Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
«Λαέ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε» (Διονύσιος Σολωμός)
Ζούμε σε μια Ελλάδα χωρίς δύναμη, ουσιαστικά ισοπεδωμένη και ξεψυχισμένη χωρίς κύρος, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς ακτινοβολία. Ο λαός πλέον νιώθει ταπεινωμένος, προδομένος, φοβισμένος και απελπισμένος μέσα σε μία αβεβαιότητα του αύριο. Όλα βουλιάζουν μέσα στην κοινωνική περιφρόνηση και στην απογοήτευση με αυτή την ανευθυνοϋπευθυνότητα των πολιτικών μας.
Χρόνια τώρα οι βραχυκυκλώμενες πολιτικές τους δεν μπόρεσαν ή καλύτερα δεν θέλησαν να βάλουν τις βάσεις για μια πραγματική εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας, μια ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου του λαού, μέσα σε κοινωνικά πλαίσια που να κατοχυρώνουν τη δικαιοσύνη, να θεμελιώνουν την ηθική και πνευματική αξία και να προάγουν πολιτισμό.
Αντίθετα μέσα από αντιλαϊκές πολιτικές, μέσα από συνδικαλιστικές κομματικές εξαρτήσεις, οργανωμένες συντεχνίες και οικονομικά σκάνδαλα, έχτισαν ένα κράτος σπάταλο, αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο με υλικά σάπια και ξεχαρβαλωμένα, χωρίς βάση, με συνέπεια το οικοδόμημα να καταρρεύσει. Όλοι τους προσπαθούσαν τόσα χρόνια να χτίσουν μόνο την πρόσοψη του κράτους, αλλά ποτέ ολόκληρο και σωστό κράτος. Οι κρατικοί θεσμοί λειτουργούσαν με τέτοιο τρόπο που ξόδευαν ενέργεια όχι για να διαχειρίζονται τα συλλογικά προβλήματα, αλλά για να αποκρύπτουν τη χρόνια ανικανότητά τους. Αυτοί «ρευστοποίησαν» την πολιτική κατάσταση της χώρας, αφαιρώντας σταθερότητα, νομιμότητα, ισότητα και αξιοκρατία εις βάρος των φτωχών και ασθενέστερων στρωμάτων, ενώ πρόσθεσαν μια αντισυνταγματική και μακραίωνη αβεβαιότητα με άγρια κοινωνική περιφρόνηση. Γι’ αυτό και η σημερινή τους «ένδυση» είναι απ’ ό,τι κουρέλια έχουν απομείνει. Αυτοί ήταν που «πότιζαν» το λαό με νοθευμένο και βρόμικο νερό, αυτοί ήταν που έταζαν κάλπικα οράματα στο λαό, ψέματα μεγάλα που τα χρησιμοποιούσαν για δικούς τους σκοπούς και συμφέροντα. Τα λόγια του εθνικού μας ποιητή πριν από δύο αιώνες, σήμερα είναι επίκαιρα: «Λαέ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε».
Είμαστε λαός που πολλά παθαίνει, αλλά ποτέ δεν μαθαίνει. Μέσα από την πείρα που αποκομίσαμε τόσα χρόνια από την πολιτική τους αυτή, δεν μας αφήνει άλλα περιθώρια για αυταπάτες. Τα ληστρικά φοροεισπρακτικά χαράτσια χωρίς οίκτο εναντίον μικρομεσαίων, φτωχών και αδυνάτων, είναι μέτρα που υπηρετούν αυτούς που προκάλεσαν την κρίση. Είναι αυτοί που εθισμένοι στα οφέλη της εξουσίας μαζί με τους συμμάχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης έφεραν τα μνημόνια και τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα. Αυτούς υπηρετούσαν τόσα χρόνια και αυτούς συνεχίζουν να υπηρετούν. Κανείς δεν συγκινείται που ένας στους πέντε Έλληνες ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, κανείς δεν συγκινείται για την αισθητή πραγματικότητα των αστέγων στους δρόμους με χαρτοκούτια, για τις ουρές των συσσιτίων έξω από εκκλησίες και κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων που διαρκώς μεγαλώνουν. Σήμερα ο Έλληνας πολίτης βιώνει την οικονομική πραγματικότητα της δεκαετίας του ’50 ή έστω των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’60, τότε που το τεφτέρι είχε νόημα των εμπορικών δοσοληψιών.
Οικογένειες αντιμετωπίζουν την απειλή της κατάσχεσης εξαιτίας των υποχρεώσεων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Η ανεργία μαστίζει τους νέους και τους στερεί τη χαρά της προσφοράς και της δημιουργίας, τους στερεί το χαμόγελο της αισιοδοξίας, γιατί βλέπουν γκρίζο το μέλλον τους. Όταν δεν δίνει στη νέα γενιά προοπτική, δεν της στερείς μόνο την ελπίδα, της γκρεμίζεις και την αυτοπεποίθηση. Και αυτό είναι το χειρότερο, γιατί γκρεμίζεις το μέλλον του τόπου και του λαού μας. Όλους αυτούς τους διώχνει το μνημόνιο στο εξωτερικό.
Παλιά έφευγαν ανειδίκευτοι, τώρα φεύγουν επιστήμονες με πτυχία. Αυτό θέλουν χρόνια τώρα «ορισμένοι», ήταν στα σχέδιά τους να γίνει η Ελλάδα χώρα των γερόντων, να «πέσει» στη φτώχεια, να μην έχει πνοή, να μην μπορεί να αναπνεύσει παρά μόνο με το «οξυγόνο» της Τρόικας. Με αυτό τον καταραμένο αναπνευστήρα που πρέπει να τον έχεις για χρόνια στο πρόσωπό σου. Κανείς δεν συγκινείται για τον εθνικό μας ακρωτηριασμό, για τη ληστεία διαρκείας που μας επιβάλλουν τα ξένα αφεντικά μας. Ίσως θα πρέπει να αντιληφθούν ορισμένοι ότι τα «χρυσά» πάρτι με τις αλόγιστες σπατάλες, με τους παχυλούς μισθούς, με τα μυστικά κονδύλια, με τις περίεργες υπερωρίες, με σουίτες πολυτελείας, με συνοδείες και κουστωδίες πρέπει να τελειώσουν γιατί προκαλούν σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο αίσθημα.
Επίσης, πρέπει να γνωρίζουν «ορισμένοι» ότι: Αυτή η Ελλάδα με την μπαρουτοκαπνισμένη γαλανόλευκη σημαία, με τις βαθιές πολιτισμένες ρίζες που σφυρηλατήθηκε μέσα στο καμίνι της ιστορικής διαδρομής, που αιώνες τώρα διατήρησε την εθνική της συνείδηση, την καταγωγή της, τη γλώσσα της, την παράδοσή της και την πίστη της ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ. Αυτοί που θα τολμήσουν θα δώσουν λόγο στην Ιστορία και στην επόμενη γενιά.