Γράφει ο Βασίλης Μπαλαής
Έτσι λοιπόν με πολλή αμηχανία, φόβο, απόγνωση, οργή, φρούδες ελπίδες , «σωτήρες» μιας χρήσης, οιμωγές στα κανάλια από εμάς και τους μεγαλοδημοσιογράφους για το μαρτύριο που καθημερινά περνάμε, ταπεινώσεις, άγρια τρομοκρατία, τρόικες και θαυματουργές συνταγές διάσωσης της μιας ημέρας, συνειδητοποιούμε πια σιγά-σιγά και τυραννικά, πως «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί».
Πως ο εξαίρετος ατομισμός και φιλοτομαρισμός μας δεν μπόρεσε να μας σώσει. Πως το ωραίο σπίτι, το εξοχικό, το πολυτελές αυτοκίνητο, οι αναρίθμητες πιστωτικές κάρτες της πασπαλισμένης με χρυσόσκονη ονείρων πλουτισμού φενάκης μας, κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος, στο πρώτο φύσημα του άγριου λύκου που λέγεται καπιταλισμός.
Και ξαφνικά βρεθήκαμε μόνοι! Όμορφα, στρουμπουλά, λαχταριστά γουρουνάκια! Χωρίς την προστασία και τη θαλπωρή των καλοφωτισμένων βουλευτικών γραφείων. Χωρίς το υποσχετικό χαμόγελο των πάντα πρόθυμων και ατσαλάκωτων βουλευτών μας, των δικών μας βουλευτών, να ικανοποιήσουν κάθε μας επιθυμία. Χωρίς τα τόσο γοητευτικά ρουσφετάκια με τα οποία ξεπουλούσαμε ανερυθρίαστα την αξιοπρέπεια και την ψυχή μας τελικά.
Μόνοι, χωρίς τις πομπώδεις πομφόλυγες, με τις οποίες υπερφίαλες μηδαμινότητες- ψηφισμένες από εκατομμύρια αλαλάζοντες οπαδούς και με βλακεία εις την εκατομμυριοστήν-, μας τάιζαν, δείχνοντάς μας το δρόμο του αναπότρεπτου χαμού μας.
Μόνοι, μιας και τα σωματεία ήταν «άχρηστα» για τα γούστα μας, ο διπλανός μας ήταν ενοχλητικός και ανταγωνιστικός- στην καλύτερη περίπτωση-, η συλλογικότητα λέξη απαγορευμένη, οι απεργίες χάσιμο χρόνου και χρημάτων, οι πορείες εμμονές ολίγων εκατοντάδων γραφικών που τους αντιμετωπίζαμε με συγκαταβατικό χαμόγελο μέσα απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου μας, όταν ξεκινούσαμε για μια ακόμα εκδρομή, οι εκλογές ευκαιρία για την επανάσταση της αρλούμπας και της...αποχής.
Μόνοι, χωρίς τις εξαίρετες παρέες των διευθυντικών στελεχών όλων των Τραπεζών, που με πατρική στοργή και ανιδιοτέλεια--χωρίς κανένα, μα κανένα κέρδος και βέβαια, χωρίς απολύτως κανέναν κίνδυνο για μας, αφού η «φιλία» τους μας «εξασφάλιζε» το υποθηκευμένο σπίτι, ή το πολυτελές αυτοκίνητο, το εξοφλούμενο σε εξήντα ετήσιες δόσεις-, μας έδιναν αφειδώς εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, γκομενοδάνεια, καταναλωτικά, επισκευαστικά και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.
Μόνοι, με τη φενάκη μιας νησίδας ευημερίας, έτη φωτός μακριά από την Αφρική, την Ασία, τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, τους «καταραμένους» άστεγους και άνεργους του καπιταλιστικού θαύματος, να βλέπουμε σε απευθείας σύνδεση το θάνατο εκατομμυρίων παιδιών από πείνα, τα συσσίτια, τις ουρές των ανέργων να παρακαλάνε για μια οποιαδήποτε δουλειά, για ένα κομμάτι ψωμί, στην κυριολεξία, τους άστεγους να κοιμούνται όπου βρουν ένα πιο προφυλαγμένο μέρος.
Τα βλέπαμε χωνεύοντας μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού μας, έτσι, σαν ένα ακίνδυνο υπνωτικό, μέχρι να μας πάρει το γλυκοΰπνι, και γυρνώντας από το άλλο πλευρό κλείναμε την τηλεόραση και όλα πια εξαφανίζονταν. Λες και τα εκατομμύρια των δυστυχισμένων να ήταν μια εικονική πραγματικότητα, λιγότερο πραγματική και απ’ την πραγματικότητα των ριάλιτι, τα οποία καταναλώναμε σε τερατώδεις δόσεις.
Αρχίσαμε λοιπόν να καταλαβαίνουμε ότι «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Τη δική μας πόλη! Και λιποθυμάνε απ’ τη πείνα τα δικά μας παιδιά! Και η ανεύρεση μιας οποιασδήποτε δουλειάς για να ζήσουμε την οικογένειά μας, αφορά πια εμάς τους ίδιους, όπως και η ανεύρεση μιας «φιλόξενης» γωνιάς να κοιμηθούμε τη νύχτα, πιθανόν. Και ότι οι ηγήτορες του ενός εκατομμυρίου εσωκομματικών ψήφων αποδείχτηκαν στην καλύτερη περίπτωση γελοία ανθρωπάκια, αν όχι ξεπουλημένα τομάρια, ότι «οι βουλευτές μας» των αναρίθμητων ρουσφετιών, δεν ήταν παρά ψοφοδεή, θρασύδειλα υποκείμενα, οσφυοκάμπτες γυμνοσάλιαγκες και θλιβεροί Χατζηαβάτηδες, που προσμετρούσαν την τσέπη τους και το πιο σιχαμερό μικροσυμφέρον. Και ότι οι γλυκύτατοι εμείς άνθρωποι, οι χαρισματικές προσωπικότητες, που μας ανέβαζε στα ουράνια η γλίτσα του πιο σιχαμένου υπολογισμού, μετατραπήκαμε εν μια νυκτί σε κοπρίτες.
Ας αρχίσουμε λοιπόν πάλι απ' την αρχή. Απ' την αρχή της αρχής. Να ανασύρουμε απ' τα σκουπίδια, όπου τις πέταξε η ματαιοδοξία και η διάβρωσή μας, λέξεις όπως αλληλεγγύη, αγώνας, ιδανικά, αλτρουϊσμός, συντροφικότητα, αξιοπρέπεια. Να μάθουμε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, παντού, στα σωματεία, στη γειτονιά, στις αυθόρμητες συλλογικότητες, να ρωτάμε για τα ντέρτια του, να βοηθάμε και να ζητάμε βοήθεια, να μετράμε τα πράγματα με την απλωσύνη της καρδιάς και όχι με τον αριθμό των πιστωτικών. Να επανεγγράψουμε στον εγκέφαλό μας, σα να συνερχόμαστε από βαρύ εγκεφαλικό, τη λέξη Πολιτική και τη συνώνυμη Αγώνας, και εν πάσει περιπτώσει, να μάθουμε επιτέλους να χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλό μας.
Και τότε θα υπάρξει και πάλι ελπίδα! Και τότε θα υπάρξει και πάλι όνειρο!
Και τότε η ευχή μας, ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, θα γίνει σίγουρα πραγματικότητα!
Ο Βασίλης Μπαλαής είναι γιατρός, φυσίατρος