Από τον Μιχαήλ Γκρίλλα
Η 15η Αυγούστου 1974 είναι η κορύφωση του δράματος, που ένιωσε και νιώθει έκτοτε όχι μόνο ο κυπριακός ελληνισμός, αλλά ο απανταχού (ελληνισμός) που είχε ως αφετηρία, το εγκληματικό εκείνο πραξικόπημα της χούντας των Συνταγματαρχών της 15ης Ιουλίου του ιδίου έτους, εναντίον του νομίμου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Μακαρίου, το οποίο, ως γνωστόν, άνοιξε διάπλατα τον δρόμο και με την ανοχή των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας να εισβάλλουν οι Τούρκοι τελείως σχεδόν ανενόχλητοι στη Μεγαλόνησο στις 20 Ιουλίου του 1974 και να δημιουργήσουν, αρχικά με το Σχέδιο «Αττίλας - Ένα» και χωρίς καμία σοβαρή αντίσταση, ένα μικρό προγεφύρωμα γύρω από την Κυρήνεια και την Λάπηθο.
Στη συνέχεια, με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, επήλθε μια εύθραυστη εκεχειρία και κατάπαυση του πυρός της 22ης Ιουλίου 1974 η αποκατάσταση της Δημοκρατίας της χώρας μας, με τον σχηματισμό κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου υπό τον αείμνηστον Κων/νο Καραμανλή.
Με τη μεσολάβηση πάλι του ΟΗΕ άρχισε τέλη Ιουλίου στη Ζυρίχη της Ελβετίας η πενταμερής διάσκεψης (Μεγάλη Βρετανία - Ελλάδα - Τουρκία - Κυπριακή Δημοκρατία - Τουρκοκύπριοι) για την επίλυση όλων των προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Η διάσκεψη αυτή και με υπαιτιότητα καθαρά της Τουρκίας απέτυχε πλήρως, γιατί αυτή (Τουρκία), άλλα σχέδια είχε να υλοποιήσει και την παραμονή της Παναγίας (15 Αυγούστου 1974), έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο «Αττίλας - Δύο» και με βάση αυτό οι Τούρκοι, έγιναν κύριοι και κάτοχοι, με ταχεία προέλαση τριών ημερών και χωρίς σχεδόν καμία σοβαρή αντίσταση, λόγω αντικειμενικών αδυναμιών της Κυπριακής Εθνικής Φρουράς, αδυναμίας αεροπορικής υποστήριξης από την Ελλάδα, έλλειψης και σύγχρονου εξοπλισμού, σε άρματα και πυροβολικά, το 97% του εδάφους της Μεγαλονήσου (Κύπρος) το οποίο έκτοτε και με την ισχύ των όπλων και τον Στρατό κατοχής (45.000 ανδρών) defacto διατηρεί.
Οι Τούρκοι έκτοτε και με τη μέθοδο του εποικισμού, αλλοίωσαν βίαια τα δημογραφικά στοιχεία της Κύπρου, μεταφέροντας από τα βάθη της Μικράς Ασίας ακραιφνείς και καθαρόαιμους Τούρκους εθνικιστές, εγκαθιστώντας τούτους τα σπίτια και στις περιουσίες των Ελληνοκυπρίων. Το 18% (90.000) των Τουρκοκυπρίων επί του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου (550.000) που ήταν πριν της εισβολής, σήμερα έχει φθάσει στο 30% και είναι περίπου 250.0000 έως 300.000 το μεγαλύτερο ποσοστό (150.000) έποικοι έναντι 700.000 περίπου Ελληνοκυπρίων.
Σε όλες τις στρατιωτικές σχολές του κόσμου, οι μαθητές αυτών από το πρώτο έτος διδάσκονται, ό,τι κατακτάται με τα όπλα, μόνο με αυτά και με αίμα, μπορείς κάποτε να τα επανακτήσεις. Ας είμαστε ρεαλιστές, τέτοιες δυνατότητες, η χώρα μας και η Κύπρος σήμερα δεν διαθέτουν, πάνω σε αυτό στηρίζεται και βασίζεται η Τουρκία και διαμορφώνεται την αδιάλλακτη στάση της, με την οποία επιδιώκει να μετατρέψει την τωρινή defacto κατάσταση σε desure και να δηλώνει προκλητικά και απερίφραστα ο πρωθυπουργός της (Ερντογάν) ότι δεν πρόκειται να κάνουμε στους Ελληνοκυπρίους καμία εδαφική παραχώρηση. Ας ξεχάσουν τις περιοχές της Μόρφου και της Αμμοχώστου και ό,τι άλλο προνοούσε το σχέδιο «Ανάν», το οποίο η ελληνοκυπριακή πλευρά ως γνωστόν, απέρριψε με δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 2004.
Το κλειδί της λύσης επομένης και όχι μόνο το «Κυπριακού» αλλά και όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών και ιδιαίτερα του «Αιγαίου» το κρατά στην κυριολεξία στα χέρια της η Τουρκία. Τώρα που ο Τούρκος πρωθυπουργός φαίνεται να τελειώνει με τους στρατηγούς (πασάδες) του Κεμαλικού καθεστώτος είναι προς το συμφέρον της χώρας του, να αναζητήσει και το μπορεί να δώσει μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, στα χρόνια αυτά προβλήματα, που εξαιτίας του υπάρχουν και διατηρούνται, που δηλητηριάζουμε τις σχέσεις μας και δυναμιτίζουν την περιοχή μας, για να είναι δυνατόν στη συνέχεια απερίσπαστος να ασχοληθεί, με το μεγάλο πρόβλημα, που ακούει στο όνομα «Κουρδικό» και καλά ακόμη κρατεί στην πατρίδα του, με σοβαρό και υπαρκτό πλέον κίνδυνο να δούμε ότι συμβαίνει σήμερα στη Συρία, να μεταφερθεί αργά ή γρήγορα λόγω Κούρδων (17.000.000) και Αλεβιτών (15.000.000) στο εσωτερικό της (Τουρκία).
Η Τουρκία αυτή την αιματηρή και απάνθρωπη εισβολή τη χαρακτηρίζει και τη διαλαλεί ανερυθρίαστα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, ως ειρηνική επιχείρηση, που έφερε τη σταθερότητα και την ησυχία στην Κύπρο. Και εξαιτίας αυτής της ενέργειάς της, θα πρέπει η Ελλάδα να την ευγνωμονεί, γιατί ηταν η αφορμή να αποκατασταθεί η Δημοκρατία στη χώρα μας. Ήταν καιρός πλέον αυτή την ημερομηνία (24 Ιουλίου) που εμείς οι Έλληνες εορτάζαμε κάθε χρόνο με τυμπανοκρουσίες, ως επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας, να καταργηθεί γιατί συγχρόνως συμπίπτει με την εθνική τραγωδία της Κύπρου και ως εκ τούτου δεν προσφέρεται για γιορτές και πανηγύρια αλλά μόνο για εθνική περίσκεψη και τίποτε άλλο. Συνεπώς ορθώς από φέτος καταργήθηκε.
Σήμερα η Τουρκία προβάλλει από θέσεις ισχύος και απαιτεί κιόλας ως λύση της νομιμοποίησης των κατεχόμενων εδαφών, τη δημιουργία δηλαδή δύο ισότιμων ανεξάρτητων κρατών με χαλαρή συνομοσπονδία και τελευταία μάλιστα ακούγονται μέσα στην Τουρκία, ισχυρές φωνές, ώστε, να ενσωματωθούν τα κατεχόμενα στον κορμό της τουρκικής Δημοκρατίας. Επισημαίνω αυτά τα γεγονότα, για να μην έχουμε κανενός είδους αυταπάτες και αμφιβολίες ότι η γειτονική χώρα, τηρεί στην προκειμένη περίπτωση με τη γνωστή της ανατολίτικη υπομονή το «Μακάριοι οι κατέχοντες», και ότι γι’ αυτήν δεν υπάρχει «Κυπριακό» και η όποια λύση πρέπει να έχει ως αφετηρία και βάση την defacto κατάσταση, που έχει ήδη δημιουργήσει, με την ισχύ των όπλων στη Μεγαλόνησο και τα πάντα τα αφήνει, στη φθορά του χρόνου, γιατί δυστυχώς για εμάς αυτό την ευνοεί και τη συμφέρει κιόλας. Μας ζητά δηλαδή να αποδεχθούμε ασμένως το «Σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω».