Του Φίλιππου Ζάχαρη (phil.zaharis@gmail.com)
Οι δηλώσεις γίνονται όχι για να τονώσουν το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων πολιτών αλλά για να δώσουν μια άλλη προοπτική και διέξοδο στα σοβαρά προβλήματα που μαστίζουν τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση, δεν προβαίνει κανείς αυθαίρετα σε βαρύγδουπες ανακοινώσεις, όταν ακόμη οι συζητήσεις με την τρόικα για τις περικοπές και την εφαρμογή του σταδίου λιτότητας δεν έχουν όχι μόνο τελειώσει, αλλά μόλις που ξεκινούν να αγγίζουν τα πιο ευαίσθητα σημεία του κοινωνικού ιστού.
Παρόλα αυτά, οι δηλώσεις αυτές όχι μόνο δεν αποτρέπονται, αλλά μεσούσης της κρίσης, εκφράζονται απερίσκεπτα, την ώρα μάλιστα που δραματικές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις λαμβάνουν χώρα με την τρόικα και λόγος για ανάπτυξη σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει. Στα πλαίσια αυτά, και μετά από την προηγηθείσα πριν από περίπου ένα χρόνο και κάτι αποτυχημένη δήλωση του πρώην υπουργού Οικονομικών και νυν υπουργού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ότι η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές το 2012, ήταν η σειρά του υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να προβλέψει οικονομική ανάκαμψη το 2013.
Σε συνέντευξή του σε γερμανική εφημερίδα με τίτλο «Χάσαμε την ψυχή μας» περιέγραψε την ανάγκη για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, και ανέδειξε ως βασική προτεραιότητα τη μεταμόρφωση της Ελλάδας από οικονομικά εσωστρεφή, σε οικονομικά εξωστρεφή χώρα.
Όμορφες και ελπιδοφόρες παρόμοιου τύπου δηλώσεις. Όμως κατά πόσο έχουν επαφή με την πραγματικότητα, όταν δεκάδες οικονομολόγοι και εμπειρογνώμονες - αρμόδιοι επί του θέματος της ελληνικής οικονομικής κρίσης, προειδοποιούν πως η χώρα είναι ήδη σε ελεγχόμενη πτώχευση, αξιώνοντας αιματηρές θυσίες για τη στοιχειώδη εξισορρόπηση και φυσικά σε καμία περίπτωση αναφερόμενοι στην παραμικρή ανάκαμψη; Η μήπως, λέτε, είναι όλοι τους μη ενημερωμένοι επί της προόδου των συνομιλιών της τρόικας με την ελληνική κυβέρνηση, και απλά εκφράζουν ριψοκίνδυνες προβλέψεις;
Θα έλεγα το αντίθετο: Οι γνωματεύσεις για την Ελλάδα είναι από καιρό τεκμηριωμένες και κατατεθειμένες από πολλές πλευρές και πρόσωπα. Αν εξαιρέσει κανείς τις φωνές εκείνες που εσκεμμένα πίεζαν εξαρχής για λήψη έκτακτων μέτρων στην Ελλάδα εξυπηρετώντας τα συμφέροντα κύκλων για συμπίεση των εισοδημάτων των Ελλήνων πολιτών, οι υπόλοιπες προέβλεπαν την επιδείνωση της κρίσης και την κορύφωσή της το 2011-2012. Και η Τράπεζα της Ελλάδας, βέβαια, προέβλεψε πιθανή οικονομική ανάκαμψη από το 2013, όμως τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα μόνο αισιοδοξία δεν δημιουργούν.
Για το 2011, λοιπόν εκτίμησε ότι το ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 5,5% περίπου ή λίγο περισσότερο. Για το 2012 θεώρησε πως η ύφεση αναμένεται να συνεχιστεί με ρυθμό της τάξεως του 2,8% και η ανάκαμψη μετατίθεται για το 2013, με αύξηση του ΑΕΠ που δεν θα υπερβαίνει το 1%. Η μέση μείωση της απασχόλησης θεωρεί πως θα είναι της τάξεως του 5,5% εφέτος και το μέσο ποσοστό ανεργίας θα πλησιάσει το 17%, ενώ το 2012 μπορεί να υπερβεί το 18%.
Αυτό το τελευταίο, είναι και το πιο ανησυχητικό. Όταν σε μια χώρα καταγράφονται ποσοστά ανεργίας που πλησιάζουν το 20% και τα εργασιακά δεδομένα ανατρέπονται από την μια μέρα στην άλλη, ανεξάρτητα αν μιλάμε για δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, κανείς δεν μπορεί - και πολύ περισσότερο δεν δικαιούται - να ομιλεί περί οικονομικής ανάκαμψης τη στιγμή που το βάρος έχει πέσει στις πλάτες των εργαζομένων, και στη χώρα αυτό που αποκαλείται «εύρεση εργασίας» είναι κάτι παραπάνω από θαύμα, αν τα παλαιότερα χρόνια θεωρούταν έργο απλής μεσολάβησης κάποιου υπέρ άλλου.
Δεν είναι δυνατόν λοιπόν, λέω, να υπόσχονται ανάκαμψη σε ένα χρόνο από τώρα όταν οι πολίτες θα έχουν παραδώσει ψυχή και πνεύμα, υπό τον ασφυκτικό κλοιό των μέτρων – «παρέμβασης» αποκαλούνται – λιτότητας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα; Οι δηλώσεις λοιπόν είναι επιεικώς ατυχείς. Δεν συμβάλλουν στο παραμικρό, και πολύ περισσότερο δεν παρέχουν τα εχέγγυα για μια προοδευτική οικονομική ανάκαμψη. Η περιβόητη και πολυπόθητη επιστροφή στις αγορές δεν αναμένεται να συμβεί σε μια εποχή που οι επενδύσεις ακολουθούν πτωτική πορεία.
Ο δείκτης επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν στις 130 περίπου μονάδες το 2009 και σήμερα έφτασε στις περίπου 60 μονάδες. Σε πρόσφατη, εκδήλωση του Ιδρύματος Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών, του ΕΛΙΑΜΕΠ και άλλων φορέων τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν αλλά οι φόροι αυξήθηκαν αντί να μειωθούν δραστικότερα οι τρέχουσες πρωτογενείς δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης.
Οι πραγματικοί μισθοί (περίπου 15% στη διετία) μειώθηκαν σε αντίθεση με τις τιμές που αντιθέτως αυξάνονται, λόγω της επίτευξης μηδαμινής σχεδόν προόδου στα (μεταρρυθμιστικά) μέτρα βελτίωσης των συνθηκών ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών, επαγγελμάτων και εργασίας. Αποτέλεσμα ήταν η ανταγωνιστικότητα σε όρους τιμών να μην βελτιώνεται, και συνεπώς η ευεργετική βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να μην είναι η αναμενόμενη.
Τέλος επισημάνθηκε η πολύ μικρή πρόοδος στην άρση των αναρίθμητων εμποδίων στις επενδύσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία, σε συνδυασμό με τις συνθήκες πιστωτικής στενότητας, δεν βοηθά την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων. Από πού προκύπτει λοιπόν η περιβόητη επιστροφή στις αγορές; Πώς και με ποια πειστήρια μιλούν κάποιοι για οικονομική ανάκαμψη;
Ένα είναι σίγουρο: Τέτοιου είδους δηλώσεις δεν βοηθούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος με την παρατεταμένη οικονομική ύφεση. Και πολύ περισσότερο δεν συμβάλλουν στο καταλάγιασμα των αντιδράσεων των πολιτών από τα συνεχή και επαναλαμβανόμενα σκληρά οικονομικά μέτρα. Μάλλον, θα έλεγα, εξοργίζουν τον μέσο πολίτη, που φαντάζεται πως στην πλάτη του παίζονται άλλου είδους παιχνίδια. Γιατί και οι περικοπές συνεχίζονται και οι συζητήσεις με την τρόικα εξακολουθούν να είναι σε κρίσιμο σημείο αναφορικά με την καταβολή των δανειακών δόσεων και την τήρηση των δεσμεύσεων. Πολύ νωρίς λοιπόν για τσιτάτα περί οικονομικής ανάτασης. Ας μην βιάζονται. Και προπαντός να μην προεξοφλούν ένα αισιόδοξο εγγύς μέλλον που δεν συνοδεύεται από παροντική ευημερία. Ας μείνουν καλύτερα στις εικασίες γιατί θα βγουν για πολλοστή φορά εκτεθειμένοι στα μάτια του ελληνικού λαού. Ενός λαού που υφίσταται τα πλείστα όσα αλλά που δεν ξεχνά.