Από τον Μάξιμο Χαρακόπουλο
Η συζήτηση που άνοιξε για την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και τη μείωση του κατώτατου μισθού, έθεσε ουσιαστικά το μεγάλο και πραγματικό δίλημμα με το οποίο έχει έρθει αντιμέτωπη η ελληνική οικονομία.
Αν δηλαδή επιλέξει ένα οικονομικό μοντέλο που επιβάλλει μισθούς εξαθλίωσης, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, ή θα κερδίσει το στοίχημα με όρους δυναμικής ανάπτυξης που έχουν ακολουθήσει προηγμένα κράτη του δυτικού κόσμου. Η φύση του καθοριστικού για το μέλλον της χώρας διλήμματος καταδεικνύει ότι η επίλυσή του μπορεί να γίνει μόνο με πολιτικούς όρους.
Κανείς δεν αρνείται ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι τεράστιο. Ακόμη, όμως, και αν δεχθούμε ότι το μισθολογικό κόστος συνιστά ανάχωμα στον ανταγωνισμό, καθώς πράγματι αυξήθηκε την προηγούμενη δεκαετία ακολουθώντας τους ρυθμούς ανάπτυξης, τα στοιχεία δεν μας επιτρέπουν να το αφορίσουμε ως το κύριο υπεύθυνο για την υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας. Άλλωστε, είναι κοινή διαπίστωση ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον, όπως διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, είναι σχεδόν εχθρικό στις επενδύσεις και στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Ένα τερατώδες κράτος, με ακατανίκητη γραφειοκρατία και εστίες διαφθοράς, παραμένει τροχοπέδη στα όποια επιχειρηματικά σχέδια. Επιπλέον, η ανελέητη φορολόγηση για να καλυφθούν οι μαύρες τρύπες της κρατικής σπατάλης, λυγίζει τις επιχειρήσεις, ενώ οι εργοδοτικές εισφορές είναι τόσο μεγάλες που δίνουν το... χάλκινο μετάλλιο στην Ελλάδα, κατατάσσοντάς την στην τρίτη υψηλότερη θέση στον τομέα αυτό μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, διαθέτουμε μια κυριολεκτικά χαώδη πολυνομία και μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, παράγοντες που αποτρέπουν τους πιθανούς επενδυτές, διότι φοβούνται ότι δεν θα βρουν το δίκιο τους. Όλο αυτό το πλέγμα των αρνητικών στοιχείων κρατά όμηρο την ελληνική οικονομία.
Η επιμονή λοιπόν σε οριζόντιες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις είναι ακατανόητη και πλέον σίγουρα λανθασμένη. Διότι τελικά προκαλεί αλυσιδωτές αρνητικές παρενέργειες, όπως η μείωση της καταναλωτικής ζήτησης και κατά συνέπεια των φορολογικών εσόδων, η αύξηση των «λουκέτων» και η εκτίναξη της ανεργίας, η μείωση στα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων, το βάθεμα της ύφεσης και η κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής.
Ακόμη, όμως, κι αν παραμερίσουμε όλα τα παραπάνω γεννάται το ερώτημα, γιατί οι επενδυτές να επιλέξουν την Ελλάδα και όχι τη Βουλγαρία, την Κίνα ή το Μπαγκλαντές;
Και τέλος πάντων, αν οι μισθοί είναι αντιστρόφως ανάλογοι με την ανταγωνιστικότητα, τότε πώς δικαιολογείται το γεγονός ότι το κόστος εργασίας ανά ώρα στη Γερμανία είναι σχεδόν διπλάσιο από την Ελλάδα;
Αν επομένως, θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και υπεύθυνοι απέναντι στους πολίτες και ιδιαίτερα στις νέες γενιές, ο δρόμος που πρέπει να επιλέξουμε είναι αυτός της θεμελίωσης ενός διαφορετικού οικονομικού μοντέλου, το οποίο δεν θα βασίζεται σε μισθούς πείνας αλλά στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που διαθέτουμε. Στα προϊόντα ποιότητας με πιστοποίηση προέλευσης, στη βιολογική γεωργία, στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και κυρίως στο ανθρώπινο δυναμικό, που είναι δυστυχώς παροπλισμένο. Ενώ παράλληλα, θα πρέπει να κόψουμε το γόρδιο δεσμό που μας καθηλώνει: τις σπατάλες του δημοσίου και τη γραφειοκρατία, την υπερφορολόγηση, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, αλλά και τη διαφθορά και τη γενικευμένη ανομία. Αυτό πρέπει να είναι και το έργο της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές, η οποία με αυτή τη δέσμευση θα λάβει την έγκριση του ελληνικού λαού.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι Γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Λαρίσης