Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου
Κάθε φορά, που περνάω έξω από ένα μανάβικο (τώρα τα λένε οπωροπωλεία ή μπουτίκ φρούτων) αισθάνομαι μια ανυπέρβλητη μαγεία. Μια αισθητική απόλαυση και γοητεία. Σε επικλινή πλαίσια, σε καφάσια, σε κάνιστρα ή κρεμαστά, πληθώρα φρούτων, που μας θυμίζουν ζωγραφιές από βιβλία με παραμύθια. Χρώματα χάρμα οφθαλμών. Το βαθύ κίτρινο του πεπονιού. Φράουλες και κατακόκκινα κεράσια. Αχνόχρωμα, χνουδάτα ροδάκινα. Η πολυμορφία της πιπεριάς στρογγυλή για γέμισμα, οι «κατσίκες», έξοχος μεζές για ούζο και οι φαρμακομύτες, οι φαρμακερές, εκείνες οι μυτερές, που φουλτακιάζουν το στόμα από καούρα. Ακόμα αρμονικές πλεξίδες με σκόρδα. Τρυφεροί δροσάτοι ζοχοί ανάμικτοι με ραδίκια. Τα χυμώδη αχλάδια. Το σπάνιο ντιμπαντίκι και τα μελιστάλακτα σύκα, μήλα αγιώτικα, φασόλια της Σπηλιάς, πατάτες από το Νευροκόπι.
Τι να πρωτοθαυμάσεις; Τα κοιτάζω με λαχτάρα, που με κόβεται η ανάσα σαν διαβάσω τις τιμές τους. Καθώς οι σιελογόνοι αδένες δραστηριοποιούνται από την ιδεατή γεύση, αμέσως έρχεται ένας κόμπος στο λαρύγγι. Τα ψυγεία και τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα, έφεραν κοντά μας φρούτα από όλη την υφήλιο. Ό,τι ποθεί η ψυχή σου. Σταφύλια Χιλής, μήλα Αργεντινής, σκόρδα από την Κίνα, αφρικάνικα μάνγκο, μπάμιες Αιγύπτου... φρούτα από Τουρκία, Ισραήλ, Ισπανία...
Και δίπλα στα διαφημιζόμενα ξένα αραδιαστά τα ψωροπερήφανα και εγωπαθή, ντόπια φρούτα με τις ψηλότερες τιμές. Απλησίαστα και απωθητικά.
Οι γιατροί συνιστούν ανεπιφύλακτα: «Τρώτε φρούτα. Κάνουν καλό στην υγεία». Αλλά η βοσκή στον φρουτοπαράδεισο, είναι αποτρεπτική. Πέρασε ο καιρός, που αγοράζαμε φρούτα με το κιλό. Γεμίζαμε σακούλες και τσάντες κι όσο βγούνε. Τώρα πριν τ’ αγοράσουμε λογαριάζουμε. Πόσοι είμαστε; Από τόσα ο καθένας, συνολικά θέλουμε, τόσα. Με το κομμάτι τα παίρνουμε τώρα. Το είχα δει πριν πολλά χρόνια στο Λονδίνο. Απορούσα και κορόιδευα. Να μετράνε τα μήλα και τα πορτοκάλια ή να παίρνουν μια φέτα καρπούζι, αντί ολόκληρο, «Μηδενί συμφορά ονειδήσεις. Το μέλλον γάρ αόρατον ει και η τύχη κοινή».
Ήρθαν και στο κεφάλι μας. Τα περιττά έγιναν αναγκαία και τα ουσιώδη μοιάζουν με είδη πολυτελείας.
Στα παλιά τα χρόνια, απ’ ό,τι θυμάμαι, η κατανάλωση των φρούτων, ήταν προνόμιο των αρχόντων. Οι φτωχοί της πόλης και κυρίως οι κάτοικοι της υπαίθρου, δεν γνώριζαν ούτε καν τη γεύση πολλών φρούτων. Από εικόνες τα αναλώσιμα φρούτα, ήταν τα κορόμηλα και τα γκόρτσα. Εκείνα τα στιφά σφαιρικά προϊόντα, της αυτοφυούς και ακανθώδους αγριαπιδιάς. Μόνον όταν αρρωσταίναμε ή μετά το αηδιαστικό μουρουνέλαιο, μας έδιναν για ανακούφιση καμιά φέτα πορτοκαλιού. Κι ύστερα καρπούζια και πεπόνια από το μποστάνι μας. Ουδέν πλέον. Σε μερικά σπίτια εύπορα, όπως του παππού μου, διατηρούσαν σταφύλια και πεπόνια μέσα στο άχυρο και τα γευόμασταν σαν από θαύμα, χριστουγεννιάτικα.
Εμείς οι Έλληνες πρέπει να θεωρούμαστε ιδιαίτερα ευνοημένοι από τον Πανάγαθο, γιατί βρεθήκαμε σε τούτη την ηλιόλουστη κι ευλογημένη καρπερή γη, που απλόχερα μας χαρίζει τα παντοειδή της καλούδια. Ας ελπίσουμε, πως θα εξακολουθεί να μας παρέχει τα γεννήματά της, αν φυσικά δεν την κάψουμε ή δεν την οικοπεδοποιήσουμε. Αν δεν την καλύψουμε με τσιμέντο και πλάκες. Κι αν δεν ντοπάρουμε τα προϊόντα της με λιπάσματα και φυτοφάρμακα, ώστε να φθάνουν στο τραπέζι μας φαρμακωμένα από τοξίνες και δηλητήρια, οπότε θα είναι δώρα... άδωρα.