Από τον Θρασύβουλο Καβασίδη
Επίτιμο δικηγόρο
«Οι Έλληνες (...) δεχθήκαμε το Ευαγγέλιο από τους πρώτους» διατείνεται σε άρθρο του («Ε» της 20.07.2012) ο κ. Κων. Οικονόμου, δάσκαλος, με την ευκαιρία της γιορτής του Προφήτη Ηλία και εμφανίζεται ως ένθερμος πιστός των Ιουδαϊκών δογμάτων και του περιούσιου λαού του Γιαχβέ.
Η ιστορία, όμως, την οποία ή αγνοεί ο αρθρογράφος ή γνωρίζει και την κιβδηλοποιεί – μας διδάσκει τα εντελώς αντίθετα. Η νέα θρησκεία – ο Χριστιανισμός – ως γνωστόν διαδόθηκε στη χώρα μας από τον Παύλο, ο οποίος επισκεπτόταν τις πόλεις εκείνες όπου κατοικούσαν ευάριθμοι Εβραίοι της διασποράς και διέθεταν συναγωγές όπου δίδασκε μόνο τα Σάββατα. (π.χ. Πράξ. ΙΓ΄, 5, 14, 42-44, ΙΣΤ΄ 13, ΙΖ΄ 1-2, 10, 17, ΙΗ΄ 4-6 στην Κόρινθο, όπου δήθεν στη συναγωγή ήταν και Έλληνες, ενώ οι Έλληνες έπιασαν τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη και τον έδερναν μπροστά στο δικαστήριο ΙΗ΄, 17)!
Στην Αθήνα, λέγεται, ότι «τόλμησε» να μιλήσει ο Παύλος, δήθεν στον Άρειο Πάγο. Στην πραγματικότητα μάλλον μίλησε στην αγορά, αλλά οι Επικούρειοι και οι Στωικοί «ακούσαντες ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον οι δε είπον: ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. ΙΖ¨, 32-37). Τέτοια υποδοχή επιφύλαξαν οι Αθηναίοι στον Παύλο.
Με λίγα λόγια ας δούμε πώς επιβλήθηκε ο Χριστιανισμός στη χώρα μας.
Η πλειονότητα των κατοίκων της αυτοκρατορίας (Ανατολικής Ρωμαϊκής), και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας – πλην των Εβραίων που είχαν ασπασθεί τη νέα θρησκεία, ολίγων στην Κόρινθο, Θεσσαλονίκη, Νικόπολη (σημ. Πρέβεζα), Βέροια και ελαχίστων Αθηναίων – εξακολουθούσαν να παραμένουν πιστοί στα πατροπαράδοτα ακόμη και μέχρι τον 4ο αιώνα.
Στη χώρα μας, ο Χριστιανισμός επιβλήθηκε «διά πυρός και σιδήρου». Να τι γράφει ο Σωζομενός (400; - 450;), εκκλησιαστικός συγγραφέας και ιστορικός: «Των Ελληνιστών μικρού πάντες κατ’ εκείνο καιρού διεφθάρησαν (...) και οι μεν πυρί οι δε ξίφει απολέσθαι προσετάχθησαν (...) παραπλησίως δε δια την αυτήν αιτίαν διεφθάρησαν οι ανά πάσαν την αρχομένην λαμπρώς φιλοσοφούντες. Αλλά και εις μη φιλοσόφους, εσθήτι δε τη εκείνων χρωμένους ο φόνος εχώρει...». Δηλαδή: «Όλοι σχεδόν οι Ελληνιστές θανατώθηκαν (...) δόθηκε διαταγή άλλοι να καούν και άλλοι να σκοτωθούν με το ξίφος (...) Και κοντά σ’ αυτούς, για τον ίδιο λόγο, σ’ ολόκληρη την επικράτεια έχασαν τη ζωή τους όσοι λάμπρυναν τη φιλοσοφία (...) Αλλά έχαναν τη ζωή τους ακόμα και άνθρωποι που δεν ήταν καν φιλόσοφοι και που απλώς φορούσαν ρούχα ίδια με των φιλοσόφων» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Κεφ. 35).
Ο Ιωάννης Μαλάλας (ΣΤ΄αιώνας), χριστιανός χρονογράφος, πραγματοποιεί την τελευταία καταγραφή μαζικού διωγμού που υπέστησαν, κατά τη φρασεολογία της εποχής του βυζαντινού μεσαίωνα, «οι των ανοσίων και μυσαρών Ελλήνων κατεχόμενοι πλάνη» δηλαδή «οι επιμένοντες ελληνικά».
Πρόκειται για το 529 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο ισπανικής καταγωγής Ιουστινιανός (482-586), ο μεγαλύτερος μαζί με τον Θεοδόσιο τον «Μέγα», ανθέλληνας, που υπήρξε ποτέ. Όποιος μελετήσει τον περιβόητο «Ιουστινιάνειο Κώδικα» θα φρίξει. Τότε καθιερώνεται και η υποχρεωτικότητα του νηπιοβαπτισμού με τα αλήστου μνήμης παρατράγουδά του, όπου π.χ. ο ανάδοχος του παιδιού, οριζόταν από την Εκκλησία και «ως πνευματικός πατέρας» που θα το κατηχούσε στη θρησκεία, θα κατασκόπευε και θα κατέδιδε, αν η αλλαγή θρησκεύματος των γονέων του ήταν πραγματική ή προσχηματική! Γράφει, λοιπόν, ο χρονογράφος: «Εν αυτώ δε τω χρόνω διωγμός γέγονεν Ελλήνων μέγας, και πολλοί εδημεύθησαν, εν οις ετελεύτησαν (...) και εκ τούτου πολύς φόβος γέγονεν. Εθέσπισεν δε ο αυτός βασιλεύς ώστε μη πολιτεύεσθαι τους ελληνίζοντας, προθεσμίαν τριών μηνών λαβόντας εις το γενέσθαι αυτούς κοινωνούς της ορθοδόξου πίστεως». Δηλαδή ο διωγμός αυτός περιελάμβανε, θανατικές εκτελέσεις, δημεύσεις περιουσιών, απαγορεύσεις των ελληνιζόντων να πολιτεύονται, τάσσοντάς τους αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών να ασπασθούν την ορθόδοξη πίστη! Να σημειωθεί ότι το ίδιο έτος (529) διατάχθηκε το κλείσιμο και του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι δε καθηγητές του πήραν τον δρόμο για τις αραβικές χώρες.
Διακόσια χρόνια μετά, η ορθόδοξη εκκλησία εξαπολύει ένα ΑΝΑΘΕΜΑ κατά των επιζώντων Ελλήνων Εθνικών: «Τοις τα ελληνικά δεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσι, και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε και ετέρους, ποτέ μεν λάθρα ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως. ΑΝΑΘΕΜΑ».
Δηλαδή: «Σ’ αυτούς που μελετούν διεξοδικά τα ελληνικά μαθήματα όχι απλώς για να είναι εγγράμματοι αλλά επειδή πιστεύουν στις κενές ιδέες (σ.σ. των μαθημάτων) θεωρώντας τες αληθινές και εμφορούνται από αυτές σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγούν κι άλλους ανθρώπους σ’ αυτές, διδάσκοντας ανενδοίαστα, πότε κρυφά και πότε φανερά: ΑΝΑΘΕΜΑ!».
Ο αναθεματισμός αυτός, που αποτελεί περικοπή των πρακτικών της Συνόδου της Νίκαιας (787 μ.Χ.), υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Ταρασίου, εξακολούθησε ανελλιπώς μέχρι και το 2002, τουλάχιστον, να διαβάζετε στις Εκκλησίες την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
(Παρέκβαση: Ο τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Στεφανόπουλος, σε απάντηση σχετικής καταγγελίας Έλληνα του Άαχεν Γερμανίας την 29.03.2002 του γράφει: «Έλαβα την (...) επιστολήν σας. Οι αναθεματισμοί κ.λπ. κατά των Ελλήνων εγράφησαν προ αιώνων και θα έπρεπε νυν να παραλείπονται. Η Εκκλησία, ως φαίνεται, διστάζει να προβεί σε μεταβολές χάριν της παραδόσεως».
Άφησα κάτι τελευταίο, που συνέβη το 397 μ.Χ. Είναι «το κερασάκι στην τούρτα». Τότε, λοιπόν, με την προτροπή της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) εισέβαλαν οι ορδές των νεοφώτιστων χριστιανών Γότθων, καθοδηγούμενες από ομάδες φανατικών καλόγερων (σαν αυτούς που εμφανίζονταν στο φιλμάκι του Κ. Γαβρά να ξηλώνουν τα φιλοτεχνήματα του Παρθενώνα). Διέσχισαν όλη την Ελλάδα, από βορρά προς νότο, καταστρέφοντας τα πάντα και ιδιαίτερα τα μνημεία των προγόνων μας. Ιδιαίτερα στην Πελοπόνησσο έγινε η μεγαλύτερη γενοκτονία που γνώρισαν ποτέ οι Έλληνες.
Προς βοήθεια των Ελλήνων έσπευσε από την Ιταλία ένας βάνδαλος (!) στρατηγός του ρωμαϊκού στρατού, ο Στηλίχων. Όμως έφτασε πολύ αργά: ήδη είχε σφαχτεί ανηλεώς ή εξανδραποδιστεί ο μη χριστιανικός πληθυσμός όλων των πόλεων της Πελοποννήσου. Όλοι όσοι δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα βουνά της Λακωνίας και της Αρκαδίας, όπως γράφει ο Ζώσιμος, «ηβηδόν» (έως και οι έφηβοι) εσφάγησαν (Γ. Αβραμίδης από τον πρόλογο του έργου του Λιβάνιου «Υπέρ των Ελληνικών Ναών», εκδόσεις «θύραθεν»).
Αυτά τα λίγα, έτσι απλά, για να μην μένουν αναπάντητες οι ιστορίες που διηγούνται οι κιβδηλοποιοί της, όταν μάλιστα βιώνουμε την κοινωνία της πληροφόρησης, όπου «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον».