Της Θέκλας Παρασκευούδη,
προέδρου του Ελληνικού Οργανισμού Περιβάλλοντος
Τον τελευταίο χρόνο μία ακόμη φράση που έχει μπει για τα καλά στο λεξιλόγιό μας είναι το «εξασθενές χρώμιο». Η ανακάλυψη μέσω μετρήσεων της ύπαρξης του βαρέως αυτού μετάλλου σε υψηλές περιεκτικότητες στο νερό και στη Θεσσαλία, έχει κινήσει μία εύλογη και απολύτως δικαιολογημένη σειρά αντιδράσεων όχι μόνον από οικολογικές οργανώσεις αλλά και απλούς πολίτες οι οποίοι ανησυχούν για την υγεία τους.
Επειδή όμως ήδη παράλληλα έχει ξεκινήσει κι ένας μεγάλος – επικοινωνιακού ύφους κυρίως – αγώνας από ορισμένους που για διάφορους λόγους επιχειρούν να υποβαθμίσουν τον τεράστιο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, καλό θα ήταν να γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία για την υπόθεση.
Το χρώμιο είναι ένα μεταλλικό στοιχείο, άοσμο και σκληρό. Ανακαλύφθηκε το 1797 από τον γάλλο Louis Vauquelin και ονομάστηκε chromium από την ελληνική λέξη «χρώμα», επειδή όλες οι ενώσεις του έχουν έντονο χρώμα και χρησιμοποιούνται κυρίως ως βαφές. Το συναντάμε σε πολλές διαφορετικές μορφές.
Η πλέον επικίνδυνη όμως είναι το εξασθενές που αποτελεί μια ένωση του χρωμίου ιδιαίτερα τοξική και καρκινογόνος και εξαιρετικά επικίνδυνη ακόμη και σε μικρές ποσότητες. Στη φύση υπάρχει αλλά σε σπάνιες ποσότητες και σε ορυκτά πολύ μακριά από τη χώρα μας (κυρίως στη Σιβηρία) και εκ των πραγμάτων κατανοεί κανείς πως οι συγκεντρώσεις που εντοπίζονται σήμερα στο νερό στη χώρα μας αποτελούν ανθρώπινο δημιούργημα βιομηχανιών.
Όπως και στα νιτρικά, το εξασθενές χρώμιο έχει αποκτήσει από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας «οροφή» περιεκτικότητας στο νερό, προκειμένου αυτό να θεωρείται ακίνδυνο για τον άνθρωπο. Το ανώτατο όριο λοιπόν ανέρχεται στα 50 μικρογραμμάρια ανά λίτρο χωρίς ωστόσο το συγκεκριμένο «στάνταρ» να είναι κοινά αποδεκτό από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας. Πολλοί έγκριτοι ερευνητές υποστηρίζουν πως για τέτοιου είδους υψηλής τοξικότητας καρκινογόνες ουσίες δεν υπάρχουν «ασφαλή όρια» ενώ κάποιοι άλλοι καθιστούν σαφές ότι το ασφαλές πόσιμο νερό πρέπει να έχει μηδενικές περιεκτικότητες τέτοιων ουσιών.
Πάνω σ΄ αυτή τη διαφωνία της επιστημονικής κοινότητας αλλά και στην ανυπαρξία ελεγκτικών μηχανισμών από πλευράς πολιτείας δυστυχώς ορισμένοι συνεχίζουν να μολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα και στη χώρα μας, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την υγεία μας. Η δε ταχύτατη διάχυση της μόλυνσης στο νερό αλλά και η πολύ μεγάλη ευελιξία με την οποία η ουσία εισέρχεται στον ανθρώπινο οργανισμό αυξάνει την αγωνία όλων, αφού οι επιπτώσεις του εξασθενούς χρωμίου στην υγεία του ανθρώπου είναι τεράστιες.
Κι εδώ ακριβώς συναντάμε ένα ακόμη οξύμωρο στοιχείο της υπόθεσης: ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας που όπως προανέφερα έχει θέσει ανώτατο όριο περιεκτικότητας επιτρέποντας δηλαδή την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης ποσότητας στο νερό, έχει κατατάξει το εξασθενές χρώμιο στον κατάλογο των ουσιών που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον καρκίνο. Πειράματα που έγιναν σε ζώα που τους χορηγούσαν νερό με αρκετή ποσότητα χρωμίου έδειξαν ότι τα περισσότερα εμφάνισαν καρκίνο, άλλα στα νεφρά, άλλα στο συκώτι, άλλα στο στομάχι και άλλα στα έντερα.
Αν και δεν έχουν γίνει ακόμα επιδημιολογικές μελέτες που να αποδεικνύουν την τεράστια επικινδυνότητα στον ανθρώπινο οργανισμό, όλα τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν απόλυτα στο μεγάλο κλίμα ανησυχίας που επικρατεί και στη Θεσσαλία.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ακόμη και οι τοπικοί παράγοντες που έχουν στην ευθύνη τους μέσω των Επιχειρήσεων Ύδρευσης την ποιότητα του πόσιμου νερού, θα πρέπει αφενός να εντείνουν στο μέγιστο δυνατό τους δειγματοληπτικούς ελέγχους και αφετέρου να μεριμνήσουν μέσω μελετών για τη διασφάλιση μελλοντικά των απαιτούμενων ποσοτήτων καθαρού και υγιεινού νερού για τους πολίτες, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το οικονομικό ή πολιτικό κόστος.