* Του κ. Ηλία Κωτούλα
Φεύγουν οι μέρες. Φεύγουν τα χρόνια. Οι όμορφοι αυτοί στίχοι μου ‘ρχονται στο νου, τις μέρες αυτές που ξεπροβοδήσαμε τον παλιό το χρόνο και δεχτήκαμε τον καινούργιο.
Μελαγχόλησε πραγματικά η καρδιά μου και σκέφθηκα πόσα όνειρα και πόσες ελπίδες πήγαν χαμένες τη χρονιά που πέρασε.
Πιο πολύ λυπήθηκα για τα παιδιά, τους νέους μας, που τα τελευταία χρόνια δεν είδαν άσπρη μέρα και επιμένω στα παιδιά, γιατί όσο να ‘ναι, εμείς γεράσαμε και δε μας μένει πολύς καιρός για καλύτερες μέρες. Σ’ εμάς απόμεινε ο γυρισμός στις όμορφες – αναθυμήσεις, αλλά πολλές φορές προβληματίζομαι και αναρωτιέμαι και γι’ αυτό.
Μήπως ξεγελιούμαστε κι αφήνουμε τις σκέψεις μας ν’ αναγυρνούν στα περασμένα, πασχίζοντας για μιαν αυγή, που θα κρατάει επίτηδες σφαλιστά τα βλέφαρά μας, για να μη φύγουν τα όνειρα που ομόρφαιναν τη ζωή μας και της στάθηκαν στις δυσκολίες, τα πιο στέρεα ακουμπίσματα;
Αλλά πάλι το ξανασκέφτομαι και λέω από μέσα μου, χωρίς να ακούομαι. Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω τη ζωή; Όλοι το πιστεύουν και το λένε πόσο γλυκιά είναι, γιατί την έκανε, αυτός που μας την έδωσε. Εμείς τη δυσκολέψαμε και την αναθεματίζουμε αδιάντροπα. Στις πρώτες δυσκολίες την πετροβολούμε κι οι πέτρες που τις ρίχνουμε, γυρίζουν καταπάνω μας.
Μ’ όλες όμως τις δυσκολίες της και τις αναποδιές, την τραγουδούμε και τη θέλουμε. «Να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές... και καλότυχα είναι τα βουνά, που ποτέ τους δε γερνάνε... » τραγουδάει ο λαός μας, που ποτέ δεν πέφτει έξω.
Με τον καινούργιο χρόνο, ας διώξουμε τις στεναχώριες και τις πίκρες που μας πνίγουν κι ας κοιτάξουμε περισσότερο αισιόδοξα προς τον ουρανό, που τις μέρες αυτές, τις γιορτινές, τόσο πολύ χαμήλωσε και μας ζύγωσε φιλόστοργα.
Τη φετινή χρονιά, ας ιδούμε πιο ελπιδοφόρα τη μέρα την αυριανή κι ας μη ξεφύγει απ’ τα χείλη μας και ο αναστεναγμός. «Δεν είναι ζωή ετούτη» ή «τι να την κάνουμε τέτοια ζωή» και άλλα.
Η ζωή, όσο δύσκολη κι αν είναι, είναι γλυκιά κι όλοι τη θέλουμε.
Ρώτησαν κάποτε ένα γέρο πόσων χρονών είναι κι εκείνος απάντησε – ενενήντα. Να τα κατοστίσεις του ευχήθηκαν. Γιατί αν ζήσω 120, σας πειράζει; Απάντησε θυμωμένος.
Η ιστορία της Γιαγιάς με το φορτίο είναι πολύ ενδεικτική και πρέπει να μας φρονηματίζει.
Φορτωμένη με ξύλα κάθησε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί. Αποκαμωμένη απ’ την ταλαιπωρία και την κούραση αναστέναξε μ’ όση δύναμη της είχε απομείνει. «Ζωή είναι κι αυτή;» Δεν έρχεται ο χάρος να με πάρει».
Δεν αποτέλειωσε το λόγο της κι ο χάρος στάθηκε μπροστά της και της είπε. Γιαγιά ο χάρος είμαι, που με φώναξες, ‘τοιμάσου να σε πάρω. Τι λες καλέ; Του απάντησε η γιαγιά. Εγώ να με βοηθήσεις να σηκωθώ σε φώναξα. Άντε πήγαινε στο καλό σου.
Είπα, με τον ερχομό της νέας χρονιάς να γράψω κάπως αισιόδοξα, για να πάρω κι εγώ λίγη χαρά και κουράγιο απ’ τα γραφούμενά μου. Όπως το παιδί σφυρίζει τη νύχτα στο δάσος για να διασκεδάσει το φόβο του.
Τελειώνοντας, εύχομαι σ’ όλους, καλή κι ευλογημένη χρονιά και ζητώ συγγνώμη αν με τα αισιόδοξα αυτά λόγια μου, σκανδάλισα κάποιον. Όμως δεν τ’ γραψα από άγνοια της πραγματικότητας, γιατί κι εγώ στον ίδιο πλανήτη ζω και υποφέρω.
Θέλησα τις χρονιάρες αυτές μέρες, να δώσω λίγη χαρά στις πονεμένες καρδιές. Έτσι σαν δροσοσταλιά αγιασμένη, στις μαραμένες απ’ τις στερήσεις και τα βάσανα ελπίδες μας.