Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Οι περισσότεροι αναλυτές, αν και επισημαίνουν τη ρήση ότι η επανάληψη της ιστορίας για δεύτερη φορά καταλήγει να είναι φάρσα, διακρίνουν πως η εξέλιξη της όλης υποθέσεως με τη «Χρυσή Αυγή» μπορεί να μην αποδειχθεί φάρσα, αλλά τραγωδία για τη χώρα και τη δημοκρατία, όταν μάλιστα (όπως προαναφέραμε) η κρίση βαθαίνει, οι κρατικές δομές τελούν σε παραλυσία, δεν υπάρχει ισχυρό λαϊκό κίνημα, οι δυνάμεις της Αριστεράς παραμένουν πολυδιασπασμένες και το κυριότερο οι πάσης φύσεως εκφραστές των εγχώριων ελίτ είτε «παίζουν» με το ιδεολόγημα της δήθεν ταυτίσεως «των άκρων», είτε δια μερίδας του Τύπου (και δη μεγάλης κυκλοφορίας) προβάλλουν με θετικό τρόπο τις lifestyle δράσεις των προβεβλημένων στελεχών του εν λόγω κόμματος.
Στην ίδια δε ανιστόρητη λογική, που ταυτίζει τις δυνάμεις της Αριστεράς και τις λαϊκές δράσεις με αυτές τραμπούκικων μηχανισμών, θα πρέπει να ενταχθούν δηλώσεις ακόμη και βουλευτών, αλλά και δημοσιεύματα από συγκεκριμένους αρθρογράφους, ότι δήθεν η αριστερή αντιπολίτευση ευθύνεται για την άνοδο της ακροδεξιάς, ή ότι είναι η Αριστερά αυτή που ωφελείται από την άνοδο αυτή...
Εξάλλου, ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» Πάσχος Μανδραβέλης, ναι μεν επισημαίνει το «δέον», ότι, δηλαδή, το πρόβλημα της ακροδεξιάς δεν λύνεται με οιμωγές, καταγγελίες και επιδόματα, αλλά μόνο με δημοκρατική παιδεία, πλην, όμως, με βάση την προαναφερθείσα λογική που εξισώνει «τα άκρα», υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι «το να διακηρύσσει κάποιος ότι τα μέτρα σταθεροποίησης της οικονομίας (σ.σ. εννοεί τα μέτρα βάρβαρης λιτότητας) ευνόησαν τη «Χρυσή Αυγή» και ταυτοχρόνως να αποσιωπά ότι τα ίδια μέτρα χάρισαν στον ΣΥΡΙΖΑ 27% είναι αν μη τι άλλο υποκρισία» και σε άλλο σημείο σημειώνει ότι «σε περιόδους κρίσης δεν ανεβαίνει μόνο η Ακροδεξιά ανεβαίνει και η Ακροαριστερά».
Από την άλλη, όμως, ο καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Μ. Πασχάλης, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» αναφέρει «τέσσερις κολυμπήθρες» που «ξέπλυναν» τη «Χρυσή Αυγή»:
Η πρώτη είναι η αντιμνημονιακή κολυμπήθρα, καθώς «δύσκολα ξεχωρίζει μια ανακοίνωση της «Χρυσής Αυγής» από τις ανακοινώσεις των λοιπόν κομμάτων της αντιπολίτευσης», η δεύτερη είναι «το ανόητο αλλά δημοφιλές ιδεολόγημα της ελληνικής φυλετικής υπεροχής» (και θυμίζει την αθλήτρια που πίστευε πως είναι στο DNA του Έλληνα να κερδίζει – ώσπου βρέθηκε ντοπαρισμένη) καθώς και «η στρεβλή οικειοποίηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού που αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του ιδεολογικού οπλοστασίου» του κόμματος, η τρίτη είναι «η κολυμπήθρα της ασφάλειας, της προστασίας των Ελλήνων πολιτών από την εγκληματικότητα» (με τις υπηρεσίες προστασίας που προσφέρουν οι «μυώδεις χρυσαυγίτες») και η τέταρτη είναι «η άγνοια της Ιστορίας ή καλύτερα η έλλειψη ιστορικής παιδείας».
Ο δε Νίκος Ξυδάκης (στην ίδια εφημερίδα) σημειώνει ότι «η κρίση μπορεί και πρέπει να ενώσει τους Έλληνες σε μια έσχατη γραμμή αμύνης: εκεί που αρχίζει η ηθική εξαθλίωση κι εκεί που απειλείται ο πυρήνας της δημοκρατίας. Οι υλακές για ακονισμένες ξιφολόγχες, οι επικλήσεις του αίματος, οι φλόγες των πυρσών, δείχνουν ήδη αυτή τη γραμμή», ενώ ο Παντελής Μπουκάλας (υπό τον τίτλο «η ασυλία των ταγμάτων εφόδου», επίσης στην «Καθημερινή») σημειώνει:
«(…) οι αγέλες με τα μαύρα δεν είναι κάτι αφύσικο, αλλά η ύπαρξή τους αποδεικνύει πόσο αποτύχαμε σαν γονείς, σαν εκπαιδευτικοί, σαν κόμματα, σαν Βουλή, σαν Δημοκρατία. Ήταν απολύτως φυσιολογικό να εμφανιστούν θεριεμένοι οι νεοφασίστες σ’ ένα πολιτειακό χώμα, όπου επί χρόνια καλλιεργήθηκαν (από κανάλια, Διαδίκτυο, αξιωματούχους της Εκκλησίας, κομματάρχες κ.ά.) τα ζιζάνια της ανάδελφης και θεόθεν δοσμένης υπεροχής μας, της ανάγωγης και αντικοινωνικής εγωπάθειας, του ετσιθελισμού, του τραμπουκισμού, της μισαλλοδοξίας. Η κοινωνία γέννησε το πρόβλημα, αυτή οφείλει να το λύσει. Και όχι δι’ αντιπροσώπων, που, άλλωστε, ούτε θέλουν ούτε μπορούν (…). Το μείζον με τους ελληνοτραμπούκους είναι η κοινωνική τους ασυλία και όχι η βουλευτική».
«Μια κοινωνία διαρκώς εξαθλιούμενη είναι εκτεθειμένη ατυχώς στις «υπηρεσίες» των μελών της «Χρυσής Αυγής». Ο αποτροπιασμός που διατυπώνεται στο νέο αυτό φαινόμενο προφανώς δεν αρκεί. Απαιτείται ισοδύναμη δράση ώστε η Ελλάς να μην πρωτοτυπήσει εκ νέου σε ευρωπαϊκό επίπεδο», υποστηρίζει ο Κώστας Ιορδανίδης, η δε Χριστίνα Κοψίνη (που επισημαίνει πως έχει σπάσει «το αυγό του φιδιού») τονίζει μεν «τον χαβαλέ και το περιπαικτικό στιλάκι» με τα οποία αντιμετωπίζονταν από τα ΜΜΕ οι συμπεριφορές της «Χρυσής Αυγής», αλλά σημειώνει ότι ευτυχώς «αντελήφθησαν ότι εδώ υπάρχει μέγα θέμα και ζήτημα δημοκρατίας».
«Η «Χρυσή Αυγή» δεν είναι ούτε πλάκα, ούτε ανέκδοτο για το Facebook, ούτε μια καλή δημοσιογραφική ή φωτογραφική «αρπαχτή» με τα ξένα μίντια, που διψούν για εικόνες κρίσης. Είναι ένα κόμμα αντικοινοβουλευτικό, με σχέδιο συγκεκριμένο για το πώς θα κερδίσει την εύνοια των απογοητευμένων. Διότι, ο φασισμός δεν ενταφιάστηκε μέσα στα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναβιώνει πάντα μέσα «από τον θάνατο του εμποράκου»», επισημαίνει ορθώς η αρθρογράφος.
«Όσο η Πολιτεία θα αφήνει κενά κι όσο η κρίση θα απαξιώνει το κατεστημένο πολιτικό και μιντιακό σύστημα, το ακροατήριο της «Χρυσής Αυγής» θα μεγαλώνει. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και όσοι επιχειρούν να συνδέσουν την άνοδό της με το ιδεολογικοπολιτικά αδέσποτο κίνημα των «Αγανακτισμένων» για άλλη μια φορά καταφεύγουν σε φθηνές προπαγανδιστικές ερμηνείες», εκτιμά ο Σταύρος Λυγερός.
Η ουσία του πράγματος είναι πως μπορεί η «Χρυσή Αυγή» να εμφανίζεται και να αυτοαποκαλείται αντισυστημική δύναμη, αλλά δεν είναι τέτοια.
Και αυτό έχει καταδειχθεί διαχρονικά και από την Ιστορία.
Η εγχώρια ακροδεξιά, με δήθεν αριστερή φρασεολογία και δήθεν με αριστερίστικο ακτιβισμό, επί της ουσίας συμμετέχει (και θα αξιοποιείται) στις προσπάθειες να ανακοπεί η όποια δυναμική του (προσώρας ουσιαστικά αναιμικού) λαϊκού κινήματος, εξ ου και αποτελεί το πρόσχημα για την ενδυνάμωση των μηχανισμών καταστολής κατά των λαϊκών κινητοποιήσεων, όπως, άλλωστε, έχουμε επισημάνει σε σχετικά ανύποπτο χρόνο από τις στήλες της «Ε» και αποδεικνύεται από την επί τούτου πράξη νομοθετικού περιεχομένου που, όπως εγράφη, προετοιμάζει για τις διαδηλώσεις ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως.
Όπως δε επισημαίνουν πολλοί αναλυτές τέτοια κόμματα αποδεικνύονται παιδιά των διαφόρων κυρίαρχων ελίτ, όπως, άλλωστε, αποδείχθηκε πως ήταν και οι ιδεολογικοί και πολιτικοί πρόγονοι της «Χρυσής Αυγής» τη δεκαετία του 1920 - 1930 που, μετά και την «Νύχτα των Κρυστάλλων», αξιοποιήθηκαν για την υπεράσπιση του συστήματος και για τη διεξαγωγή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.