικα κι άλλοτε καθαρά, καπέλα και σκουφιά για το κρύο, τριμμένες κουβέρτες και παλιά στρωσίδια- πάσης φύσεως υλικά...
Ήρθε σήμερα αυτή η εικόνα να προστεθεί, σαν η φυσική συνέχεια της χθεσινής που αντίκρισε, αποβιβαζόμενη πρώτα στο σταθμό Λαρίσης, όπου σε κάθε γωνιά ήταν ξαπλωμένοι άνθρωποι, ενώ στη συνέχεια κατευθυνόμενη προς το ξενοδοχείο, μέσω της Αριστοτέλους, μια μεγάλη ομάδα Ελλήνων και αλλοδαπών, άστεγων, εξαρτημένων, νέων κι ηλικιωμένων προχωρούσαν σαν μπουλούκι, σπρωγμένοι από τους «ζητάδες» που ήταν σταθερά πίσω τους, κινώντας τόσο αργά τις μηχανές τους που έδειχναν σχεδόν ακίνητες, υπομένοντας το οκνό βήμα των ανήμπορων που κατευθύνονταν στο άγνωστο, σαν να επιδείκνυαν έναν ιδιότυπο σεβασμό στο πλήθος...
Αναζήτησε τον αριθμό του δρόμου, για να διαπιστώσει ότι σε λίγο φθάνει. Θα είναι στην ώρα της, χωρίς καμιά καθυστέρηση
Συνεχίζοντας το γρήγορο περπάτημα και τις άτακτες σκέψεις, το βλέμμα της αιχμαλωτίστηκε από το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδας, μαρμάρινο, επιβλητικό με αρχαιοπρεπή σχεδιασμό και λεπτομέρεια, που λαμπύριζε στον ήλιο σαν πολύτιμος λίθος.
Οι κολόνες του κίονες, λευκοί και άριστα συντηρημένοι, κυρίαρχοι, αδιαμφισβήτητοι, αλώβητοι στο χρόνο. Το εκτυφλωτικό λευκό ήταν το τέλειο φόντο της ένδοξης και πολυτραγουδισμένης ελληνικής σημαίας, που κρεμόταν αγέρωχα, ακριβώς δίπλα στην επιγραφή, φιλοδοξώντας όπως πάντα να ενώσει τα επίγεια με τα ουράνια των απανταχού Ελλήνων...
Εκεί όμως, στη βάση του κίονα, ακριβώς δίπλα από την είσοδο, μπροστά στα μάτια της, ξεδιπλωνόταν με θράσος η εικόνα διακόρευσης του κτιρίου!
Μια επιθετική, αλλόκοτη, αταίριαστη φιγούρα, σαν μια γκρίζα μουντζούρα που ξεπετάχθηκε απ’ τον ατίθασο καμβά ενός διεστραμμένου καλλιτέχνη, που τίποτε δεν ήθελε να αφήνει όμορφο κι αρμονικό στον κόσμο αυτό! Ένας κουλουριασμένος πενηντάρης ζητιάνος που στην αγκαλιά του κράταγε ένα μικρό κορίτσι, ίσα με δώδεκα χρονών, που έδειχνε να κοιμάται. Τα χέρια του είχαν κουλουριαστεί γύρω της, ενώ με τα δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού του, χάιδευε την τεράστια μαύρη κοτσίδα της, που ήταν δεμένη στην άκρη της με ένα μοβ λουλουδάκι.
Σταμάτησε να περπατά. Στάθηκε σε απόσταση δύο μέτρων, να κοιτά αποσβολωμένη την εικόνα που τη συγκλόνισε. Ο άντρας στριφογύριζε απαλά και βύθιζε με αφάνταστη τρυφερότητα τα δάχτυλά του στην κοτσίδα, σαν να ήταν το πολυτιμότερο πράγμα του κόσμου. Οι κινήσεις του, ακολουθούσαν συγκεκριμένο ρυθμό, υπακούοντας σε μια εσωτερική μαγική μουσική, που μετέτρεπε την κοτσίδα σε άρπα. Ήταν σίγουρη πως αν όλος αυτός ο θόρυβος γύρω της σταματούσε, θα ακουγόταν η μουσική της!
Κοίταξε τον άντρα στα μάτια και προσπάθησε να τον περιεργαστεί. Στο λαιμό του κρεμόταν μια μικρή πορσελάνινη φωτογραφοθήκη, απ’ αυτές που βγάζουν στα καλάθια στο Μοναστηράκι, με τη φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας, χαμογελαστής, με μακριά, μαύρα, εντυπωσιακά μαλλιά.
Την κοίταξε κι αυτός, με ένα βλέμμα τόσο καθαρό που την έκανε να ριγήσει. Συνέχισε να χαϊδεύει τρυφερά τα όμορφα μαλλιά και έσφιξε ακόμη περισσότερο πάνω του το μικρό παιδί, γέρνοντας το κεφάλι του πάνω στο σώμα του. Δίπλα του δύο κουβέρτες, ένα μικρό καμινέτο, μια κατσαρολίτσα, δύο πλαστικά πιάτα και κάτω από το κεφάλι του παιδιού ένα ροζ χνουδωτό ξεφτισμένο μαξιλάρι που έγραφε «love»...
Τα βήματά της ήταν πια βαριά. Έφτανε σχεδόν στον προορισμό της, νιώθοντας ένα τεράστιο κενό στα μέσα της. Η εικόνα του άστεγου και του παιδιού του, της μίλησε με τρόπους πολλούς. Με το ζόρι κατάφερε να τελειώσει τη δουλειά της αξιοπρεπώς, με το μυαλό της εντελώς αλλού. Ένιωθε την ακατανίκητη επιθυμία να τρέξει πίσω, να τον ρωτήσει, να μάθει, πώς, ποιος, γιατί....
Κατέβηκε δύο –δυο τα σκαλιά. Έβδομος όροφος, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει. Άφησε πίσω της τη βαριά πόρτα του κτιρίου και κατευθύνθηκε προς το σημείο που τον είχε αφήσει με βήμα γρήγορο, ανυπόμονο, αποφασιστικό... Εκείνο το βλέμμα του, η κοτσίδα του παιδιού, η όμορφη γυναίκα της φωτογραφίας έρχονταν ξανά και ξανά μπροστά της τόσο έντονα, που στα τελευταία μέτρα δεν κρατήθηκε κι έτρεξε.
Έφτασε μπροστά στο κτίριο, με κομμένη την ανάσα από το λαχάνιασμα. Ο πρωταγωνιστής της είχε εξαφανιστεί μαζί με όλα όσα τον συνόδευαν. Κοίταξε γύρω κι απέναντι προσεκτικά, μήπως απλά άλλαξε στέκι, μένοντας στην ίδια περιοχή, αλλά δεν τον είδε πουθενά... Απογοητευμένη κατηγόρησε τον εαυτό της που δεν του μίλησε από την πρώτη στιγμή, αλλά αμέσως αισθάνθηκε ότι αυτό καμιά σημασία δεν είχε τελικά... Ούτε ποιος, ούτε πώς, ούτε πότε και γιατί...
Κάθισε στη θέση του, ακουμπώντας στον κίονα. Άπλωσε τα πόδια της, έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε να αισθανθεί και να σκεφθεί . Τον είδε να στριμώχνεται μαζί με το μικρό παιδί στην ουρά κάποιου συσσιτίου, φροντίζοντας πρώτα το μικρό του, συνεχίζοντας να του χαϊδεύει τρυφερά τα όμορφα μαλλιά, ίσως θύμηση-σφραγίδα μιας μεγάλης απώλειας στην πολυτάραχη ζωή του...
Τώρα το κτίριο της Τράπεζας, διακορευμένο πια, έχασε οριστικά την αίγλη του και την επιβλητικότητά του, δείχνοντας τόσο ψεύτικο κι αλλόκοτο, σαν ξερός γύψος που με την πρώτη βροχή θα κατέρρεε άδοξα.
Τώρα η σημαία δεν ήταν το σύμβολο που ένωνε τα επίγεια με τα ουράνια, αλλά στεκόταν ακούνητη, χωρίς ψυχή και ιδέα, ξεχασμένη μούσα που κάποτε έδωσε έμπνευση στον ποιητή και γέννησε στη σκιά της ήρωες.
Τώρα η Αθήνα, μια πόλη στη σκιά, χάθηκε στην άβυσσο της επιπολαιότητάς της, καθώς σπατάλησε άσκοπα τα πλουμίδια της, στέρεψε το ρέμα της σοφίας και των ιδεών που γέννησε και φώτισε τον κόσμο, απέμεινε κουφάρι, χωρίς ψυχή, χωρίς παλμό, χωρίς δρόμο να περπατήσει.
Κι όλα έτσι θα είναι και έτσι θα μείνουν, όσο υπάρχουν σφιχταγκαλιασμένα κορμιά ξαπλωμένα στους δρόμους, δάχτυλα μπλεγμένα σε μαύρες κοτσίδες, πεινασμένοι άνθρωποι, απελπισμένοι μετανάστες, καθεστώτα που κυβερνούν με την επίφαση της δημοκρατίας..
Σηκώθηκε αργά, νιώθοντας πια τη μεγάλη ανάγκη για πορεία ανάπλου...
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass