ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΩΤΟΥΛΑ
Τι του καλούν του γουμάρ στου γάμου, έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, η μαμάνα, όπως τη φωνάζουμε. Τον καλούν να κουβαλήσει νερό και όχι να πιεί τσίπουρο.
Μ’ εντυπωσίασε ο λόγος αυτός που συχνά τον συναντούμε στην κοινωνία μας. Να την πληρώνουν οι φρόνιμοι και οι φιλότιμοι. Στις θέσεις που έχει πληρωμή, να διορίζονται οι συνδικαλιστάδες και τα κομματόσκυλα και στις θέσεις που δεν έχει αμοιβή οι φρόνιμοι και οι φιλότιμοι.
Ποιος από μας στ’ αλήθεια, δεν αντιμετώπισε στη ζωή του την περίπτωση αυτή και δεν πικράθηκε από την αδικία; Εμείς οι δάσκαλοι, που χρόνια υπηρετήσαμε στην ύπαιθρο, έχουμε μεγάλη πείρα από την περίπτωση «να κουβαλούμε νερό...».
Δεν υπήρχε δουλειά που να μην την κάνουμε. Ρακοκάζανα, διάφορες διανομές και επιτροπές για πολλές υποθέσεις, μέχρι και στις αγροζημίες ένα διάστημα.
Σε όλα μπροστά χωρίς αμοιβή, ούτε δεκάρα, ενώ κοινοτάρχες, συνεταιριστάδες και άλλοι επιτήδειοι, πάντα σε δουλειές που τα οικονομούσαν, χωρίς να προσφέρουν τίποτα. Παντού βάζαμε πλάτες αναντίρρητα και άμισθα.
Γράφοντας, στη σκέψη μου ήρθε μια δική μου περίπτωση. Με ειδοποίησαν από τη Νομαρχία, ότι με ζητάει ο νομάρχης. Τα ’χασα. Τι δουλειά έχω εγώ με τον νομάρχη, είπα από μέσα μου και πήγα με αγωνία.
Έμαθα ότι είσαι καλός και γράφεις και στις εφημερίδες μου είπε. Θ’ αναλάβεις πρόεδρος στη βιβλιοθήκη.
Μα... κύριε νομάρχα, η ευθύνη είναι βαριά κι η θέση μεγάλη. Υπάρχουν πολλοί ανώτεροι και ικανότεροι από μένα. Πήγαινε μου είπε, γιατί το αξίζεις.
Πέταξα από τη χαρά μου. Πρόεδρος εγώ στη βιβλιοθήκη. Μεγάλη η τιμή κι άρχισα να καμαρώνω πριν βγω ακόμα από την πόρτα.
Όταν πήγα ν’ αναλάβω, έμαθα ότι η προεδρία ήταν χωρίς αμοιβή και τότε μου λύθηκε η απορία για τη μεγάλη τιμή που μου έγινε.
Αυτό ήταν. Αν υπήρχε αμοιβή θα την άφηναν τα σαΐνια;
Κάθησα και την ώρα που υπέγραφα το πρωτόκολλο παραλαβής, κατάλαβα ότι πήγαινα να κουβαλήσω νερό και τότε ήρθαν στο νου μου τα λόγια της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου.
«Του γουμάρ του καλούν στο γάμο να κουβαλήσει νερό κι όχι να πιει τσίπουρο».