Του Κων. Τσιρονίκου
Η προτροπή «Laboremus» (ας εργαστούμε) του Σεπτιμίου Σεβήρου, Ρωμαίου Αυτοκράτορα, είναι πολύ επίκαιρη στις μέρες μας. Συμπληρωμένη δε και με την πετυχημένη φράση του σπουδαίου ιστορικού και συγγραφέα Σαράντου Καργάκου «Laboremus» και όχι «ξαπλαρέμους» δένει ακόμα περισσότερο το παρόν με το κοντινό παρελθόν.
Τότε, που ζούσαμε σαν μπέηδες. Παραδομένοι στη χλιδή των επιδοτήσεων και των δανεικών. Στο αφεντιλίκι και στο αραλίκι στην πλατεία του χωριού. Έχοντας με τα λίγα χωραφάκια και τον αλλοδαπό υπηρέτη. Για να απολαμβάνουμε άνετα τις ατέλειωτες αραχτές. Το «κύρος» του «μεγάλου» και «τρανού». «Του προοδευτικού» που ανέβηκε άκοπα, «χάρη στην εξυπνάδα του» πολύ ψηλά. Τόσο που φοβόμασταν να κοιτάξουμε κάτω. Μην πέσουμε και βρεθούμε πάλι στον καιρό της δουλειάς και της χαμαλίκας. Τότε που με το αλέτρι και την τσάπα ξημεροβραδιάζαμε στους αγρούς... Καλλιεργούσαμε τους μπαχτσέδες και το σπίτι μας ήταν γεμάτο γεννήματα: λαχανικά όλων των ειδών και εποχών. Είχαμε αγελάδες, κατσίκες, κότες, χοιρινά και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Όλα τα είχαμε τότε: το κρέας, το γάλα, το γιαούρτι, τα ξυνόγαλα, τα αυγά... Τίποτε δεν μας έλειπε. Όλα δικά μας ήταν. Γιατί δουλεύαμε. Ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Όλη η οικογένεια, από τον παππού και τη γιαγιά μέχρι τα μικρά παιδιά. Γι΄ αυτό η χώρα δεν χρωστούσε. Δεν ήταν χρεωμένη. Γιατί τα είχε όλα. Οι εισαγωγές ήταν ελάχιστες και η επίδειξη και η σπατάλη άγνωστες.
Το κακό όμως δεν άργησε να φανεί. Μας το φέρανε, όπως έλεγε ένας γέρος, οι γραμματιζούμενοι από τις πόλεις. Μας είπαν ότι από και πέρα, θα ζήσουμε πολύ καλά. Πλούσια. Σαν μπέηδες… Και στο ερώτημά μας, πώς; Με τον πακτωλό χρημάτων που θα πέσουν απ’ την Ε.Ο.Κ. Κι εμείς τρίβαμε τα χέρια μας... και περιμέναμε την «άγια μέρα» που θ’ ανέβουμε ψηλά. Και θ’ αγναντεύουμε την «αθλιότητα του παρελθόντος». Της δουλειάς και του αγώνα.
Κι αυτή ήρθε σχεδόν γρήγορα. Και τα πρώτα χρήματα έπεσαν... Ήρθαν και τα δεύτερα, τα τρίτα... Ήρθαν πολλά... Πάρα πολλά... Κι εμείς όλο χαιρόμασταν που τρώγαμε καλά, χωρίς να ξεχνούμε ποτέ και τους «μεγάλους ευεργέτες μας» τους πολιτικούς μας. Που δεν παύαμε, ούτε στιγμή, να πίνουμε νερό στ’ όνομά τους. Ήμασταν όμως και λαίμαργοι! 50 κατσίκες είχαμε, 500 δηλώναμε!.... Και δόστου διπλοζυγίσματα και δόστου νοθείες και τα χρήματα έμπαιναν κανονικά στην τσέπη μας.
Και οι ιθύνοντες τι έκαναν; Τίποτα. Άφηναν τα πράγματα να πάνε όπως πάνε. Γιατί, έτσι τους βόλευε. Γιατί, έτσι θα μπορούσαν να ξαναπάρουν την εξουσία. Γιατί, βλέπεις όσο πιο ψηλά ήσουν τόσο περισσότερα μπορούσες να φας. Τόσο καλύτερα περνούσες... Εξάλλου τζάμπα χρήματα ήσαν. Άκοπα κι αδούλευτα...
Τα χρόνια περνούσαν και το βιοτικό μας επίπεδο όλο και ανέβαινε. Έφθασε ψηλά, πολύ ψηλά. Όχι βέβαια με την παραγωγική μας δραστηριότητα, αλλά με τον εύκολο τρόπο που μας έμαθαν οι κυβερνώντες: παγαπόντικα και κάλπικα. Έτσι μυηθήκαμε στην αρπαχτή και στην καλοπέραση. Με το εύκολο παραδάκι να μπαίνει κανονικά στη τσέπη μας. Κι αυτή φούσκωνε και βάραινε τόσο πολύ, που νομίσαμε, ξαφνικά, ότι γινήκαμε πλούσιοι. Όχι προσωρινά, αλλά μόνιμα. Κι αυτό το δείχναμε, δεν το κρύβαμε: Με τις κουρσάρες μας, τις βιλάρες μας, τα φουσκωτά μας, τα ταξίδια, τους βασιλικούς γάμους κι ό,τι άλλο μπορούσε να ενισχύσει την επιδειξιομανία μας.
Κι ήρθε ο καιρός του λογαριασμού... Οι πιστωτές μας διέγνωσαν δημοσιονομική εκτροπή: Τεράστιο έλλειμμα, υπέρογκο δανεισμό, σπατάλη, διαφθορά, διαλυμένο κράτος, μη διαχειρίσιμο χρέος. Γιατί, όλα τα δανεικά και οι επιδοτήσεις πήγαιναν στην ευζωία. Λες και ήμασταν το πλουσιότερο κράτος του κόσμου. Μπράβο μας και συγχαρητήρια στους νοικοκυραίους που μας κυβερνούσαν...
Και τώρα τι γίνεται; Θα πληρώσουμε κανονικά αυτά που φάγαμε. Και μάλιστα τοκογλυφικά. Και όχι μόνον αυτό. Θα στερηθούμε όπως δείχνουν τα πράγματα, και διά παντός την ελευθερία μας. Το να είμαστε αφέντες στον τόπο μας. Στο σπίτι μας. Γιατί δυστυχώς ο λογαριασμός είναι πολύ μεγάλος και το ταμείο της Πατρίδας είναι άδειο.
Καημένη Ελλάδα πώς σε κατάντησαν τα σαΐνια που σε κυβερνούσαν. Οι διδάξαντες στο λαό το «ξαπλαρέμους» και όχι το «Laboremus». Την αξία της εντιμότητας και της προόδου.
Γι΄ αυτό λοιπόν, το ξαναλέμε «Laboremus» και όχι «ξαπλαρέμους» όπως πολύ πετυχημένα το διετύπωσε ο έγκριτος ιστορικός και συγγραφέας Σαράντος Καργάκος.