Από τον Νικόλαο Μπλάνα
Το πρόσφατο εξαιρετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ» αναφορικά με τη μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ δίνει την ευκαιρία μιας ουσιαστικής συζήτησης που κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να ανοίξει ενόψει της προετοιμασίας του νέου «ΕΣΠΑ» 2014-2020. Πρόκειται για μια ευκαιρία ουσιαστικής αυτοκριτικής όλων των εμπλεκόμενων μερών, πολιτικών, αυτοδιοικητικών, εμπειρογνωμόνων, ιδιωτών, δημοσίων λειτουργών κ.λ.π. Σκοπός είναι η αξιολόγηση των ευρημάτων της μελέτης για τον σχεδιασμό ενός νέου Περιφερειακού Προγράμματος στις σημερινές δύσκολες συνθήκες αλλά και στην καλύτερη αξιοποίηση των χρημάτων που τελικώς θα αποφασιστούν.
Σε μια περίοδο που η χώρα μας έχει τρομακτική ανάγκη κονδυλίων για τη δημιουργία ανάπτυξης και τα χρήματα της 5ης προγραμματικής περιόδου 2014-2020 πρακτικά είναι τα μόνα που θα διατεθούν για την ανάπτυξη της χώρας, καθίσταται προφανής η ανάγκη για την επιλογή των καλύτερων έργων, εκείνων δηλαδή, που θα δώσουν το μέγιστο αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Με δεδομένο δε της έλλειψης εθνικών πόρων για την κάλυψη του ποσοστού συγχρηματοδότησης των νέων έργων, η χώρα θα εξαντλήσει το μέγιστο ποσοστό συγχρηματοδότησης των ευρωπαϊκών ταμείων που απορρέει από τους νέους κοινοτικούς κανονισμούς, με αποτέλεσμα ο αριθμός των έργων που θα υλοποιηθούν να είναι ακόμα μικρότερος.
Η μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ είναι εξαιρετική και αποτελείται από 2 τμήματα. Με απλή και κατανοητή γλώσσα, απεικονίζει τόσο την παρελθοντική κατάσταση με τα αποτελέσματα από την εφαρμογή των προηγούμενων «πακέτων» όσο και τα θέματα που προκύπτουν και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε σαν χώρα για ένα καλύτερο νέο «ΕΣΠΑ». Τα δύο τμήματα της μελέτης είναι πολύ εύκολο να τα βρει κάποιος στο διαδίκτυο και το συνιστώ ανεπιφύλακτα, καθότι σε πολύ λίγες σελίδες υπάρχει τρομερά συμπυκνωμένη γνώση ακόμα και για άτομα που δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις του χώρου.
Τι λέει με δύο λόγια η μελέτη: ότι παρά την εισροή των περίπου 70 δισ. ευρώ από το σύνολο των πακέτων για την πολιτική της συνοχής δεν υπήρχε η αντίστοιχη αναπτυξιακή κεφαλαιοποίηση. Η Θεσσαλία π.χ. παραδοσιακά εμφάνιζε υψηλά ποσοστά απορρόφησης ενώ διαχρονικά βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στο σύνολο των ελληνικών προγραμμάτων από πλευράς απορρόφησης. Παρά λοιπόν τις υψηλές απορρόφησης το αναπτυξιακό αποτέλεσμα κρίνεται ανακόλουθο ενώ μια σειρά διαρθρωτικών προβλημάτων δεν αντιμετωπίστηκε. Θα έλεγε κάποιος ότι παρά τον πακτωλό χρημάτων, η συγκριτική θέση της Θεσσαλίας με βάση το ΑΕΠ / κάτοικο δεν είχε την εξέλιξη που θα περιμέναμε. Μετά από 5 πακέτα [συμπεριλαμβάνω και τα ΜΟΠ], από το 1987 μέχρι σήμερα το ΑΕΠ /κάτοικο εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του 75% του μέσου όρου της ΕΕ των 27 κρατών μελών.
Με αφορμή την παραπάνω μελέτη κοίταξα τα εγκεκριμένα προγράμματα της Περιφέρειας μας για τις 4 περιόδους [1ο και 2ο πακέτο Delors, ΚΠΣ και ΕΣΠΑ] και σε αρκετά σημεία ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ο χρόνος δεν πέρασε. Ας φέρω ένα παράδειγμα. Σε όλα τα προγράμματα αναφέρεται η κεντροβαρής θέση της Περιφέρειας [με την ορολογία της εποχής], ο ανεπτυγμένος αγροτικός τομέας, οι δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης κλπ. Στον τομέα των δικτύων μεταφοράς αναφέρεται συνεχώς η αναγκαιότητα διασύνδεσης της περιφέρειας με τις όμορες Περιφέρειες και των 4 πρωτευουσών των νομών μεταξύ τους. Η πρώτη εργολαβία βελτίωσης του δρόμου Λάρισας – Τρικάλων ξεκίνησε επί Α! ΚΠΣ. [1990]. Μετά από 22 χρόνια ο δρόμος δεν έχει διαπλατυνθεί σε όλο το μήκος των 60 χιλιομέτρων. Ο άξονας Λάρισα – Κοζάνη έμεινε στα χαρτιά. Η Πινακοθήκη της Λάρισας χρειάσθηκε χρηματοδότηση σε 3 ΠΕΠ. Το λιμάνι Αγιοκάμπου χρηματοδοτήθηκε σε 4 Κοινοτικά Πλαίσια και ακόμα δεν είναι πλήρως λειτουργικό. Πλήθος ανάλογων έργων μπορούμε να αναφέρουμε. Είναι προφανές ότι η κατάσταση αυτή πρέπει να βελτιωθεί. Οι αλλαγές που προτείνει η Επιτροπή ίσως τελικώς οδηγήσουν σε περιορισμό του βαθμού ελευθερίας στη διαμόρφωση της πολιτικής της συνοχής. Υπάρχει κίνδυνος πλήθος έργων να μείνουν ημιτελή εφ΄ όρου ζωής και κυριολεκτώ, καθότι υπάρχει περίπτωση να μην είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση στο νέο ΕΣΠΑ. Ίσως αυτό να μην αφορά σε μεγάλο βαθμό τη Θεσσαλία, λόγω της κατάταξής της στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες ωστόσο πολλές σημαντικές λεπτομέρειες θα κριθούν στις τελικές διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση των κανονισμών και των σημαντικών λεπτομερειών που συνυπάρχουν. Δυστυχώς στις διαπραγματεύσεις αυτές η χώρα μας δεν κατεβαίνει με την απαιτούμενη βαρύτητα.
Να διευκρινίσω εδώ ότι πάρα πολλές φορές βλέπουμε και ακούμε στα ΜΜΕ περί υπεραπορρόφησης των κοινοτικών πόρων στο Χ τομεακό ή περιφερειακό πρόγραμμα. Αυτό δεν είναι σωστό. Τα χρήματα της Ε.Ε. είναι σταθερά και επομένως οποιαδήποτε υπέρβαση προϋπολογισμών για υλοποίηση έργων πληρώνεται από Εθνικούς πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων [ΠΔΕ]. Ένα ΠΔΕ που συνεχώς κουτσουρεύεται στο πλαίσιο του μνημονίου και δυστυχώς έχει φθάσει σε σημείο να κόβεται και το συγχρηματοδοτούμενο τμήμα του, δηλαδή, το Ελληνικό Κράτος δεν έχει να διαθέσει 20 ευρώ για να εισπράξει τα 80 ευρώ της Ε.Ε. για να υλοποιήσει ένα έργο 100 ευρώ.
Το 2ο κομμάτι της μελέτης του ΕΛΙΑΜΕΠ αναφέρεται στις προτάσεις της Επιτροπής για την περίοδο 2014-2020, καταγράφει όλους τους κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα από την εφαρμογή των νέων προτάσεων και παρουσιάζει τις ελληνικές θέσεις που θα πρέπει να υποστηρίξει και να διαπραγματευθεί η χώρα. Μάλιστα η έκθεση αναφέρει ότι, λόγω της δανειακής σύμβασης, η Ελλάδα κινείται υποχρεωτικά σε ρόλο αντισυμβαλλόμενου και μάλιστα όχι ισότιμου μέρους. Ανησυχητική κρίνεται επίσης η περίπτωση η Ελλάδα να μην είναι επιλέξιμη στο Ταμείο Συνοχής. Όλα θα εξαρτηθούν από τα ποια χρόνια θα ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ΑΕΠ/κάτοικο. Θετική κρίνεται η δυνατότητα το ποσοστό συγχρηματοδότησης να φθάσει στο 95%, ενώ άκρως αρνητική κρίνεται η περίπτωση επέκτασης της μακροοικονομικής αιρεσιμότητας σε όλα τα ταμεία και όχι μόνο στο Ταμείο Συνοχής που ίσχυε μέχρι σήμερα. Μάλιστα, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, σε χώρες που στηρίζονται από τους μηχανισμούς του EFSF και του ESM, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τη Σύμβαση Εταιρικής Σχέσης [ΣΕΣ] και στα Επιχειρησιακά προγράμματα, ώστε να επιτευχθεί η μακροοικονομική προσαρμογή της χώρας.