Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Αντιμέτωπη με την πλέον κρίσιμη διαπραγμάτευση με τους δανειστές της χώρας, διαπραγμάτευση η οποία, εν πολλοίς, θα κρίνει και την παραμονή της Ελλάδος στον πυρήνα της Ευρώπης, βρίσκεται η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου, η οποία, όμως, δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να υπερηφανευθεί ούτε για τη σύμπνοια, ούτε για τη συνοχή, ούτε φυσικά για την αποτελεσματικότητά της.
Κι ενώ είναι ομολογημένο ακόμη κι από τους ίδιους τους δανειστές της χώρας και τους πολιτικούς μας ταγούς ότι, δηλαδή, οι πολίτες έχουν ξεπεράσει τα όρια της ανοχής και της αντοχής τους, εντούτοις εξακολουθεί να υπάρχει σ’ αυτούς (οι οποίοι ερήμην των πολιτών, λαμβάνουν τις αποφάσεις για τους πολίτες και το μέλλον τους, χωρίς καμμιά ουσιαστική νομιμοποίηση) η εμμονή στη αδιέξοδη λογική της περαιτέρω περικοπής μισθών, συντάξεων και φυσικά κοινωνικών (και άλλων) δικαιωμάτων.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου, η οποία, όπως και η προηγουμένη, προσπαθεί, εκ νέου, να τρομοκρατήσει την κοινωνία και προς τούτο επισείει την απειλή της εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ και την επιστροφή στην «κόλαση» της δραχμής (μια επιστροφή την οποία προπαγανδίζουν ετερόκλητες, μεταξύ τους, δυνάμεις και συμφέροντα) έχει ανακοινώσει ότι μέχρι το τέλος του μηνός θα πρέπει να αποφασίσει τα πρόσθετα μέτρα, τα οποία θα καλύψουν τις κυβερνητικές αστοχίες για το έλλειμμα του 2011 και την πιστή εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2012, αλλά και επιπρόσθετα μέτρα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος έως το 2015, ώστε να ακολουθήσει η συμφωνία για το PSI.
Στηριζόμενος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια (ο οποίος εξ αυτής της στάσεώς του επικρίθηκε από την Αριστερά) αλλά και τα κόμματα (αν και όχι με την ίδια ζέση) και τις δυνάμεις, που μετέχουν στην κυβέρνησή του, ο Λουκάς Παπαδήμος προχώρησε σε ανοικτό εκβιασμό της κοινωνίας, όταν δήλωσε ότι «θα χρειαστεί να δώσουμε λίγα, προκειμένου να μην χάσουμε πολλά» και σε νέα τρομοκράτηση των πολιτών με την προειδοποίησή του ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος «άτακτης χρεοκοπίας» στα τέλη Μάρτιου.
Φυσικά, για το σημερινό πρωθυπουργό είναι εύκολο να λέει ότι «θα χρειαστεί να δώσουμε λίγα» ή ότι οι μισθοί «φούσκωσαν και πρέπει να ξεφουσκώσουν», γιατί προφανώς δεν αντιλαμβάνεται, ή, το πιθανότερο, δεν θέλει να αντιληφθεί, ότι η κοινωνία «ό,τι ήταν να δώσει, το έδωσε» και έχει χάσει τα πάντα, με την οικονομική λαίλαπα και τη βαρβαρότητα των δύο τελευταίων ετών.
ΟΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΟΥ κ. ΠΑΠΑΔΗΜΟΥ
Κι ενώ ο κυβερνητικός εταίρος Γιώργος Καρατζαφέρης (ο οποίος άλλοτε στηρίζει την κυβέρνηση, άλλοτε ζητεί εκλογές κι άλλοτε παρεμβαίνει στα εσωτερικά του ΠΑΣΟΚ και ζητεί σοβαρή ηγεσία, καθώς θεωρεί πια ως μη σοβαρό το, μέχρι πρότινος, συνομιλητή του Γ. Α. Παπανδρέου), δηλώνει ότι η Τρόικα «δεν ζητά μειώσεις στους κατώτατους μισθούς και τις συντάξεις», εντούτοις νέα μέτρα και νέες περικοπές (αυτή τη φορά έχουν βάλει στο μάτι τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα) βρίσκονται στο τραπέζι των συνομιλιών, που αρχίζουν με τους δανειστές της χώρας.
Το είπε ευθέως στη Βουλή ο πρωθυπουργός, επί της ουσίας δεν το αποκλείει ο αρχηγός της ΝΔ και όλους τους, όπως και το ΔΝΤ, κρύβονται πίσω από μια συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, τη στιγμή που η Τρόικα ζητεί μίνιμουμ κοινωνική συναίνεση στο θέμα των νέων εργασιακών μέτρων και των αμοιβών.
Και αυτό έχει οδηγήσει την κυβέρνηση στο να εξαφανίσει τις τελευταίες κόκκινες γραμμές στις απαιτήσεις των δανειστών, είναι δε ενδεικτική η δήλωση Παπαδήμου, προς τους κοινωνικούς εταίρους ότι «από τη στιγμή που υπάρχει διαπραγμάτευση είναι λογικό να συζητούνται όλα».
«Η διαπραγμάτευση με την Τρόικα θα εστιαστεί στη διαμόρφωση ενός αξιόπιστου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για την τριετία 2012-15. Από αυτήν εξαρτάται όχι μόνο η εφαρμογή της συμφωνίας μείωσης του χρέους, αλλά εξαρτάται πλήρως η συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας», είπε ο κ. Παπαδήμος και ταυτόχρονα προχώρησε σε μια ακόμη προσπάθεια τρομοκρατήσεως της κοινωνίας, όταν δήλωνε πως «χωρίς τη συμφωνία με την Τρόικα και την παρεπόμενη χρηματοδότηση, η Ελλάδα τον Μάρτιο αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο άτακτης χρεοκοπίας».
Τι σημαίνουν αυτά;
Σημαίνουν ότι επέρχονται νέες αλλαγές στο ασφαλιστικό, ότι οδεύουμε σε απολύσεις (διά της δήθεν αξιολογήσεως) δημοσίων υπαλλήλων και φυσικά στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, καθώς η κυβέρνηση προετοιμάζει το έδαφος για να παραβιάσει θέματα ταμπού για το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως η κατάργηση του κατώτατου και του 13ου και 14ου μισθού και στον ιδιωτικό τομέα, ενώ η ΓΣΕΕ επιμένει να δηλώνει πως δεν πρόκειται να δεχθεί καμία αλλαγή σχετικά με τον κατώτατο μισθό και τα επιδόματα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ «ΚΟΛΑΣΗ»
Την ίδια στιγμή αξιοσημείωτα είναι δύο στοιχεία:
Το πρώτο έχει να κάνει με την απειλή Παπαδήμου ότι αν δεν δώσουμε λίγα, θα χάσουμε πολλά, που σημαίνει έξοδο από το ευρώ και ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της χώρας την Άνοιξη και το δεύτερο με μια δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παντελή Καψή, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν πολιτικές και επιχειρηματικές δυνάμεις, που θέλουν να γυρίσουμε στη δραχμή, ενώ επανέλαβε ότι το ζήτημα της παραμονής της Ελλάδος στο ευρώ είναι ανοιχτό...
Υπάρχουν πολλά συμφέροντα που συνδέονται και με το χώρο του Τύπου, που θέλουν την επιστροφή στη δραχμή για να μπορέσουν να παίξουν κερδοσκοπικά παιγνίδια, είπε ο Π. Καψής, ο δε γνωστός διεθνής κερδοσκόπος Τζορτζ Σόρος, κάνοντας κι αυτός αναφορά σε ιδιοκτήτες ΜΜΕ, τους καταλόγισε διάθεση για επιστροφή στη δραχμή...
Πάντως, τόσο ο Πρόεδρος του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνγκερ, όσο και το εκφράζον το διεθνές επιχειρηματικό κατεστημένο, οικονομικό πρακτορείο Bloomberg, δεν φαίνεται να συμμερίζονται τις εκτοξευόμενες απειλές για έξοδο της Ελλάδος από το ευρώ και αυτό, διότι (είναι ομολογημένο, άλλωστε, από επιφανείς πολιτικούς και οικονομολόγους) στην περίπτωση ελληνικής εξόδου από την ευρωζώνη ή της χρεοκοπίας, θα ακολουθήσει κατάσταση ντόμινο στην ίδια τη ζώνη του ευρώ.
Αλήθεια έχουμε διερωτηθεί τι σημαίνει επιστροφή στη δραχμή;
Σημαίνει αληθινή κόλαση, απαντά, με συνέντευξή του στην «Καθημερινή», ο Διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος, ο οποίος προσθέτει ότι «σε τέτοιες ανώμαλες καταστάσεις, αυτοί που κυρίως χάνουν είναι οι πολλοί και οι αδύνατοι».
Ο Έλληνας κεντρικός Τραπεζίτης, ο οποίος, ως εκ της θέσεώς του, απηχεί τις απόψεις μίας μερίδας (πλειοψηφικής) της εγχώριας επιχειρηματικής και οικονομικής ελίτ, ήταν σαφής στην απάντησή του στο σχετικό ερώτημα: «Επιστροφή στη δραχμή σημαίνει ότι στη μεταβατική περίοδο, μέχρι, δηλαδή, να κυκλοφορήσουν, σε φυσική μορφή, τα νέα χαρτονομίσματα, θα υπάρχει ακόμη το ευρώ. Όποιος έχει ευρώ θα θέλει να τα κρατήσει, ως μέσον αποθησαυρισμού και διαφύλαξης της αξίας της περιουσίας του. Έτσι θα φθάσουμε μοιραία σε καθεστώς αντιπραγματισμού. Δίνει, για παράδειγμα, κάποιος ένα κιλό λάδι, για να πάρει τρία κιλά αλεύρι. Δεδομένου δε ότι η χώρα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές, για την πραγματοποίηση των οποίων θα απαιτείται συνάλλαγμα και όχι δραχμές, θα παρουσιαστούν σημαντικές ελλείψεις, για παράδειγμα, σε καύσιμα, σε πρώτες ύλες, σε αγροτικά προϊόντα (...) σε αρκετά βασικά είδη, τα δε σχολεία, τα νοσοκομεία και γενικά οι δημόσιες υπηρεσίες θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στη λειτουργία τους, ενώ ελλείψει καυσίμων, ο στρατός και η αστυνομία δεν θα μπορούν να κινούν τα οχήματα».
Ο Γιώργος Προβόπουλος έκανε, επίσης, λόγο (αν επαληθευθεί το εν λόγω σενάριο) για «ζοφερές καταστάσεις» και για «πιθανές κοινωνικές εκρήξεις», τόνισε δε ότι επιστροφή στη δραχμή θα ισοδυναμεί με επάνοδο στη δεκαετία του ’50 και φυσικά επεσήμανε ότι «σε τέτοιες ανώμαλες καταστάσεις, αυτοί που κυρίως χάνουν είναι οι πολλοί και οι αδύνατοι. Αυτοί που θα επωφεληθούν, όπως, άλλωστε, συνέβη και στο παρελθόν σε έκτακτες καταστάσεις, θα είναι οι λίγοι επιτήδειοι».
ΠΟΙΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΤΗ ΔΡΑΧΜΗ;
Όμως, ποιοι είναι αυτοί που θέλουν την επιστροφή στη δραχμή;
Είναι μόνο λίγοι και επιτήδειοι, που θα πιστεύουν ότι θα ωφεληθούν από μια τέτοια εξέλιξη;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, η δε σχετική συζήτηση (ζύμωση) δεν είναι ανώδυνη, αν και θεωρείται βέβαιο ότι κερδισμένοι από μια απευκταία επιστροφή στο παλαιό ελληνικό εθνικό νόμισμα, θα είναι όσοι επιχειρηματίες στη μεταποίηση, τα εκδοτικά συγκροτήματα, τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, έχουν φυγαδεύσει τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό (σημειώνεται ότι η εκροή καταθέσεων έφτασε τα 80 δισ. τα τελευταία δύο χρόνια) και έχουν μεγάλες δανειακές υποχρεώσεις στο εσωτερικό. Οι υποχρεώσεις τους θα εξανεμιστούν, ενώ διαθέτουν ρευστότητα σε σκληρό νόμισμα, ώστε να αγοράσουν φτηνά αξίες την επομένη μέρα.
Παρά το γεγονός, ότι η πλειοψηφία υπέρ του ευρώ είναι ακόμα πολύ ισχυρή στην ελληνική κοινωνία, εντούτοις λόγω της απόλυτης ρευστότητας τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ευρωζώνη, υπάρχει μια ετερόκλητη πολιτικοοικονομική συμμαχία, η οποία λέει ότι τάσσεται υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, με το επιχείρημα ότι η χώρα θα μπορέσει να υποτιμήσει το νόμισμά της, να αναθερμάνει, μέσω των εξαγωγών, την οικονομία της, να τυπώσει χρήμα για να δώσει μισθούς και συντάξεις και - μέσω του πληθωρισμού - να περιορίσει τις δανειακές της υποχρεώσεις.
Ωστόσο, πέραν των όσων εφιαλτικών για την κοινωνία περιέγραψε ο Γιώργος Προβόπουλος, μια έξοδος από την Ευρωζώνη θα καταστήσει απαιτητά τα περίπου 120 δισ. ευρώ που χρωστούν οι τράπεζες στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και αυτά θα πρέπει να τα «σηκώσει» το δημόσιο χρέος, το οποίο θα εκτιναχτεί στα 480 δισ. ευρώ, η δε κυβέρνηση θα θέσει τις τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ωφελήσει το (ούτως ή άλλως καταρρέον ελλαδικό πολιτικό σύστημα) καθώς η επάνοδος στον κρατισμό των τραπεζών θα ενισχύσει τις δυνατότητες χρηματοδοτικής παρεμβάσεως σε φίλα προσκείμενους επιχειρηματίες και σε συντεχνιακά αιτήματα.
Μια «κυβέρνηση της δραχμής» θα μπορεί να τυπώσει χρήμα ώστε να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, αλλά αυτό θα οδηγήσει σε αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της δραχμής, σε υπερπληθωρισμό, σε εξανέμιση των καταθέσεων και φυσικά θα συρρικνωθεί η αγοραστική αξία των μισθών και των συντάξεων.
Η εφημερίδα «Καθημερινή» έγραψε πως «υπάρχει μια μερίδα του πολιτικού προσωπικού και των παραφυάδων του, οριζόντια διαστρωματωμένη στα αστικά κόμματα, που επιθυμεί την άρση του ελέγχου των δημόσιων οικονομικών και την ακύρωση των διαρθρωτικών αλλαγών, επειδή ακριβώς καταργούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση πελατειακής πρακτικής».
«Ως εκ τούτου, αυτή η μερίδα, στην οποία συνυπάρχουν διαχρονικοί και όψιμοι ευρωσκεπτικιστές, υπέρμαχοι της εθνικής κυριαρχίας και πολέμιοι της έξωθεν παρέμβασης, δεν βλέπει την έξοδο από το ευρώ αρνητικά. Το συμφέρον τους δεν είναι ευθέως οικονομικό, αλλά πολιτικό, η ανάκτηση του ελέγχου του «γκουβέρνου» και άρα η διάσωση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Παράλληλα, υπάρχει και μια μερίδα της Αριστεράς, η οποία, από ιδεολογική επιλογή, προπαγανδίζει ανοιχτά την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, νομιμοποιώντας έτσι όμως - άθελά της- όλους τους προηγούμενους», τονίζει η εφημερίδα.
Το βέβαιο είναι, όπως έλεγε στην «Ε», υψηλόβαθμο στέλεχος της τραπεζικής γραφειοκρατίας, ότι αυτή η ετερόκλητη συμμαχία υπέρ της επιστροφής στη δραχμή δεν έχει ακόμη καταλήξει στο τι τη συμφέρει και γι’ αυτό αμφιταλαντεύεται.
Όταν θα καταλήξει, τότε θα δούμε και μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα να ρίξουν το βάρος τους υπέρ (ή κατά αυτού) του σεναρίου και να εγκαταλείψουν την αμφισβητούμενη ή επαμφοτερίζουσα στήριξη την οποία (υποτίθεται ότι) παρέχουν στις δυνάμεις, που, με ειλικρίνεια και σωφροσύνη, θέλουν την παραμονή της χώρας στην Ευρώπη, παρά τις δυσκολίες και τα συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα.